Site icon Frapress

Μεταναστευτικό ζήτημα: αποσαφήνιση βασικών εννοιών

Οι έννοιες που χρειάζεται να ξέρεις για να κατανοήσεις καλύτερα το μεταναστευτικό ζήτημα

Επιμέλεια: Μαριάννα ΠαπαδάκουΜαρία Τσιμάρα

 

Το μεταναστευτικό ζήτημα είναι ένα πολυδιάστατο, πολυεπίπεδο και πολυσυζητημένο κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο μάλιστα στις μέρες μας οξύνεται και γίνεται αντικείμενο καθημερινού ενδιαφέροντος.

Η πολυπλοκότητά του οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελεί ένα φαινόμενο εγγενές της εξέλιξης του ανθρώπου και της κοινωνίας και συνεπώς αφορά πολλούς τομείς, όπως αυτόν της πολιτικής, της οικονομίας, της κοινωνιολογίας, του πολιτισμού.

Έτσι η μετανάστευση ως  φαινόμενο, διαφοροποιείται από κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή, αφού σχετίζεται τόσο με τους εκάστοτε κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες, την ιδιαιτερότητα κάθε περιοχής, καθώς  και µε τα προσωπικά χαρακτηριστικά των ίδιων των ατόμων που μετακινούνται.

Ωστόσο, κάνοντας λόγο για  πληθυσμιακές μετακινήσεις, είναι αναγκαία η διασαφήνιση ορισμένων βασικών εννοιών, οι οποίες  χαρακτηρίζουν το μεταναστευτικό ζήτημα,  καθώς αυτό θα βοηθήσει στην καλύτερη ερμηνεία και κατανόησή του.

Με αυτές τις έννοιες θα καταπιαστούμε κατά βάση σε αυτό το άρθρο ξεκινώντας από την ίδια την μετανάστευση.

 

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ : Η μετανάστευση, τόσο κατά τις κοινωνικές επιστήμες όσο και κατά το Διεθνές Δίκαιο, είναι η μόνιμη ή προσωρινή μεταβολή του τόπου εγκατάστασης ενός ατόμου ή κοινωνικής ομάδας, η εκούσια ή ακούσια, δηλαδή, μετακίνηση ανθρώπων σε μία χώρα της οποίας δεν έχουν την ιθαγένεια, προκειμένου να εγκατασταθούν εκεί, προς αναζήτηση νέων ευκαιριών, καθώς και ασφαλέστερων και καλύτερων προοπτικών διαβίωσης.

Οι λόγοι που γεννούν το φαινόμενο της μετανάστευσης είναι ποικίλοι, κι εξαρτώνται από τις συνθήκες που επικρατούν κατά δεδομένη κάθε φορά χρονική περίοδο στους τόπους της προγενέστερης διαμονής, στους τόπους, δηλαδή, αποδημίας. Ο κυριότερος λόγος της μετανάστευσης είναι η αναζήτηση εργασίας και η οικογενειακή επανένωση.

Άλλοι λόγοι που οδηγούν κάποια άτομα στην εγκατάλειψη της χώρας τους, είναι η εμπόλεμη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα τους, καθώς και  πολιτικοί, εθνικοί και θρησκευτικοί λόγοι.

Σε πολλές περιπτώσεις η εγκατάλειψη της χώρας προέλευσης δεν είναι εκούσια, αλλά πραγματοποιείται κατόπιν ασκήσεως βίας και διώξεων,  όπως για παράδειγμα στην ανταλλαγή πληθυσμών υπό την απειλή εθνοκάθαρσης.

 

Η μετανάστευση ανάλογα με τα αντίστοιχα κριτήρια διακρίνεται σε πολλές κατηγορίες:

  • Εσωτερική ή εξωτερική/διεθνής μετανάστευση είναι εκείνη που χαρακτηρίζεται με κριτήριο την μεταναστευτική κίνηση μέσα στην επικράτεια του ιδίου κράτους ή από το ένα κράτος στο άλλο.
  • Ως εκούσια ή ακούσια, διακρίνεται όταν η κίνηση είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής του ατόμου ή όχι, και ως μόνιμη ή προσωρινή, με κριτήριο τη διάρκεια παραμονής του μετανάστη στη χώρα υποδοχής.
  • Ατομική ή ομαδική ονομάζεται η μετανάστευση όπου μεμονωμένα άτομα ή ομάδες εγκαταλείπουν τον τόπο τους και εγκαθίστανται σε κάποιον άλλο.

