Είναι αδυναμία το να ζητάς βοήθεια;
Περπατούσα στο αεροδρόμιο, σικάτος και περιχαρής, σουλατσάροντας στα πανάκριβα duty free. Κύματα κόσμου προσποιούνταν πως βρίσκονταν στο αεροδρόμιο για business αντί για pleasure. Το έχω παρατηρήσει πως στο αεροδρόμιο έχουν ένα κόλλημα όλοι να τους παίρνουν στα σοβαρά. Δηλαδή, για την πτήση σου βάζεις καλά ρούχα, και με την ασφάλεια του ότι δε σε ξέρει κανείς προσποιείσαι ότι είσαι μεγαλοστέλεχος πολυεθνικής που μέρος της δουλειάς σου είναι τα ταξίδια.
Περπατάς και σκέφτεσαι: «Πο πο φαίνομαι πολύ γαμάτος τώρα με την τσάντα ώμου που μέσα έχει λαπτοπ και κόμιξ, αλλά δεν ξέρει κανείς ότι έχει κόμιξ, κι εγώ περπατάω λες κι έχω στην τσάντα μου το επόμενο επιχειρηματικό εγχείρημα της Google». Η καλύτερη στιγμή είναι στον έλεγχο των αποσκευών, που βγάζεις τον υπολογιστή να τον ελέγξουν, κι ενώ σκέφτεσαι το απίθανο ενδεχόμενο να βρεθείς από σπόντα τρομοκράτης (σε κάθε έλεγχο το παθαίνουν όλοι), εσύ καταπιέζεις το φόβο σου και βγάζεις μία ξινίλα τύπου “έχω βαρεθεί τόσους ελέγχους στα business flights μου”. Άσε μας κουκλίτσα μου. Θεσσαλονίκη πας να δεις τους φίλους σου, σε ποιον τα πουλάς αυτά;
Η βοήθεια
Πριν ξεκινήσω τον συνειρμό, έλεγα ότι ήμουν στο αεροδρόμιο. Σε ένα σημείο, μπροστά από αυτές τις αλυσίδες καφετεριών που υπάρχουν μόνο στο εξωτερικό και στο αεροδρόμιο, είδα μία γυναίκα ταλαίπωρη. Ταλαιπωρημένη και ταλαίπωρη. Φορούσε πολύ απλά ρούχα. Έβαζα το χέρι μου στη φωτιά πως δεν ήταν επιβάτης κάποιας πτήσης. Τα μαλλιά της αχτένιστα, λίγο βρώμικα, καταπτοημένη, λες και περιφερόταν μέρες μέσα στο αεροδρόμιο χωρίς να έχει κάτι να φάει ή να πιει.
Ήταν σχεδόν ακίνητη. Μόνο κάθε φορά που περνούσε κάποιος από μπροστά της, προσπαθούσε να κάνει ένα βήμα προς το μέρος του ψελλίζοντας. Ή μάλλον, προσπαθώντας να ψελλίσει. Εγώ που την είδα από μακρυά, κατάλαβα αμέσως πως ζητάει νερό. Δε ζητούσε λεφτά για νερό. Απλώς νερό.
Πήγα στην αλυσίδα του καφέ, πήρα ένα μπουκαλάκι νερό δίνοντας ένα μισθό, και κίνησα προς το μέρος της. Αυτή με είδε να πλησιάζω, κι όταν έφτασα εκεί της άπλωσα με το χέρι μου το νερό. Αυτή έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, αγκάλιασε με τα δυό της χέρια το σώμα της (που αν είσαι αρχάριος στη γλώσσα του σώματος, σημαίνει «κρυώνω», αλλά αν είσαι master όπως εγώ, σημαίνει «άσε με ήσυχη, περνάω καλά και μόνη μου, στο σαλόνι μου») και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Με ευχαριστεί μα δε θέλει το νερό μου. Κι όμως, θα ορκιζόμουν ότι κατάλαβα καλά, το έβλεπα πάνω της τώρα που την πλησίασα κι άλλο πως, πραγματικά διψούσε αυτή η γυναίκα. Και πράγματι, τους υπόλοιπους περαστικούς εξακολούθησε να τους προσεγγίζει με μία άναρθρη ζήτηση βοήθειας.
