Site icon Frapress

4/2 Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Καρκίνου: Το όνομά σου ήταν Ζωή

Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Καρκίνου

Ένα διήγημα αφιερωμένο σε όλους όσους έδωσαν και δίνουν τη δική τους μάχη με τον καρκίνο με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Καρκίνου.

Η 4η ημέρα του Φλεβάρη έχει καθιερωθεί ύστερα από πρωτοβουλία της Διεθνούς Ένωσης Κατά του Καρκίνου (UICC) ως Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Καρκίνου.
Σκοποί της, η ενημέρωση για την νόσο, καθώς και η υπογράμμιση της σημαντικότητας της πρόληψης.

Ακολουθεί ένα διήγημα με τίτλο «Το όνομά σου ήταν Ζωή», αφιερωμένο σε όλους αυτούς που δίνουν καθημερινά τη δική τους μάχη με την νόσο, αλλά και σε όλους εκείνους που πάλεψαν σκληρά, μα δεν κατάφεραν να την νικήσουν.


Έσφιξες τα χείλη κι ακούμπησες με δύναμη τα χέρια δεξιά κι αριστερά του σώματός σου. Οι αρθρώσεις των δακτύλων σου άσπρισαν απ’ την έντονη προσπάθεια.
Το κορμί σου σαν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι ταλαντεύτηκε σαν ξεραμένη, αδύναμη καλαμιά στον χειμωνιάτικο αγέρα.
Έκλεισες τα μάτια και το σκοτάδι σε πήρε στην αγκαλιά του.
Εισέπνευσες τον μπαγιάτικο αέρα του δωματίου που μύριζε κλεισούρα, ανδρικό ιδρώτα κι άρωμα τριαντάφυλλο.
Το δωμάτιο σα καρουζέλ με σπασμένα φρένα γύριζε ακατάπαυστα και ένα αίσθημα ναυτίας σε πλημμύρισε.
10, 9, 8… μέτρησες αντίστροφα εναλλάσσοντας τον αέρα στους πνεύμονες, που φούσκωναν δίνοντας έναν αμυδρό όγκο στο επίπεδο σου στέρνο.
Τα βήματα σου δειλά, κατάπιναν φοβισμένα την απόσταση μεταξύ του κρεβατιού και του μπάνιου. Παράλληλα, τα χέρια σου ταξίδευαν πάνω σε τοίχους και έπιπλα ψάχνοντας απεγνωσμένα μια σπιθαμή για να κρατήσουν όρθιο το σκελετωμένο σου κορμί.

Το νερό κυλούσε κρύο πάνω στη χλωμή σου επιδερμίδα, ενώ τα κύτταρα της, αγουροξυπνημένα ανοιγόκλειναν τα βλέφαρά τους τουρτουρίζοντας ενοχλημένα. Τυλίχτηκες με το καφετί μπουρνούζι του Κώστα. Ένιωσες το άγγιγμά του πάνω σου, τι κι αν ήταν στη δουλειά.
Η μνήμη ξύπνησε κι αυτή γαργαλώντας τα ρουθούνια σου με τη μυρωδιά του άφτερ σέιβ του.

Κοίταξες το είδωλό σου.
Τα μάτια σου περιπλανήθηκαν στο σπασμένο απ’ την κούραση και την ταλαιπωρία πρόσωπό σου.
Ταξίδεψαν για λίγο στις θρασείς ρυτίδες που τόλμησαν να το χαρακώσουν πρόωρα.
Ύστερα σκάλωσαν στη λεία επιφάνεια του κρανίου σου, που γυάλιζε χαρούμενη στο κιτρινιάρικο φως της γυμνής λάμπας.
Μια θλιμμένη έκφραση ζωγραφίστηκε στα χείλη σου.