 

ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ: Με βάση τον ορισμό που δίνουν τα Ηνωμένα Έθνη, ως μετανάστης χαρακτηρίζεται το άτομο που είναι μακρυά από τη χώρα που γεννήθηκε ή από τη χώρα που έχει την εθνικότητα ή υπηκοότητά της.

Μετανάστες είναι, λοιπόν, οι άνθρωποι οι οποίοι εγκαταλείπουν την πατρίδα τους, είτε με τη θέλησή τους,  για προσωπικούς λόγους, ή στην προσπάθεια ανεύρεσης εργασίας (οικονομικοί μετανάστες), νέων ευκαιριών και καλύτερων προοπτικών διαβίωσης, είτε χωρίς τη θέληση τους, όπου πρόκειται για τις μετακινήσεις προσφύγων, λόγω πολεμικών συγκρούσεων, φυσικών καταστροφών, διώξεων και λοιπών λόγων που αναφέρθηκαν και προηγουμένως.

Οι μετανάστες μπορεί ναι είναι:

  • Νόμιμοι: είναι τα πρόσωπα τα οποία έχουν εισέλθει και παραμένουν νόμιμα στη χώρα, η παρουσία τους έχει καταγραφεί από τις αρμόδιες αρχές και είναι εφοδιασμένα με την απαιτούμενη άδεια παραμονής και εργασίας.
  • Παράνομoι: είναι τα πρόσωπα τα οποία, είτε εισήλθαν στη χώρα, χωρίς νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα, εξαρχής, οπότε χαρακτηρίζονται ”λαθρομετανάστες”, είτε εισήλθαν νόμιμα μεν, υπό κάποια ιδιότητα (τουρισμός, σπουδές, νόμιμη εργασία κ.λ.π.) αλλά στη συνέχεια παραμένουν παράνομα στη χώρα.

 

ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ: Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, είναι το πρόσωπο το οποίο για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς, εθνικότητας, συμμετοχής σε μια κοινωνική ομάδα ή λόγω εμπόλεμης κατάστασης της χώρας του, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα του, επειδή φοβάται ότι απειλείται με διωγμό ή κινδυνεύει η ζωή του.

Για τους λόγους αυτούς και επειδή δεν μπορεί να επιστρέψει ασφαλής στην πατρίδα του, δικαιούται άσυλο και διεθνή προστασία στη χώρα που καταφεύγει. Εδώ έγκειται και η βασική διαφορά πρόσφυγα και οικονομικού μετανάστη. 

Οι οικονομικοί μετανάστες έχουν, δηλαδή, τη δυνατότητα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, όποτε το θελήσουν, σε αντίθεση με τους πρόσφυγες, που δεν μπορούν να επιστρέψουν μέχρι να αλλάξει εκεί η κατάσταση, έτσι ώστε να μπορούν να γυρίσουν και να είναι ασφαλείς.

Έτσι, οι πρόσφυγες προστατεύονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, εθνικούς νόμους, ευρωπαϊκές και διεθνείς συμφωνίες, και δικαιούνται να ζητήσουν άσυλο με βάση την Αρχή της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

 

Άλλες επιμέρους έννοιες που επίσης συναντάμε πολύ συχνά στα πλαίσια της συζήτησης για το μεταναστευτικό ζήτημα και στις οποίες αξίζει να αναφερθούμε, είναι οι εξής:

ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ: είναι ο μετανάστης που εισέρχεται σε ξένη χώρα, αναζητώντας συνήθως εργασία, χωρίς ωστόσο να έχει άδεια παραμονής σ’ αυτήν. Η λαθρομετανάστευση κατά συνέπεια αποτελεί μια μη νόμιμη μορφή μετανάστευσης.

