«Οι δειλοί πεθαίνουν πολλές φορές πριν το θάνατό τους.»
William Shakespeare
Αλμυρά ρυάκια τρέχουν στους κροτάφους τους. Τα πρόσωπα τους κόκκινα. Τούφες απ’ την φράντζα τους μουσκεμένες κολλούν στα σκονισμένα μέτωπά τους. Κάθονται στ’ απέναντι παγκάκι με την λασπωμένη μπάλα κάτω από την μασχάλη τους. Τα πρόσωπα τους στολισμένα με χαμόγελα δροσερά, ντυμένα με το ρούχο της ανεμελιάς της παιδικής ηλικίας εκπέμπουν φως. Φως χρωματιστό, βαμμένο στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Οι πρώτες δειλές τρίχες ξεφυτρώνουν σα ζιζάνια στα παρθένα κτήματα των μάγουλων τους.
Βλέπεις τα στόματα τους να ανοίγουν διάπλατα σχηματίζοντας αυθόρμητα χαμόγελα, τα στήθη τους να ανεβοκατεβαίνουν σε γοργούς ρυθμούς και τους ώμους τους να τρέμουν.
Είσαι σίγουρος πως γελάνε… Μα, οι κρυστάλλινες, δροσερές μελωδίες των νιάτων δεν φτάνουν στα αυτιά σου.
Παρασύρονται απ’ τον ανοιξιάτικο αέρα, εύθραυστα φύλλα που σκορπούν στα τσιμεντένια σοκάκια της πόλης.Τραβάς απότομα την κουρτίνα.
Ένα ασθενικό “κρακ” ραγίζει τη σιωπή του δωματίου, κι ένα πλαστικό γέρικο κρικάκι πέφτει νεκρό στο πάτωμα.
Το δωμάτιο βυθίζεται σ’ ένα απαλό σκοτάδι.
Κάθεσαι στην δερμάτινη καρέκλα του γραφείου σου.
Ανοίγεις το τελευταίο συρτάρι του επίπλου κι ένα κύμα σκόνης αναδύεται απ’ το εσωτερικό του.
Οι γκρίζοι ντελικάτοι κόκκοι της σκόνης αρχίζουν να χορεύουν ανεβαίνοντας συνεχώς όλο και πιο ψηλά.
Παίρνεις στα χέρια σου έναν μαύρο, ταλαιπωρημένο φάκελο, οι γωνίες του οποίου έχουν ξεφτίσει, ενώ το λάστιχο που τον κρατά κλειστό, χρόνια ατελείωτα, ηλικιωμένο πια κρέμεται πλαδαρό πιστό στο χρέος του.
Τον ανοίγεις κι αμέσως ξεπηδά από το εσωτερικό του ένα άρωμα δροσιάς, φρέσκο γρασίδι και νοτισμένο χώμα.
Αρώματα νοσταλγικά φτάνουν στα ρουθούνια σου και γαργαλούν τις λεπτές τριχούλες που αφηρημένος ξέχασες να κόψεις το πρωί κατά το ξύρισμα.
Πιάνεις στα χέρια σου μια φωτογραφία που στέκεται λοξά, στερεωμένη με ένα μεταλλικό συνδετήρα πάνω σε κάτι κιτρινισμένα έγγραφα.
Προσπαθείς να τα κάνεις να πάψουν, αλλά αυτά επαναστατούν. Πέρασαν τα χρόνια εκείνα που άκουγαν τις εντολές σου. Τα κοιτάς. Οι θαμπές, καφετιές κηλίδες έχουν αυξηθεί απ’ την τελευταία φορά που τις μέτρησες. Τώρα είναι τόσες πολλές, που κάποιες χάνονται ανάμεσα στις χαράδρες που χάραξε το κοπίδι του χρόνου επάνω σου.
Αποστρέφεις τα μάτια σου και συγκεντρώνεσαι στη φωτογραφία. Φωτογραφία ασπρόμαυρη, γεμάτη λευκά σπιθούρια, κομμάτια χαρτιού που ξεφλούδισαν και μελάνι που ξέβαψε.
Μια χωμάτινη, απέραντη αλάνα και ένα μπουλούκι αγοριών με εκείνο το γελοίο κούρεμα κράνος να στέκεται εμπρός της περήφανο, με το στέρνο φουσκωμένο και να χαμογελά αθώα στον φακό. Παρατηρείς ένα αγόρι, λιγάκι πιο μικρό απ’ τα υπόλοιπα. Αγόρι δίχως μπροστινά δόντια να χαμογελά με ένα χαριτωμένο μαύρο κενό ανάμεσα στα χείλη και να κοιτά την μηχανή φορώντας μια ξεχειλωμένη, ιδρωμένη φανέλα, και μια πάνινη μπάλα σφηνωμένη ανάμεσα στα πόδια του.
Το γνώριζες κάποτε εκείνο το αγόρι.
Εκείνο το αγόρι που χαμογελούσε θαρρετά, που στο βλέμμα του έκαιγε η φλόγα της ελπίδας και τα όνειρα σπίθες που πετούσαν έκαιγαν κάθε αμφιβολία κι αίσθημα δειλίας, για να γεννηθεί απ’ τις στάχτες τους η πίστη.
Μα ο χρόνος κύλησε, κι η φλόγα έσβησε σαν έπεσε απάνω της αφρισμένο το κύμα της απογοήτευσης και της σκληρότητας του κόσμου…
Έγινε η ελπίδα γκρίζος καπνός που πέταξε κι ενώθηκε με τις νεφέλες, κι έπεσε ύστερα με τη βροχή ποτίζοντας τον κόσμο θλίψη.
Θόλωσε το βλέμμα.
Πάγωσε.
Σκοτείνιασε μένοντας μονάχα με μαύρες στάχτες κι αποκαΐδια…
Και τα χρόνια ήρθαν κ έφυγαν πάλι βιαστικά, αφήνοντας πίσω τους χιόνι που έβαψε τα μαλλιά σου άσπρα.
Κι εσύ σκότωσες τα όνειρα σου.
Τα έθαψες πριν ακόμα αυτά ανθίσουν και πορεύτηκες σε μονοπάτια ασφαλτοδρομένα, φοβούμενος την πτώση και τις αιχμηρές μύτες απ’ τις πέτρες. Πορεύτηκες με βλέμμα σκοτεινό σε μονοπάτια ασφυκτικά άδεια, πλημμυρισμένα απ’ την μονοτονία της ασφάλειας, καταφέρνοντας απλά να επιβιώσεις.
Άφησες την φωτογραφία να πέσει.
Ένιωσες το ξεθωριασμένο της χαρτί να σου καίει τα χέρια.
Οι ώμοι σου βάρυναν απ’ τις τύψεις.
Δεν θα συγχωρούσες ποτέ τον δειλό εαυτό σου για το αγόρι εκείνο που λησμόνησε.
Για τα όνειρα και τις επιθυμίες του οποίου δεν πάλεψε ποτέ του…