Ο Φραντς Κάφκα, ή Φραντς, (νομίζω μπορούμε να τον λέμε έτσι αφού διαβάσαμε την προσωπική του αλληλογραφία και τον γνωρίσαμε κι απο την καλή κι απο την ανάποδη), στο πρώτο του γράμμα, πέρα από τις προφανείς λεπτομέρειες του τύπου «σε ξέρω από κάπου», συστήνεται ως ασυνεπής επιστολογράφος.
Γίγαντας. Ποιος άντρας που επιδιώκει επικοινωνία δι αλληλογραφίας με μία κορασίδα συστήνεται ως ασυνεπής επιστολογράφος;
20 Σεπτεμβρίου 1912
«[…] Ένα πρέπει να ομολογήσω, όσο ανάρμοστο κι αν ακούγεται, όσο ανάρμοστο κι αν είναι προς τα προηγούμενα: είμαι ασυνεπής επιστολογράφος. […] Βεβαίως, ακριβώς γι αυτόν τον λόγο δεν αξιώνω να λαβαίνω γράμματα στην ώρα τους. Ακόμα κι όταν περιμένω ένα γράμμα με ολοένα αυξανόμενη αγωνία, δεν απογοητεύομαι ποτέ όταν δεν έρχεται και, όταν τελικά φτάσει, αιφνιδιάζομαι ευχάριστα.»
Λίγο μετά κλείνει το πρώτο του γράμμα με ένα εξαίσιο δείγμα μαλαγανιάς και ταλέντου:
«Παρόλα αυτά, ωστόσο ,παρόλα αυτά –το μοναδικό μειονέκτημα του να γράφεις σε γραφομηχανή είναι το ότι παρασύρεσαι-, ακόμα κι αν υπάρχουν ενδοιασμοί, ενδοιασμοί πρακτικής φύσεως εννοώ, ως προς το να με πάρετε μαζί σας σ’ ένα ταξίδι ως συνοδό, ξεναγό, έρμα, τύραννο και ως ό,τι άλλο θα μπορούσε να προκύψει από μένα, δε θα έπρεπε να προκύπτουν εκ των προτέρων καθοριστικές αντιρρήσεις για μένα ως αλληλογράφο –και αυτό είναι το μόνο θέμα που επι του παρόντος τίθεται-, και θα μπορούσατε θαυμάσια να κάνετε μία προσπάθεια μαζί μου.
Εγκάρδια αφοσιωμένος, δρ Φραντς Κάφκα»
Κότσαρε και το δρ για να κάνει τον καμπόσο, και από ό,τι φαίνεται, έπιασε το κόλπο γιατί το μωρό απάντησε.
Την 1η του επόμενου μήνα, το «Αξιότιμη δεσποινίς» των δύο πρώτων αντικαθίσταται από το:
«Αγαπητή δεσποινίς Φελίτσε!
Δεν πρέπει να με παρεξηγήσετε γι αυτήν την προσφώνηση, τουλάχιστον όχι αυτή τη φορά, διότι αν, όπως επανειλημμένως ζητήσατε, πρέπει να γράψω για τον τρόπο ζωής μου, οφείλω κατά πάσα πιθανότητα να πω μερικά πράγματα που με δυσχεραίνουν, που δύσκολα θα τα ξεστόμιζα μπροστά σε μία αξιότιμη δεσποινίδα. Πέραν τούτου, η καινούργια προσφώνηση δε μπορεί να είναι τόσο τρομερή, διαφορετικά δε θα την είχα σκεφτεί με τόσο μεγάλη και διαρκή ευχαρίστηση.
Η ζωή μου σε γενικές γραμμές αποτελείται και αποτελούνταν ανέκαθεν από προσπάθειες να γράψω, ως επί το πλείστον αποτυχημένες. Αν όμως δεν έγραφα, θα είχα καταρρεύσει, θα ήμουν ένα σκουπίδι.