Έδεσες στο κεφάλι σου ένα τουρμπάνι που το χρώμα του θύμιζε ανοιξιάτικα λιβάδια.
Με τις παντόφλες να σέρνονται έφτασες κάποτε στην κουζίνα.
Στηρίχτηκες για λίγο, ίσα να πάρεις μια ανάσα, στην άκρη του πάγκου κι ύστερα έφτιαξες έναν καφέ.
Κάθισες στην αριστερή πλευρά του τραπεζιού, μακριά απ’ τα δύο πιάτα, τα ψίχουλα και τις στάλες μαρμελάδας που κόλλησαν στην ξύλινη επιφάνεια.
Κάποτε αυτή η ακαταστασία θα σε θύμωνε, μα τώρα δεν της χάρισες ούτε ένα βλέμμα.

Ήπιες απολαυστικά, γουλιά-γουλιά τον αχνιστό καφέ σου διαβάζοντας εκείνο το μυθιστόρημα που ‘χες ξεκινήσεις τις δύσκολες μέρες.
Η στάθμη της κούπας χαμήλωνε, ο όγκος των αδιάβαστων σελίδων μίκραινε και οι δείκτες του ρολογιού γύριζαν αμέριμνοι στον τοίχο, καταπίνοντας τα δευτερόλεπτα.
Η όρασή σου θόλωσε. Ανοιγόκλεισες τα μάτια και σηκώθηκες επιτέλους για να πλύνεις τα πιάτα.

Κατευθυνόμενη στον νεροχύτη, ένιωσες την κουζίνα να γυρίζει σαν ξέφρενη σβούρα.
Παραπάτησες κι η γωνία του τραπεζιού τσίγκλησε το στομάχι σου.
Μόρφασες από τον πόνο.
Τα πιάτα γλίστρησαν απ’ τα χέρια σου.
Έπεσαν στο πάτωμα σκορπώντας σε χιλιάδες μικροσκοπικά κομμάτια που άφηναν ήχους κρυστάλλινους καθώς άγγιζαν το δάπεδο.
Τα γόνατα λύγισαν.
Η όρεξη που ένιωσες πριν λίγο ξάφνου στράγγισε.
Τα ματιά φουρτούνιασαν.
Ένα κλάμα ήσυχο ξεκίνησε να βρέχει το πρόσωπο σου.
Κλάμα που μετατράπηκε σε καταιγίδα μ’ αστραπές που τράνταζαν ολόκληρο το κορμί σου, εκεί στο πάτωμα ανάμεσα στα πορσελάνινα θραύσματα μιας ζωής, κάποτε ανέφελης.

Έμεινες πεσμένη κάμποσο.
Για μια στιγμή.
Για μια απειροελάχιστη μονάχα χρονική στιγμή ένιωσες τη ζωή να γλιστρά απογοητευμένη μέσα απ’ τα ίδια σου τα χέρια και να σπαρταρά στα δίχτυα του θανάτου.

Ένα γέλιο κελαριστό, αγνό, μελωδικό χάιδεψε τα αυτιά σου.
Η τραχιά επιφάνια ενός αξύριστου προσώπου άγγιξε τρυφερά τα μάγουλα σου.
Η εικόνα μιας θάλασσας και τρία ανέμελα κορμιά, ηλιοκαμένα, ξαπλωμένα στην αμμουδιά κάποιο καλοκαίρι αναδύθηκε απ’ το πηγάδι της μνήμης.

Σκούπισες με τις σβολιασμένες άκρες της πλεκτής ζακέτας τα μουσκεμένα σου μάγουλα.
Πήρες αποφασιστικά μια βαθιά ανάσα.
Σηκώθηκες.
Έφερες απ’ την βεράντα το φαράσι.
Πέταξες τα σπασμένα πιάτα και μαζί διαολόστειλες τον αδύναμο εαυτό σου.

Στόλισες το πρόσωπο σου με ένα χαμόγελο θαρρετό, το πρώτο μετά από πολύ καιρό.
Θα έδινες την μάχη σου. Το όφειλες σε σένα, μα και σε ‘κείνους που έβαψαν με χρώμα την γκρίζα σου καθημερινότητα.

Θα τον πάλευες και θα νικούσες.
Έξαλλου, το όνομα σου ήταν Ζωή!

Σχόλια

Exit mobile version