Στο κεντρικό νομοθέτημα για την μετανάστευση, που είναι ο Ν.3386/2005, ορίζονται συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα, δηλαδή πράξεις που σύμφωνα με την μεταναστευτική πολιτική της Ελλάδας είναι παράνομες και τιμωρούνται.

Ωστόσο, πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η χρήση των όρων ”λαθρομετανάστης” και ”λαθρομετανάστευση” προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των προσώπων στα οποία αναφέρονται.

 

ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΓΕΝΙΑΣ: Μετανάστες δεύτερης γενιάς θεωρούνται τα παιδιά των μεταναστών (έχουν τουλάχιστον έναν γονιό αλλοδαπό), υπηκόων τρίτων χωρών, που είτε γεννήθηκαν στην Ελλάδα, είτε έχουνε μεταναστεύσει σε αυτή σε μικρή ηλικία, διαμένουν νόμιμα στη χώρα και έχουν ενταχθεί στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Πρόκειται με άλλα λόγια για τα παιδιά που γεννιούνται από αλλοδαπούς γονείς σε μία χώρα.

Τα σημαντικότερα ζητήματα που αφορούν τους μετανάστες δεύτερης γενιάς, όπως άλλωστε και τους γονείς τους, έχουν να κάνουν με προσπάθειες ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία και φυσικά διεκδίκησης ίσων δικαιωμάτων και ευκαιριών.

 

ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ: σημαίνει ότι ένα άτομο απολαμβάνει προστασία από τη διεθνή κοινότητα ή ένα άλλο κράτος, επειδή η δική του χώρα δεν μπορεί ή αρνείται να τον προστατεύσει, δηλαδή να του εξασφαλίσει τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματά του.

Σύμφωνα με το νόμο, τη διεθνή προστασία συγκροτούν η χορήγηση ασύλου, και το καθεστώς επικουρικής προστασίαςΟι αιτούντες άσυλο είναι, κατά συνέπεια, όσοι θεωρούνται πρόσφυγες με βάση τις προϋποθέσεις του Καθεστώτος των Προσφύγων.

Οι άνθρωποι αυτοί καταθέτουν αίτηση για άσυλο στη χώρα υποδοχής και αναμένουν την έγκρισή της.  Οι προϋποθέσεις χορήγησης ασύλου διέπονται, κατ’ αρχήν, από τη Διεθνή Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Το καθεστώς επικουρικής προστασίας, από την άλλη πλευρά, χορηγείται σε πρόσωπα που, ενώ δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του πρόσφυγα, κινδυνεύουν να υποστούν σοβαρή βλάβη στη χώρα καταγωγής τους.

Όσοι βρίσκονται υπό καθεστώς διεθνούς προστασίας έχουν δικαίωμα παραμονής στη χώρα για τρία χρόνια. Έχουν πρόσβαση στην παιδεία, τις υπηρεσίες υγείας, την αγορά εργασίας και την κοινωνική ασφάλιση.

Το καθεστώς διεθνούς προστασίας μπορεί να ανακληθεί όταν οι συνθήκες στη χώρα καταγωγής αλλάξουν, και ο δικαιούχος διεθνούς προστασίας μπορεί να επιστρέψει σε αυτήν με ασφάλεια.

 

Η Ελλάδα σήμερα αποτελεί χώρα προορισμού αλλά και πύλη εισόδου στην Ε.Ε., εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, αλλά και των πολεμικών συγκρούσεων άλλων χωρών (πχ Συρία).

Καθημερινά, λοιπόν, καταφθάνουν υπήκοοι άλλων χωρών, με πρόθεση να παραμείνουν στη χώρα μας ή να συνεχίσουν την πορεία τους προς τις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης.

Επομένως, μεγάλης σημασίας κρίνεται η ύπαρξη μιας αξιόπιστης διαδικασίας χορήγησης ασύλου, ως μέρους ενός συνολικού συστήματος διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών, που να εγγυάται τόσο την ασφάλεια του πρόσφυγα, όσο και της χώρα μας.

Έτσι, όσο μεγαλύτερη είναι η προσέλευση μεταναστών στην ελληνική επικράτεια, όλο και μεγαλύτερος αριθμός ατόμων ζητά να αποκτήσει και την ελληνική ιθαγένεια, κυρίως λόγω του ότι αυτοί έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα.