[…]Αυτό τον καιρό έχω διευρύνει τη ζωή μου σκεπτόμενος εσάς, και όταν είμαι ξύπνιος δεν περνάει ούτε ένα τέταρτο της ώρας χωρίς να σας σκεφτώ, ενώ υπάρχουν πολλά τέταρτα στα οποία δεν κάνω τίποτα άλλο. […]»
Στο ίδιο γράμμα, εξηγεί στην δεσποινίδα Φελίτσε το ημερήσιο πρόγραμμά του: 8-3 δουλειά, 3-4 φαγητό, μετά ύπνος ως τις 7, μετά σοκάρει λέγοντας ότι «έπειτα 10 λεπτά γυμναστική, γυμνός με ανοιχτό παράθυρο», μετά μία ώρα περίπατος, έπειτα βραδινό οικογενειακώς και μετά από τις 11 ως τις 1,2,3 ή ως και 6 μερικές φορές, γράψιμο.
«Έπειτα κάθε δυνατή προσπάθεια να με πάρει ο ύπνος, δηλαδή να πετύχω το ακατόρθωτο, διότι δε μπορείς να κοιμάσαι (μάλιστα, ο κύριος απαιτεί και ύπνο χωρίς όνειρα) και να σκέφτεσαι ταυτόχρονα τις εργασίες σου και να θέλεις να δώσεις με βεβαιότητα απάντηση στο ερώτημα, στο οποίο όμως δεν μπορείς να απαντήσεις με βεβαιότητα, αν δηλαδή την επόμενη μέρα θα ‘ρθει γράμμα από εσάς και ποια χρονική στιγμή.
[…] Να είστε καλά. Επιτρέψτε μου να επισφραγίσω αυτή την ευχή μ’ ένα παρατεταμένο χειροφίλημα.
Δικός σας, Φραντς Κ.»
Η Φελίτσε βέβαια δεν ήτανε καμιά χτεσινή. Τον έπαιζε στα δάχτυλα, οπότε τον άφηνε τον Κάφκα να σιγοψήνεται και δεν του απαντούσε παρά μόνο μετά από πολλές μέρες. Εκεί να τσουρουφλίζεται, σου λέει.. Και, τα κατάφερε:
4 Νοεμβρίου 1912
«Τώρα είναι Δευτέρα 10 και μισή το πρωί. Από τις 10 και μισή του Σαββάτου περιμένω γράμμα και δεν ήρθε πάλι τίποτα. Εγώ έγραφα καθημερινά (δεν το λέω καθόλου ως μομφή, διότι μ’ έκανε ευτυχισμένο) και δεν αξίζω στ’ αλήθεια ούτε μία λέξη; Ούτε μία λέξη; Ακόμα κι αν επρόκειτο για την απάντηση «δεν θέλω πλέον να σας ξέρω»; Συγχρόνως πίστευα ότι το σημερινό σας γράμμα θα περιείχε και μία μικρή απόφαση, και βέβαια το γεγονός ότι δεν λαβαίνω γράμμα αποτελεί από μόνο του μιαν απόφαση. Αν ερχόταν γράμμα, θα απαντούσα αμέσως, και η απάντησή μου θα ξεκινούσε μ’ ένα παράπονο γι’ αυτές τις δύο ατελείωτες ημέρες. Και τώρα εσείς μ’ αφήνετε να κάθομαι έρημος και μόνος στο έρημο και μόνο γραφείο μου.»
Βλέπουμε τον Φραντς Κάφκα καταρρακωμένο, βυθισμένο στα δεινά του έρωτος, ε… του έρωτος βεβαίως βεβαίως, για την Φελίτσε του. Και εννοείται πως είναι υπερβολικός, αφού μόλις μερικές μέρες μετά βλέπουμε το μεθεπόμενο γράμμα του στην Φελίτσε:
11 Νοεμβρίου 1912
«Πολυαγαπημένη δεσποινίς!
Δε σας έχασα λοιπόν. Και ήμουν σίγουρος.»
Άντε πάρ’τον στα σοβαρά τώρα.
