Εκεί όπου η τέχνη του λόγου συναντά την τέχνη της φωτογραφίας.
1. Ζωγράφισα – Σταύρος Γεννίτσαρης
Ξύπνησα απότομα
από τα όνειρά μου
άγρια χαράματα
με μιαν ανάγκη
το πεπρωμένο
να απεικονίσω
πήρα ένα χαρτί κατάλευκο
και άρχισα
με γραμμές αλλόκοτες
να το γεμίζω
ήταν σαν μόνο του
το χέρι
να οδηγούνταν
ζωγράφισα
ένα πρόσωπο
όμορφο
αγγελικό
δυο χείλη μικρά
ροζ απαλό
που ένα χαμόγελο πρόστυχο
σχημάτιζαν
και δυο μάτια λαμπερά
μελαγχολικά
με ένα χρώμα
παραμυθένιο, ονειρικό
δυο μάτια
γκριζογάλανα.
Κοίταξα καλύτερα
είχα ζωγραφίσει τη μορφή σου
το πεπρωμένο
είχε το πρόσωπό σου
έρωτά μου.
2. Καμένες Ουτοπίες – Γιάννης Ζαραμπούκας
Ο ουρανός ντυμένος μ’ ένα
φλογερό κατακόκκινο φουστάνι
σταλάζει
καμένες ουτοπίες,
σταχτιές νιφάδες,
που σκεπάζουν το ξερό έδαφος.
Κουφάρια μαύρα
οι αγάπες
επιπλέουν
παρατημένες,
καράβια σάπια
στα νερά της προδοσίας.
Και της ζωής τα όρνια
παραφυλάσσουν
ύπουλα
έτοιμα να κατασπαράξουν
το επόμενο θύμα τους.
3. Λευκός Καμβάς – Βάσια Σιουγιούδη
Τι είναι η ζωή, λοιπόν;
Μπορείς να δώσεις έναν ορισμό στην προσωπική σου συλλογή από φωτογραφίες, μουσικές, αρώματα, ηλεκτρικά αγγίγματα και παθιασμένα φιλιά;
Κι αν ναι, τι χρώμα είναι λοιπόν αυτό που αποκαλείς ζωή;
Τι χρώμα έχουν όλα αυτά που θες, τι χρώμα έχουν όλα αυτά που έχεις;
Άσπρο, μαύρο, γκρι. Διάλεξε το χρώμα του καμβά.
Ένας αισιόδοξος, ένας ουτοπιστής, ένα παιδί, ίσως κάποιος τρελός, ένας επαναστάτης, θα σου αποκρινόταν: άσπρο μέχρι να αποδειχθεί μαύρο. Άσπρο, λευκό, ίσως κενό. Λευκό του αέρινου φουστανιού κάποιας κοπέλας που λικνίζεται ανέμελα, ένα καλοκαίρι, σε κάποιο νησί.
Ένας πονεμένος, ένας καλλιτέχνης, ένας ποιητής, ένας ερωτευμένος σχιζοφρενής, μανιακός και καχύποπτος, θα σου απαντούσε μαύρο. Σκοτεινό, με άγρια υφή, αποπνικτικό μαύρο. Μαύρο, βελούδινο μαύρο, στο φόρεμα κάποιας πανέμορφης και σαγηνευτικής κοπέλας που ετοιμάζεται να ξεκινήσει τη νύχτα της.
Ένας, όμως, χαμένος χωρίς ταυτότητα, κάποιος σε απόγνωση, σε αναζήτηση του επίγειου σκοπού του, ταξιδευτής σε χώρες δίχως όνομα και σημαία, αποξενωμένος από τη ματαιότητα του κόσμου, λιγομίλητος παρατηρητής και προσεκτικός ακροατής των ήχων που κανείς ποτέ δεν άκουσε, σίγουρα θα σου απαντούσε, «γκρι» .
Γκρι, σε ένα συννεφιασμένο ουρανό πριν ξεσπάσει μια μανιασμένη καταιγίδα, γκρι σαν τα χέρια του εργάτη μετά από μια εξαντλητική ακόμα μέρα στο λιοπύρι.
Εσένα λοιπόν, τι χρώμα είναι;
Κάνω την αρχή. Η δική μου είναι λευκή. Με μαύρες και κόκκινες πινελιές.