Μου έκανε εντύπωση. Γιατί δεν παίρνει το νερό; Μήπως νομίζει πως είναι τσίπουρο; Μήπως δεν καταλαβαίνει ότι είναι νερό από τα Λευκά Όρη της Κρήτης; Αποφάσισα να ξαναπροσπαθήσω: με τα δάχτυλα την χτύπησα ελαφρώς τον ώμο, τύπου «κοίτα προς τα ‘δω που έχω να σου δείξω κάτι» (στο λιγότερο πρόστυχο), τείνοντας με το άλλο χέρι το νερό προς το μέρος της. Όταν αυτή γύρισε και με είδε, εξαγριώθηκε! Άρχισε να φωνάζει πως δε θέλει το νερό μου, πως δε θέλει τη βοήθειά μου, πως δε με θέλει εκεί. Μου φώναζε πως θέλει να φύγω.
Δε γαμιέσαι κι εσύ κι ο γρύλος σου, είπα από μέσα μου. Και ξύπνησα. Το παραπάνω ήταν ένα όνειρο που είδα τις προάλλες, και με έβαλε σε μία διαδικασία σκέψης πολύ έντονη, στις 5μιση το πρωί. Δε μπορούσα να ξανακοιμηθώ, όχι από το όνειρο, αλλά επειδή έπρεπε να πάω στη δουλειά.
Οι σχέσεις Εξουσίας
Πως το έφερε η τύχη λίγες μέρες μετά, συναντήθηκα ξανά με τον αναρχικό τραπεζίτη στο μικρό καφέ, και μου είπε τη θεωρία του περί βοήθειας που είχα ξεχάσει. Μου είπε ότι όταν κάποιος βοηθά κάποιον άλλον, εξελίσσεται μία σχέση εξουσίας μεταξύ τους. Ξεκινά υποσυνείδητα, όμως στην πορεία όλο και πιο συνειδητά ο καθένας επιλέγει τον αρχικό του ρόλο, ο ένας του ευεργέτη κι ο άλλος του εξαρτώμενου. Για ακόμα μία φορά λοιπόν μιλάμε για εξουσία στις σχέσεις, τις μη ερωτικές αυτή τη φορά.
Στο παράδειγμα με το όνειρό μου, η ταλαίπωρη κυρία νευρίασε με μένα που πήγα να τη βοηθήσω, αλλά ήταν παραπάνω από πρόθυμη να δεχτεί βοήθεια από κάποιον άλλον. Όταν είναι κανείς σε κατάσταση που να χρειάζεται βοήθεια, έχει την πολυτέλεια να επιλέγει τον ευεργέτη του; Ας θυμηθούμε όλοι τη σκηνή που η Μαριμάρ δεν έπαιρνε με τίποτα λεφτά από την οικογένεια του Σέρτζιο: αυτό που είδε ο μέσος θεατής δεν ήταν παρά μία επίδειξη υπερηφάνιας, ο έξυπνος τηλεθεατής όμως είδε πως η Μαριμάρ εκείνη τη στιγμή επέλεξε να απορρίψει την οικογένεια του Σέρτζιο ως ευεργέτη, ή με άλλα λόγια, ως δυνάστη. Γιατί σήμερα μπορεί να ευεργετείς, αλλά ξέρω πως ακόμα κι όταν δε θα είμαι σε κατάσταση βοήθειας, θα με κοιτάς αφ’ υψηλού.
Ας μείνω λίγο ακόμα στην γυναίκα του αεροδρομίου. Υπάρχει ένας διαχωρισμός όταν χρειάζεσαι βοήθεια, ο οποίος έγκειται στο αν τη ζητάς ή αν απλώς περιμένεις παθητικά να στην προσφέρουν. Αν χρειάζεσαι βοήθεια και είσαι αρκετά έξυπνος να τη ζητήσεις, τότε ναι, μπορείς να είσαι επιλεκτικός. Νομίζεις ότι έχεις έναν έλεγχο στη σχέση εξουσίας που πας να συνάψεις. Όταν δεχτείς βοήθεια από κάποιον, αυτόματα τον χρίζεις ευεργέτη σου, οπότε το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να έχεις το δικαίωμα της επιλογής αυτού που θα βαφτίσεις ως ανώτερό σου. Αν από την άλλη είσαι ντροπαλός και περιμένεις παθητικά να σε βοηθήσουν τείνοντάς σου ένα μπουκαλάκι νερό, ή αν ελπίζεις να έρθει ο από μηχανής θεός για να σε σώσει από το bullying, τότε είσαι λίγο-πολύ καταδικασμένος να πηγαίνεις από τύραννο σε ευεργέτη και τούμπαλιν.