«[…] Πρέπει να συμφωνήσετε και να μη θυμώσετε, ούτε να με κατηγορήσετε. Διότι κοιτάξτε, τώρα είμαι έτοιμος, είτε το θέλετε είτε όχι, να πέσω στα πόδια σας και να σας δοθώ, ώστε να μη μείνει κανένα ίχνος και καμία ανάμνηση του εαυτού μου σε κανέναν άλλον, αλλά ποτέ ξανά, είτε είμαι αθώος είτε ένοχος, δε θέλω να διαβάσω μια παρατήρηση όπως σ’ εκείνο το γράμμα. Και δεν είναι μόνο γι’ αυτό τον λόγο που από εδώ και στο εξής θα σας γράφω μόνο σύντομα γράμματα (τις Κυριακές, ωστόσο, θα γράφω πάντα ένα τεράστιο γράμμα με ηδονή), αλλά και γιατί θέλω να αξιοποιήσω την τελευταία ικμάδα του εαυτού μου για το μυθιστόρημά μου […]»
Δεν άντεχε όμως, δεν άντεχε… Και την ίδια μέρα έγραψε κι άλλο γράμμα στη Φελίτσε. Ένα υπέροχο γράμμα, που ακόμα κι εγώ δε βρίσκω κάτι να πω. Η υπέροχη συναισθηματική κατάντια του ερωτευμένου:
«Δεσποινίς Φελίτσε!
Σ’ αυτό το σημείο θα σας εκφράσω μία παράκληση που φαίνεται στ’ αλήθεια τρελή και ούτε εγώ θα την έκρινα διαφορετικά αν μου έδιναν να διαβάσω αυτό το γράμμα. Πρόκειται όμως συνάμα για την πιο ισχυρή δοκιμασία στην οποία μπορεί να υποβάλλει κανείς τον πιο καλοσυνάτο άνθρωπο. Παρακαλώ να μου γράφετε μόνο μία φορά την εβδομάδα, και μάλιστα έτσι ώστε να παίρνω το γράμμα σας την Κυριακή.Γιατί δεν αντέχω τα καθημερινά σας γράμματα, δεν είμαι σε θέση να τα αντέξω. Απαντώ π.χ. στο γράμμα σας και έπειτα, φαινομενικά ήρεμος, ξαπλώνω στο κρεββάτι αλλά ένα χτυποκάρδι διαπερνάει το κορμί μου, κι αυτό μόνο με σας έχει να κάνει. Πραγματικά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εκφράσω πως σου ανήκω, κι αυτός ο τρόπος είναι αδύναμος. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό το λόγο δε θέλω να ξέρω τι φοράς, διότι με αναστατώνει τόσο πολύ, ώστε δε μπορώ να ζήσω, και ακριβώς γι’ αυτό δε θέλω να ξέρω ότι διάκεισαι ευνοϊκά απέναντί μου. Διότι σκέφτομαι, γιατί κάθομαι σαν ηλίθιος στο γραφείο μου ή εδώ στο σπίτι, αντί να πηδήξω με κλειστά τα μάτια σ’ ένα τρένο και να τα ανοίξω μόνο όταν βρεθώ κοντά σου; Αχ υπάρχει ένας κακός, κακός λόγος για τον οποίο δεν το κάνω και τον αναφέρω με λίγα λόγια: η υγεία μου μόλις που επαρκεί για την προσωπική μου συντήρηση, όχι όμως για να γίνω πατέρας. Όμως διαβάζοντας το γράμμα σου, θα μπορούσα να παραβλέψω αυτό που δεν παραβλέπεται.
[…] Και μακάρι να είχα στείλει το γράμμα που σου έγραψα το Σάββατο, στο οποίο σε ικέτευα να μη μου γράψεις ποτέ ξανά και σου υποσχόμουν πως ούτε εγώ θα σου ξανάγραφα. Θεέ και Κύριε, τι με κράτησε και δεν το έστειλα; Όλα θα ήταν μια χαρά. Μπορεί όμως να βρεθεί έστω τώρα μία ειρηνική λύση; Βοηθάει να γράφουμε ο ένας στον άλλον μόνο μία φορά την εβδομάδα; Όχι, θα ήταν μικρό το βάσανο που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τέτοια μέσα. Προβλέπω μάλιστα ότι ούτε τα γράμματα της Κυριακής δεν θα τα αντέξω. […]»
Η υστερία δεν αργεί βέβαια να έρθει:
«Πολυαγαπημένη τι σου έχω κάνει άραγε και με βασανίζεις έτσι; Σήμερα πάλι κανένα γράμμα, ούτε με το πρώτο ούτε με το δεύτερο ταχυδρομείο. Πως με αφήνεις να υποφέρω! Ενώ μια λέξη σου θα μπορούσε να με κάνει ευτυχισμένο. Με βαρέθηκες, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση και δεν είναι παράξενο, ακατανόητο είναι μόνο το ότι δεν μου γράφεις. Αν θέλω να συνεχίσω να ζω δε μπορώ να περιμένω εις μάτην νέα σου, όπως έκανα τις τελευταίες, ατέλειωτες μέρες. Αλλά δεν ελπίζω πια ότι πρόκειται να λάβω νέα σου. Πρέπει, λοιπόν, να επαναλάβω ρητά τον από δικής σου πλευράς σιωπηλό αποχαιρετισμό. Θα ‘θελα να πέσω πάνω σ’ αυτό το γράμμα για να μην μπορεί να αποσταλεί, αλλά πρέπει να αποσταλεί. Δεν περιμένω λοιπόν πια γράμματα.
