Site icon Frapress

Αφιέρωμα στη στρατευμένη ποίηση: Οι Έλληνες (μέρος α’)

Στρατευμένη Τέχνη

Γιάννης Ρίτσος

γράφει η Μαριάννα Παπαδάκου

«Σπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στην σύγχρονη σχολή του αγώνα», έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος, του οποίου ο αγωνιστικός λόγος ήταν εναρμονισμένος με τη ζωή του. Η ποίηση του ήταν πάντα στενότατα συναρτημένη με τα ιδεολογικά, κοινωνικά και ιστορικά δρώμενα εκείνης της εποχής. Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την Πρωτομαγιά του 1909. Xαιρόταν που γεννήθηκε την ημέρα της παγκόσμιας εργατιάς και αξιώθηκε να υμνήσει τους αγώνες και να θρηνήσει τους θυσιασμένους ήρωές της. Ο Ρίτσος ήθελε να τον δένει η ποίησή του σφιχτά και παντοτινά με τον πόνο του άλλου. ‘’Ο ποιητής έχει συνείδηση της κοινωνικής, της ανθρώπινης αποστολής του, που του αναθέτει η ποίηση και που αυτός αναθέτει στην ποίησή του.’’ ‘’Όποιος δεν ακούει το μεγάλο τραγούδι των λαών δεν είναι άνθρωπος, πώς μπορεί τάχα να είναι ποιητής;’’ υποστήριζε ο Ρίτσος, ο οποίος ‘’πέρασε’’ παρεμποδιζόμενος, αλλά πέρασε, εκεί κυρίως που απευθυνόταν, στην ψυχή του λαού.

Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, με διεθνή φήμη και ακτινοβολία. Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Επιτάφιος, η Ρωμιοσύνη είναι κάποια από τα μεγαλύτερα ποιήματα του ποιητή, έχει κάνει πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών, ενώ πολλά ποιήματά του, έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Μεταξύ άλλων τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης για την «Σονάτα του Σεληνόφωτος, με το μεγάλο γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινί», με το βραβείο «Λένιν» στην Μόσχα, ενώ προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας και το 1986 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ. Ο Γιάννης Ρίτσος έφυγε από την ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές.

Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου επηρεάστηκε τόσο από τα βιώματά του, όσο και από τις κοινωνικές αναταραχές της χώρας. Ο Ρίτσος μέσα στα ποιήματά του έχει βιώματα που αντλήθηκαν από τον Εμφύλιο Πόλεμο, τις εξορίες που υπέστη και από κάθε κοινωνικό, μικρό ή μεγάλο, έναυσμα που το δόθηκε. Εντάσσοντας εμπειρίες από το κομμουνιστικό κίνημα στο οποίο εντάχθηκε στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του ’30, έχοντας περάσει απ’ τα σανατόρια, έχοντας σπουδάσει τις μαρξιστικές ιδέες και έχοντας συμπορευτεί με τους επαναστατημένους της εποχής. Η αγωνιστική, ανθρώπινη και δημιουργική φυσιογνωμία του Γιάννη Ρίτσου έκανε το έργο του να συνδεθεί με το εργατικό και λαϊκό κίνημα της χώρας μας σε όλες σχεδόν τις ιστορικές περιόδους και η ριζοσπαστική διαμαρτυρία του, τον καταξίωσε σε παντοτινό ποιητή της επαναστατικής εξύψωσης του ανθρώπου. 

Η τέχνη του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τέχνης που εμπνέεται από τα υψηλότερα ιδανικά. Κι αυτό ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά που τον έκανε μεγάλο και για τα οποία αγαπήθηκε από το λαό μας, όσο λίγοι, καθώς έγραψε υψηλή στρατευμένη ποίηση σε όλη του τη ζωή, όντας συνεπής, ειλικρινής, αποτυπώνοντας στο έργο του ως ποιητής τις ιδέες που υπηρετεί με τη στάση ζωής του ως άνθρωπος. Ο Γιάννης Ρίτσος. Εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με το γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. Ήταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό. Πιστός στην κομμουνιστική ιδεολογία του και ασυμβίβαστος, αρνούνταν ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή και υπηρετούσε ό,τι την έκανε να αξίζει.

 

«Ολα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι,

το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα,

τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε

απλά κι όμορφα-

σαν ν’ ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί

και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο».

                                ……………

 

«Εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε

αδελφέ μου, από τον κόσμο

εμείς τραγουδάμε

για να σμίξουμε με τον κόσμο».

                           ……………………….

 

«Από την πληγή μου κοίταξα

του κόσμου την πληγή

Ξένη απ’ τον άνθρωπο η χαρά

Ξένοι απ’ το δίκιο οι νόμοι».

