Site icon Frapress

Ψευδείς ειδήσεις: Tυχαία γεγονότα ή χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής δημόσιας σφαίρας;

Τι γίνεται όταν η συχνή μετάδοση γεγονότων φαίνεται να εκμεταλλεύεται για τη συστηματική διαστρέβλωσή τους και την παραγωγή ψευδών ειδήσεων;

Ειδήσεις. Δημοσιογραφικά δημιουργήματα με τα οποία η πλειοψηφία των ανθρώπων έρχεται σε επαφή σχεδόν καθημερινά. Είτε μέσω τηλεόρασης, ραδιοφώνου, Διαδικτύου ή μέσω προφορικής μετάδοσης, αποτελούν έναν δίαυλο πληροφόρησης και κατανόησης του τι διαδραματίζεται στον κόσμο. Τι συμβαίνει όμως, όταν οι ειδήσεις παραποιούνται συστηματικά και αναμεταδίδουν ψεύδη και ανακρίβειες; Εδώ, προκύπτει ο ορισμός των ψευδών ειδήσεων, ή αλλιώς «fake news».

Οι ψευδείς ειδήσεις κατασκευάζονται για να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη, να αποπροσανατολίσουν, να βλάψουν. Fake news υπάρχουν από την αρχή της εμφάνισης των ενημερωτικών ΜΜΕ.  Η βασική πρακτική τους, ωστόσο έγκειται στην κατασκευή δημοσιευμάτων, τα οποία μέσω του «πρωτότυπου» κι αμφιλεγόμενου περιεχομένου τους θα αυξήσουν το επίπεδο αναγνωστικότητας μιας έντυπης ή διαδικτυακής εφημερίδας ή την αναγνωρισιμότητα ενός καναλιού.

Τα δημοσιεύματα μετά κατά πάσα πιθανότητα θα αναπαραχθούν, οπότε η λανθασμένη πληροφόρηση διογκώνεται.  Είναι χαρακτηριστικό πως ο όρος «fake news» χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Donald Trump και έκτοτε καθιερώθηκε.

Η αύξηση της δημοτικότητας μιας δημοσίευσης στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ταυτόσημη με την εξυπηρέτηση κινήτρων που κυμαίνονται από προσωπικά και οικονομικά έως πολιτικά, όπως για παράδειγμα η αύξηση των εσόδων μέσω της επισκεψιμότητας, η επιθυμία για αναγνώριση μέσω της επιρροής της κοινής γνώμης, ή η διαμόρφωση συγκεκριμένων πολιτικών πεποιθήσεων, η προπαγάνδα. Ωστόσο, η δημοτικότητα του όρου σήμερα οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, μεταξύ άλλων στη φύση των ειδήσεων, καθώς και στις πολιτιστικές και οικονομικές συνθήκες εντός και εκτός της διαδικασίας παραγωγής και προώθησης των συγκεκριμένων ειδήσεων.

Αξίζει να σημειωθεί πως τα ψεύτικα νέα μπορούν εύκολα να εξαπλωθούν λόγω της ταχύτητας και της προσβασιμότητας της σύγχρονης τεχνολογίας επικοινωνιών. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας, ιδίως στον τομέα του Διαδικτύου, με τις αναδυόμενες εφαρμογές του Facebook και του Twitter να σπεύδουν να αναμεταδόσουν όποια είδηση παράγεται, έχει υποθάλψει σημαντικά περιστατικά ψευδών ειδήσεων. Μέσω αυτών, τα φυσικά εμπόδια και οι περιορισμοί του χρόνου και της απόστασης δεν υφίστανται πια, ενώ επιτρέπει σε ένα μικρό αριθμό ατόμων να επηρεάζουν και να χειραγωγούν τις απόψεις ενός ευρύτερου κοινού.

Κάπως έτσι λειτουργεί και αυτό το παιχνίδι στο οποίο φτιάχνεις εσύ fake news!

Τα νέα μέσα, ιδίως τα κοινωνικά, παρέχουν νέες εκφραστικές δυνατότητες στη μετάδοση των fake news, όπως τη ρεαλιστική αναπαράσταση επινοημένων γεγονότων, την προσθήκη επινοημένων πτυχών σε πραγματικά γεγονότα ή την αφαίρεση πτυχών με τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, τη σύνδεση διαφορετικών μεταξύ τους γεγονότων πάνω σε μία κοινή βάση, και άλλες τεχνικές που κάνουν μια ψευδή είδηση να φαντάζει αληθοφανής κι εμπεριστατωμένη.

Από κάθε περιστατικό μετάδοσης fake news, ένα είναι βέβαιο. Πως κάθε είδηση, ψευδής ή μη, μεταδίδεται και διογκώνεται μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Τα νέα ψηφιακά μέσα έχουν συνδράμει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου γι’ αυτή τη διόγκωση του φαινομένου, και είναι αυτορρυθμιζόμενοι μηχανισμοί, που σημαίνει πως η λειτουργία τους δεν εναπόκειται σε εξωτερικό έλεγχο.