Φραντς»
Για να συνεχίσει, ο ίδιος άνθρωπος, τη νύχτα της ίδιας μέρας, το δεύτερο γράμμα του προς το ίδιο πρόσωπο (τη Φελίτσε):
«Πολαγαπημένη, πολυαγαπημένη μου, είναι μιάμιση τη νύχτα. Μήπως σε πλήγωσα με το πρωινό γράμμα μου; Τι ξέρω εγώ από τις υποχρεώσεις που έχεις απέναντι στους συγγενείς και τους γνωστούς σου;»
Και κάπως έτσι ερωτικά, με υστερία που εκφυλίζεται στο χρόνο και πάθος που κάνει τους σημερινούς έρωτες να κρύβονται από ντροπή, πέρασαν κάποιοι μήνες. Και οι πρώτες σκιές εμφανίστηκαν στην σχέση. Οι αμφιβολίες ισχυροποιήθηκαν.
21 προς 22 Φεβρουαρίου 1913
Σχόλιο: Το γράμμα δεν ξεκινάει πια με «πολυαγαπημένη» κλπ. Απλώς μιλάει πια ο Φραντς, χωρίς να απευθύνεται στην άλλοτε πολυαγαπημένη του. Στην Τρίτη παράγραφο φτάνει στο ζουμί:
«Δεν μπορούσες ούτε στο γραφείο ούτε στο τραμ να μου γράψεις. Να σου το εξηγήσω εγώ, πολυαγαπημένη; Δεν ήξερες σε ποιον θα έπρεπε να γράψεις. Δεν αποτελώ στόχο επιστολών. Αν παρουσιαζόμουν ωραία και καλά μπροστά σου σε όλη την έκταση της αθλιότητάς μου, αν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο, θα πισωπατούσες από φόβο. Κι έτσι τρέχω –χωρίς, φυσικά, αυτό να κρύβει κάποια πρόθεση- όπως τα τρελαμένα σκιουράκια στο κλουβί τους, διαγράφοντας κύκλους προς κάθε κατεύθυνση, μόνο και μόνο για να σε κρατήσω μπροστά από το κλουβί μου, πολυαγαπημένη, και να ξέρω ότι είσαι κοντά μου, ακόμα κι αν δε μπορώ να σε δω. Πότε θα το δεις καθαρά και πόσο ακόμα θα παραμείνεις εκεί ώσπου να το διακρίνεις;
Φραντς»
Οι ανασφάλειες γιγαντώθηκαν. Η αλληλογραφία της Φελίτσε Μπάουερ προς τον Φραντς Κάφκα μειώνεται δραστικά κι αυτό τον κάνει να σκεφτεί για τη σχέση τους και να πάρει την απόφαση να την αρραβωνιαστεί, να μην την έχει αστεφάνωτη γιατί η γειτονιά δεν έχει βάλει γλώσσα μέσα της. Στις 11-12 Μάη ξανασυναντιούνται στο Βερολίνο, όπου επισκέπτεται τους γονείς της και αντιλαμβάνεται ακόμα περισσότερο τις έντονες διαφορές που έχει μαζί της σαν άνθρωπος.
