“Οι μεγάλοι πίνακες μου γεννιούνται σιγά- σιγά μέσα στην καρδιά μου”
Ήταν το μοναχοπαίδι μιας εύπορης οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν έμπορος τσαγιού και όταν η οικογένεια του μετακόμισε στην Οδησσό, οι γονείς του χώρισαν και την ανατροφή του ανέλαβε η θεία του.
Στα μαθητικά του χρόνια έκανε μαθήματα ζωγραφικής, μουσικής και σχεδίου, ενώ στα 20 του χρόνια πήγε στη Μόσχα για να κάνει σπουδές οικονομικών και νομικής. Παράλληλα ζωγράφιζε αδιάλειπτα.
Η αρχική καλλιτεχνικη πορεία του Καντίνσκι ξεκίνησε στο κέντρο της Ευρώπης, με την απασχόληση του σ’ ένα εκτυπωτικό εργαστήριο της πόλης, πειραματιζόμενος με σχέδια τα οποία θα διακοσμούσαν κουτιά για σοκολατάκια.
Δύο χρόνια αργότερα , οι πειραματισμοί του Καντίνσκι γέννησαν από χαρακτικά, ξυλόγλυπτα και λιθογραφίες, που αποτελούσαν πρώιμα δείγματα του μεγαλείου της τέχνης που θα γεννούσε.
Κάθε ένα από αυτά τα έργα αντιπροσωπεύει αυτό που λέει κ
Στο Μόναχο ο Καντίνσκι βρίσκει χώρο για να κάνει τη δική του καλλιτεχνική δήλωση για το πως έβλεπε τη ζωή και τον κόσμο και να δημιουργήσει τη δική του ροή παίζοντας με τα χρώματα και τις φόρμες.
Δίνοντας έτσι στον εαυτό του τη θέση του δημιουργού που αναζητά μέσα από την ποικιλομορφία των εικόνων της φαντασίας του να αποδώσει τις αντιθέσεις, την συνύπαρξη, εντάσεις ή αρμονία.
Αποτυγχάνει στις εξετάσεις του στην Ακαδημία του Μονάχου, αλλά παρακολουθεί μαζί με τον Πάουλ Κλέε τα μαθήματα του σπουδαίου δασκάλου Φραντς φον Στουκ.
Η συντηρητική και ακαδημαϊκή καλλιτεχνική σκηνή του Μονάχου τον έκανε να ασφυκτιά. Έτσι το 1901 ίδρυσε την ένωση Phalanx και οργάνωσε την πρώτη έκθεση έργων δικών του καθώς και άλλων καλλιτεχνών που μέχρι τη διάλυσή της, το 1904, παρουσίασε συνολικά δώδεκα εκθέσεις, μέσα από τις οποίες αναδείχθηκε το έργο συμβολιστών, μετα-ιμπρεσιονιστών και καλλιτεχνών της Αρτ Νουβό.
Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία, λοιδορία και εχθρότητα, αλλά ο Καντίνσκι επέμενε στη θεμελίωση μιας νέας τάξης πραγμάτων στην τέχνη, στη βάση νέων αρχών. Παίρνει μέρος στα φθινοπωρινά και τα ανεξάρτητα σαλόνια του Παρισιού και εκεί έρχεται σε επαφή με εκπροσώπους των κινημάτων του φοβισμού και του κυβισμού.
Αρχίζει να ολοκληρώνει έργα που χαρακτηρίζονταν από μεγάλες επιφάνειες έντονων χρωματισμών και αντιθέσεων, που απομακρύνονται από το αναπαραστατικό στοιχείο και είναι περισσότερο αφηρημένα. Τον Ιανουάριο του 1909 ίδρυσε τη «Νέα Ένωση Καλλιτεχνών», προσελκύοντας καλλιτέχνες όπως ο Πικάσο και ο Μπρακ ενώ αργότερα μαζί με το ζωγράφο Φραντς Μαρκ, σχεδίασε την έκδοση ενός βιβλίου, με τίτλο Γαλάζιος Καβαλάρης (Der Blaue Reiter) στο οποίο εξέθετε τις νέες κατευθύνσεις στην τέχνη.
Ο Καντίνσκι δίδαξε στη σχολή Μπαουχάους, και κλήθηκε να αναλάβει το εργαστήριο τοιχογραφίας, δίδαξε φόρμα, ενώ η ξεχωριστή διδασκαλία του ήταν εμπλουτισμένη με στοιχεία από προσωπικές του αποκρυφιστικές μελέτες.
Είναι η εποχή της «ψυχρής περιόδου» του Βασίλι Καντίνσκι, πρόδρομη της εποχής του «ψυχρού ρομαντισμού», τα έργα της οποίας έκανε και αργότερα στο Ντεσάου, όπου δίδασκε στην τοπική σχολή Μπαουχάουζ.
Μετά το κλείσιμο της σχολής Μπαουχάουζ, ο Βασίλι Καντίνσκι μετακομίζει σ’ ένα προάστιο του Παρισιού, στο Νείγυ-συρ-Σεν. Όπου ζει και εργάζεται απομονωμένος. Προχωρώντας σε διαφοροποιήσεις στα έργα του αλλά και σε συνθέσεις παλαιότερων ιδεών.
Ο Βασίλι Καντίνσκι, ο καλλιτέχνης που θεμελίωσε την αφηρημένη τέχνη και μπόρεσε να την αποδεσμεύσει από τη φιγούρα, πέθανε στα 78 του χρόνια από αρτηριοσκλήρωση. Τάφηκε στο Νεϊγί-συρ-Σεν. Τα έργα αποτελούν θησαυρό των πιο μεγάλων μουσείων στον κόσμο.