                              ……………………

 

«Η ποίηση πρέπει να ’ναι

ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας

ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή

μία σημαία στα χέρια της ελευθερίας…»

 

Τίτος Πατρίκιος

γράφει η Εβελίνα Τσέλιου

Ο Τίτος Πατρίκιος είναι μια εξέχουσα προσωπικότητα της ελληνικής ποίησης, που  έχει διακριθεί και έχει βραβευθεί επανειλημμένα για το έργο και την προσφορά του. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, γεννημένος στις 21 Μαΐου του 1928. Η ζωή του στιγματίστηκε από την Αντίσταση, καθώς ασχολήθηκε μαζί της ενεργά συμμετέχοντας σε αυτή με την ΕΠΟΝ και στη συνέχεια με τον ΕΛΑΣ. Εξορισμένος στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, το δικό του όπλο, ήταν η πένα του που τόσο αγαπά.”Γεμισμένη” με εμπειρίες, μαρτυρίες και γεγονότα που χαράχθηκαν για πάντα στην καρδιά και το μυαλό του, αποτύπωσε στα ποιήματα του τον πόνο και μιλά κατευθείαν στη συνείδηση του αναγνώστη. Η ποιήσή του θεωρείται στρατευμένη καθώς είναι εμφανώς επηρεασμένη από τις εμπειρίες του στην εξορία και την Αντίσταση γενικότερα, λαμβάνοντας αυτόματα πολιτική χροιά και χρώμα. Οι εικόνες αλλά και τα μηνύματα που δημιουργούνται στο μυαλό από τις λέξεις του ποιητή, διακρίνονται από αμεσότητα και διαύγεια. Πόσο πιο ευγενικά θα μπορούσαν να δοθούν στον αναγνώστη, μέσα από λίγους στίχους τόσο δυνατά πολιτικά μηνύματα; 

Οφειλή

“Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ’ έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.”

Μανώλης Αναγνωστάκης

γράφει η Κατερίνα Αδαμοπούλου

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο επονομαζόμενος και ως “ποιητής της ήττας“, γεννήθηκε το 1925, στην Θεσσαλονίκη. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ, ενώ παράλληλα εξέδωσε και τα πρώτα κείμενα του στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα [1942].  Η λήξη του πολέμου  τον βρίσκει να ασχολείται έντονα με τα πολιτικά δρώμενα της χώρας, γεγονός που θα τον οδηγήσει  στις φυλακές το 1948 και παρ’ ολίγον και στον θάνατο, καθώς ένα έκτακτο στρατοδικείο θα του επιβάλλει την θανατική ποινή. Τελικά δυο χρόνια αργότερα θα αποφυλακιστεί, έπειτα από χορήγηση γενικής αμνηστείας.

Τόσο ο πόλεμος, όσο και ο εμφύλιος, αλλά κυρίως η επώδυνη ήττα της αριστεράς, ήταν εμπειρίες που σημάδεψαν τον ποιητή και άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους και στο ποιητικό του έργο. Ο θάνατος και η απώλεια αγαπημένων προσώπων  κατακλύζουν τα ποιήματά του και πως να μην συμβαίνει αυτό όταν ο θάνατος μπαινοβγαίνει διαρκώς σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του, μέσα από τις τρύπες που άνοιγαν οι σφαίρες των αποσπασμάτων στα διάτρητα σώματα των συντρόφων του”.

Ο Αναγνωστάκης υπήρξε από τους ποιητές, που αποτύπωσε στα έργα του όλο τον ψυχικό του πόνο δίχως να τους προσδίδει μια εντόνως αριστερή ταυτότητα. Αντιθέτως, εξέφραζε μ’ έναν ειλικρινή και συναισθηματικά φορτισμένο ποιητικό λόγο, τις ανησυχίες του για την εποχή που έρχεται και τους προβληματισμούς του για το άδοξο τέλος των οραμάτων της αριστεράς. Όλα αυτά τα έκανε απαλλαγμένος από τις αυστηρές κομματικές γραμμές, κάτι για το οποίο, ουκ ολίγες φορές, θα γίνει αφορμή για να δεχθεί τα πυρά των συντρόφων του, που θα θεωρήσουν ότι παρεκκλίνει από την πολιτική του κόμματος.

Η ποίηση του Αναγνωστάκη αποτελεί την κραυγή αγωνίας ενός σκεπτόμενου ατόμου που ασφυκτιά μέσα στο κοινωνικοπολιτικό του περιβάλλον. Χρησιμοποιεί τις λέξεις για να κοινωνήσει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του  σ’ ένα κόσμο,  που το να σκέφτεται κανείς, είτε αριστερά είτε έξω από το καθιερωμένο πλαίσιο, ήταν ανεπίτρεπτο και άκρως επικίνδυνο. Ο ίδιος είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει.

 

Φοβάμαι [Νοέμβρης 1983]

 

“Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια εκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι

και μία ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου

βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά

πασχίζουν τώρα να βρούν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου κλείναν την πόρτα

μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα

τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες

και τα σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν

όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν

και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ακόμη περισσότερο.

 

 

 

 

Σελίδες: 1 2

Σχόλια

Exit mobile version