13 Μαΐου 1913
«Ποιος ξέρει αν αύριο θα έχω γράμμα, και πώς εσύ, πολυαγαπημένη Φελίτσε, εξέλαβες το πόσο ανόητα φέρθηκα αυτές τις μέρες στο Βερολίνο; Γιατί δεν ξέρεις, Φελίτσε, δεν ξέρεις τι με δεσμεύει και τι με κάνει τον πιο δυστυχισμένο άνθρωπο, μολονότι φαίνεται να είμαι τόσο κοντά σου, σ’ εσένα, το μοναδικό μου στόχο επι Γης. Θεέ μου, θα ήθελα να μην υπήρχες στον κόσμο, παρά μόνο μέσα μου ολόκληρη ή, ακόμα καλύτερα, να μη βρισκόμουν εγώ στον κόσμο, αλλά μέσα σου ολόκληρος, έχω την αίσθηση ότι ένας από τους δυο μας περισσεύει εδώ πέρα, η διαίρεσή μας σε δύο ανθρώπους είναι αβάσταχτη. Φελίτσε, γιατί δε σε παίρνω αμέσως κοντά μου, γιατί πρέπει αντ’ αυτού να διπλώνομαι στα δύο στο χώμα του δάσους, όπως τα ζώα που φοβάσαι; Αλλά από την άλλη μεριά δεν είμαι και κανένας μαγεμένος πρίγκηπας, ακόμα κι αν οι μαγεμένοι πρίγκηπες συνηθίζουν να κρύβονται σε τέτοιες φρικαλεότητες. Θα ήταν ωραία αν ήμουν απλώς ένας υποφερτός, μαγεμένος άνθρωπος. Θα ήσουν ευχαριστημένη, έτσι δεν είναι;
[…]
Δικός σου (μακάρι να ήμουν ανώνυμος, εντελώς σβησμένος και μόνο δικός σου)»
Τον Ιούνιο μετά από πιέσεις, ο Κάφκα κάνει επιτέλους την πρόταση γάμου. Παρόλα αυτά, επειδή δεν τον θέλει ο ίδιος αυτό το γάμο, προσπαθεί να της εξηγήσει με λογικά επιχειρήματα τους λόγους που δεν πρέπει να παντρευτούν. Οπότε, τον Σεπτέμβρη, αφού η Φελίτσε δεν έπαιρνε από λόγια, της λέει «Άκου να δεις, Λίτσε μ’, πάω σε ένα συνέδριο και μετά έχω επαγγελματικά ταξίδια. Ας κάνουμε ένα διάλειμμα να ηρεμήσουμε και να σκεφτούμε τι θέλουμε».
Στο διάστημα μέχρι το επόμενο γράμμα παρακάτω, μεσολάβησαν πολλά. Ο Κάφκα ξεκινάει αλληλογραφία με την φίλη της Φελίτσε, την Γκρέτε, με ακόμα μεγαλύτερη θέρμη από ότι με τη Φελίτσε. Μιλάει στην Γκρέτε για τη Φελίτσε, και με τη νηφαλιότητα που του έδωσε η αποχή από την επικοινωνία μαζί της τον κάνει να δει με ακόμα μεγαλύτερο πάθος τη σχέση τους, και τελικά ζητάει για 2η φορά το χέρι της Φελίτσε το 1914. Αυτή δέχεται, αλλά ο Κάφκα δε σταματάει την αλληλογραφία με την Γκρέτε.
Τα πράγματα δεν αργούν να αλλάξουν ξανά. Η φιλία Γκρέτε-Φελίτσε ενδυναμώνεται, με αποτέλεσμα να δείξει η Γκρέτε την προσωπική της αλληλογραφία με τον Φραντς, στη Φελίτσε, είτε από τύψεις είτε από ανάγκη. Στις 12 Ιουλίου 1914 διαλύεται ο αρραβώνας του Φραντς και της Φελίτσε, και ο Φράντς οδηγείται σε «δίκη», στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Ο επίσημος αρραβώνας, η διάλυσή του και το «δικαστήριο» ταράζουν συθέμελα τον Φραντς Κάφκα, τόσο πολύ που εμπνέεται από εκεί το διάσημο βιβλίο του «Η Δίκη».
Η ρήξη φαίνεται οριστική μεταξύ τους, όμως με ένα επτασέλιδο γράμμα 3 μήνες μετά το «δικαστήριο» ο Κάφκα καταφέρνει να αποκαταστήσει τη σχέση τους. Μάλιστα, το Γενάρη του επόμενου έτους, 1915, συναντιούνται για δύο μέρες στο Μπόντενμπαχ. Δύο μέρες καθοριστικής σημασίας και για τους δύο.