Πλέον ζούμε σε μία εποχή που δεν συγκρίνεται σε τίποτα με τα χρόνια που κυριαρχούσαν οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα. Τώρα κυριαρχεί το Διαδίκτυο, ένας χώρος όπου ο καθένας μπορεί να δημοσιεύσει ό,τι, όπως και όποτε θέλει, χωρίς κάποιο κόστος και χωρίς να του ασκείται κάποιος έλεγχος. Η πληροφορία εκδημοκρατίζεται και κοινωνικοποιείται, πράγμα το οποίο σημαίνει πως κάθε ιδιώτης ή ομάδα μπορεί σήμερα να επικοινωνήσει με- και συνεπώς να επηρεάσει- μεγάλο αριθμό χρηστών του διαδικτύου.

Τα fake news πλέον έχουν μετατραπεί πλέον σε δομικό φαινόμενο της λειτουργίας των μέσων, και φημίζονται για τη δημοτικότητά τους, πράγμα το οποίο ανησυχεί βαθύτατα. Γιατί; Επειδή, πολύ απλά, μια τέτοια είδηση, «ενοχλητική», «ανατρεπτική», κερδίζει την προσοχή του εν δυνάμει αναγνώστη. Και όσοι περισσότεροι αναγνώστες προσεγγίζονται, τόσα περισσότερα κλικ συγκεντρώνει το άρθρο, οπότε εμφανίζεται ψηλότερα στις μηχανές αναζήτησης όπως η Google. Η ψευδής είδηση θα παρουσιαστεί ως αληθινή και, φυσικά, όσο πιο ψηλά στη Google, τόσο πιο εύκολα θα διαδοθεί.  Όσο πιο γρήγορα γίνει αυτό,  τόσο πιο πιστευτή και «αξιόπιστη» καθίσταται. Αυτή η υποτιθέμενη είδηση ύστερα θα αναπαραχθεί  από άλλα bots ή σελίδες, ή μέσα. Χωρίς διασταύρωση, χωρίς ρεπορτάζ.

Συνήθως, έπειτα η είδηση διαψεύδεται και ανατρέπεται. Ωστόσο, αν το δημοσίευμα έχει διαβαστεί από δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, έχει αποδειχθεί ότι η διάψευση δεν υπολογίζεται ιδιαίτερα. Κι αυτό συμβαίνει γιατί  οι άνθρωποι διεξάγουν άμεσα κι αιτιώδη συμπεράσματα με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με ένα συγκεκριμένο γεγονός ή αποτέλεσμα. Έτσι, οι ψευδείς πληροφορίες μπορεί να συνεχίσουν να επηρεάζουν τις πεποιθήσεις και τις νοοτροπίες ακόμα και μετά την αποτυχία τους, εάν δεν αντικατασταθούν από μια εναλλακτική αιτιώδη εξήγηση.

Και αυτό είναι το ανησυχητικό κομμάτι. Γιατί όταν ένα άτομο, αποφασίζει, το καθένα για δικούς του λόγους, να δημιουργήσει μια ψευδή είδηση ή να παραποιήσει μια υπάρχουσα, συνήθως δε λαμβάνει υπόψιν του τις διαστάσεις που μπορεί να λάβει αυτό το περιστατικό, ή μπορεί και να επιδιώκει να συμβεί αυτό για να λάβει περισσότερη προσοχή.

Ιδιαίτερα όταν το ζήτημα αφορά δημόσια πρόσωπα, τα οποία στους προσωπικούς τους λογαριασμούς μετρούν δεκάδες ακολούθους, η διάδοση των ψευδών ειδήσεων διογκώνεται σε ελάχιστο χρόνο, και με σοβαρές, σε κάποιες περιστάσεις, επιπτώσεις. Άτομα μπορεί να βρεθούν στο στόχαστρο χωρίς να συντρέχει κάποιος λόγος. Μία δημοσίευση, μία εσφαλμένη φωτογραφία, είναι αρκετή για να προκαλέσει στρόβιλο αντιδράσεων, ανεξάρτητα από το κατά πόσο ευσταθεί το περιεχόμενό της. Και αυτό θα έπρεπε να μας προβληματίζει όλους.

Το ερώτημα που ευλόγως γεννάται μέσα από αυτή την κατάσταση είναι κατά πόσο υφίσταται λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα. Ίσως ναι, και η προστασία από τα fake news εναπόκειται τόσο στους απλούς επισκέπτες μιας ιστοσελίδας, όσο και στους δημοσιογράφους. Η διασταύρωση σελίδων, γεγονότων και πηγών, θεωρείται απαραίτητη για την επιβεβαίωση της εγκυρότητας μιας είδησης. Η καταφυγή στα παραδοσιακά μέσα από πλευράς των δημοσιογράφων, και η προσήλωση στον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, είναι ένα σημαντικό επίσης βήμα στον περιορισμό των fake news.

Για να αντιμετωπιστεί η συγκεκριμένη προβληματική, θα πρέπει να αλλάξει ολόκληρος ο ιδεολογικός και ηθικός προσανατολισμός εκείνων που παράγουν ή αναπαράγουν ειδήσεις, πράγμα το οποίο είναι εξαιρετικά χρονοβόρο και αμφίβολο το αν θα ευδοκιμήσει.  Όσο πίσω από αυτή την πρακτική ελλοχεύουν συμφέροντα και προσωπικά, οικονομικά ή πολιτικά κίνητρα, θα παραμένει ένα αναπόφευκτο χαρακτηριστικό της σύγχρονης ενημερωτικής, κοινωνικής και πολιτικής σφαίρας.

Σχόλια

Exit mobile version