 

ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ:  Ιθαγένεια ή υπηκοότητα ονομάζεται νομικά η ιδιότητα του πολίτη, για την ακρίβεια ο νομικός δεσμός του ατόμου με το κράτος στο οποίο ανήκει.

Για το λόγο αυτό, άλλωστε, όσοι έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους ονομάζονται ημεδαποί του κράτους αυτού, ενώ όσοι έχουν διαφορετική ή καμία ιθαγένεια ονομάζονται αλλοδαποί.

Κάθε άνθρωπος αποκτά ιθαγένεια τη στιγμή που γεννιέται, κατά κανόνα την ίδια με έναν από τους γονείς του (δίκαιο του αίματος) ή υπό προϋποθέσεις του τόπου γέννησής του (δίκαιο του εδάφους).

Η ιθαγένεια, αποκτάται υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, οι βασικότερες από τις οποίες είναι οι εξής επιγραμματικά: αυτοδίκαια με τη γέννηση, αλλά και με δήλωση και αίτηση, λόγω γέννησης ή φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα.

Επίσης, η ιθαγένεια αποκτάται με νόμιμη αναγνώριση ως τέκνο Έλληνα, με υιοθεσία, με κατάταξη στις ένοπλες δυνάμεις, με πολιτογράφηση, καθώς και σε προβλεπόμενες ειδικές περιπτώσεις. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, κάποιος ενδέχεται να αποκτήσει νέα ιθαγένεια οικειοθελώς, μέσω της διαδικασίας της πολιτογράφησης.

Πρόκειται για μια ατομική διοικητική πράξη που απαιτεί, αφενός, τη βούληση του προσώπου να γίνει Έλληνας πολίτης και τη βούληση του Ελληνικού κράτους να δεχτεί το συγκεκριμένο πρόσωπο ως πολίτη του.

 

Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις του Ν. 4332/2015, επανακαθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την κτήση ελληνικής ιθαγένειας. Μεταξύ άλλων, ορίζεται ότι την ελληνική ιθαγένεια αποκτούν:

– Τέκνα αλλοδαπών που γεννιούνται στην Ελλάδα υπό την προϋπόθεση εγγραφής και φοίτησης σε σχολείο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και νόμιμης συνεχούς παραμονής ενός εκ των γονέων τους, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

– Ανήλικοι αλλοδαποί που κατοικούν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα και έχουν ολοκληρώσει τη φοίτηση είτε εννέα τάξεων είτε έξι τάξεων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

– Αλλοδαποί που κατοικούν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα και είναι απόφοιτοι ελληνικού ΑΕΙ ή ΤΕΙ, εφόσον διαθέτουν απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα.

 

Οι παραπάνω έννοιες, λοιπόν, διασαφηνίζουν το ευρύ πλαίσιο που καταλαμβάνει το μεταναστευτικό ζήτημα, η επίλυση του οποίου αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο δύσκολη, αλλά και πιο επιτακτική, τόσο για τους ίδιους τους πρόσφυγες, όσο και για τις χώρες υποδοχής τους.

Σήμερα, πλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται ιδιαιτέρως απρόθυμη να επιλύσει το πρόβλημα αυτό, στην πρόκληση του οποίου έχει μερίδιο ευθύνης.  Με την αδράνειά της επιτείνει το μαρτύριο των χιλιάδων ανθρώπινων ψυχών, που οδεύουν σωρηδόν προς τις χώρες της δύσης, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο, μακριά από την αθλιότητα του πόλεμου και την εξαθλίωση της φτώχειας.

Ιδιαίτερα μετά το κλείσιμο των συνόρων των ευρωπαϊκών χωρών, μοναδικό αποτέλεσμα είναι ο εγκλωβισμός των χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα, που προσπαθούν να επιβιώσουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Θα βρεθεί άραγε μια λύση προκειμένου να δοθεί ένα τέλος σε όλη αυτή την τραγωδία που συνιστά το μεταναστευτικό ζήτημα;

 

 

Σχόλια

Exit mobile version