Μετά τη συνάντηση αυτή, η Φελίτσε είναι πια αυτή που επιδιώκει πιο θερμά την επικοινωνία και την αλληλογραφία. Από την άλλη, ο Κάφκα περνά μία αντιπαραγωγική περίοδο και τα γράμματά του περιέχουν κυρίως περιγραφές και παράπονα γι’ αυτήν την έλλειψη παραγωγικότητας. Από το 1912 έως το 1914 η αλληλογραφία τους αριθμεί 580 γράμματα, ενώ από το 1915 ως το 1917 τα γράμματα δεν ξεπερνούν τις 136 σελίδες συνολικά.
Η Φελίτσε δεν έχει νέα του Κάφκα από τον Αύγουστο ως το Δεκέμβρη του 1915. Το Μάιο του 1916, ο Κάφκα πήγε διακοπές στο Μάριενμπαντ και έγραψε στη Φελίτσε τις καλύτερες εντυπώσεις για το μέρος. Ήταν τόσο ευδιάθετος από τις διακοπές του που της πρότεινε να επισκεφθούν και μαζί το μέρος, και πράγματι, από τις 3 ως τις 13 Ιουλίου βρίσκονται στο Μάριενμπαντ. Πρώτη φορά έρχονται τόσο κοντά για τόσο πολύ καιρό, αφού τόσο καιρό βρίσκονταν διάσπαρτα και επικοινωνούσαν μόνο δι αλληλογραφίας. Αποφασίζουν να κινηθούν μαζί ξανά, ενωμένοι. Στην αλληλογραφία του Φραντς η Φελίτσε βλέπει μόνο αγάπη και τρυφερότητα, κι ο Φραντς είναι ιδιαίτερα ευτυχής με την εξέλιξη της ζωής της Φελίτσε και με τις επιλογές της.
19 Σεπτεμβρίου 1916
«Πολυαγαπημένη,
[…]Εσύ, τώρα, ανήκεις σ’ εμένα, σε πήρα δική μου. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι έγινε σε κάποιο παραμύθι αγώνας μεγαλύτερος και πιο απελπισμένος για κάποια γυναίκα από αυτόν που δίνω εγώ για εσένα μέσα μου, εξαρχής και ξανά πάλι κι ίσως για πάντα. Μου ανήκεις λοιπόν. […]
Φραντς»
Το αισιόδοξο σμίξιμό τους τελειώνει κοντά στο τέλος του 1916, κατόπιν της αποτυχημένης συνάντησής τους στο Μόναχο.
Η αλληλογραφία που διασώζεται από τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 1917 είναι μικρή. Ο Κάφκα μετακομίζει στο οίκημα που επρόκειτο να ζήσουν μαζί μετά τη λήξη του πολέμου. Τον Ιούλιο του 1917 αρραβωνιάζονται για δεύτερη φορά και αναζητούν καινούριο διαμέρισμα. Η μεταξύ τους σχέση κλονίζεται όταν ο Κάφκα αποφασίζει να διακόψει οριστικά από τη Φελίτσε. Το βράδυ μεταξύ της 9ης και 10ης Αυγούστου έχει την πρώτη του αιμόπτυση, που διαρκεί για αρκετή ώρα.
Η διάγνωση του γιατρού, φυματίωση, ένα μήνα αργότερα, αποδεσμεύει τον Κάφκα από τον επικείμενο γάμο του με τη Φελίτσε.
Ο Κάφκα πέθανε στις 3 Ιουνίου 1924. Η Φελίτσε Μπάουερ παντρεύτηκε το Μάρτη του 1917 έναν βερολινέζο επιχειρηματία και απέκτησε δύο παιδιά. Ο Κάφκα πληροφορήθηκε την γέννηση των παιδιών της από την αλληλογραφία με τον κοινό τους φίλο, Μπροντ.
Το 1955 η Φελίτσε παρέδωσε τα γράμματα του Κάφκα προς την ίδια και την Γκρέτε στον εκδοτικό οίκο Schoken. Τα γράμματα της Φελίτσε προς τον Κάφκα δε διασώζονται.
Πηγή: Γράμματα στη Φελίτσε, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Δίγλωσση έκδοση 2007, Εισαγωγή-Μετάφραση: Κουνδουράκη Στέλλα