Από την άλλη, η βοήθεια είναι ένα παιχνίδι που παίζεται με δύο, οπότε θα ήμουν αφελής αν αγνοούσα την ευγενική ψυχή που θέλει απλώς να βοηθήσει. Αν αναγάγω αυτό το όνειρο σε κοινωνικό φαινόμενο, η οικουμενική αλήθεια για τη βοήθεια αποκαλύπτεται μπροστά μου αυτόφωτη: αυτός που προτίθεται να βοηθήσει, δεν το κάνει για να βοηθήσει, αλλά για να νιώσει καλύτερα με τον εαυτό του. Για να μπορεί να λέει ότι κι αυτός έχει κοινωνική συνείδηση βρε αδερφέ.
Μα ξέρεις τι βάσανο είναι να θες να βοηθήσεις και να μη σε αφήνουν; Έτσι μου ήρθε να πιάσω την ταλαίπωρη του αεροδρομίου από τους ώμους, να αρχίσω να την ταρακουνάω και να της φωνάζω «Γιατί δε με αφήνεις να σε βοηθήσω;! Ξέρεις πόσο χρειάζομαι μία ένεση αυτοπεποίθησης αυτή τη στιγμή;!;». Όλοι καταλαβαίνουν βέβαια την αρρωστημένη λογική στην παραπάνω σκέψη (που την έκανε εννοείται ένας φίλος μου κι όχι εγώ). Από την άλλη, αρρωστημένη λογική ή όχι, είναι κάτι που υπάρχει, το βλέπω γύρω μου, το απόδέχομαι και, κυρίως το αναγνωρίζω όταν συμβαίνει.
Ενδιαφέρον έχει το εξής: Αυτός που θέλει βοήθεια, έχει την επιλογή να ζητήσει ή να περιμένει. Ο ρόλος του είναι κατεπιλογήν ενεργητικός ή παθητικός. Δε συμβαίνει το ίδιο με τον ευεργέτη όμως. Ο άνθρωπος θα μπει στη διαδικασία να βοηθήσει πολύ πιιο εύκολα αν επιλέξει ο ίδιος ποιον θα βοηθήσει. Θα πάρει την πρωτοβουλία να βοηθήσει αν μπορεί, θέλει, έχει το χρόνο και τη διάθεση, τον πετύχεις και σε καλή μέρα. Θα προσφέρει βοήθεια όμως αν κάποιος του το ζητήσει; Αν δεν επιλέξει ο ίδιος τον άνθρωπο που θα βοηθήσει, αλλά γίνει το αντίθετο και του ζητηθεί να βοηθήσει, θα είναι εξίσου μεγαλόψυχος;
Αχ αυτό το θύμα, το θήραμα, ο αδύναμος, έχει τόση αίγλη. Χωρίς αυτόν δε θα υπήρχαμε εμείς, οι άλλοι, οι ανώτεροι, οι ευεργέτες. Κι όταν έρχεται με θράσος να ζητήσει τη βοήθειά μας, το χάνουμε λίγο, αποσυντονιζόμαστε. Κάτσε τώρα, κάτσε. Ποιος θα έχει το πάνω χέρι κύριε Αδύναμε; Εγώ που σου τείνω χείρα βοηθείας; Ή εσύ που έχεις τη δύναμη να τη ζητήσεις; Που πήρες την πρωτοβουλία άλλωστε για να ξεκινήσει αυτή η κοινωνική σύμβαση ευεργέτη και ευεργετηθέντος; Εκεί το αφήνω πάνω σας. Ο καθένας ερμηνεύει αυτό το κομμάτι ανάλογα με τα δικά του κόμπλεξ.
Για να προλάβω το πνεύμα αντιλογίας και το αίσθημα της αδικίας που νιώθετε και που ζητά δικαίωση, μιλάω μόνο για τη βοήθεια σε προσωπικό, σε ανθρώπινο επίπεδο. Δεν αναφέρομαι στον ανακούρκουδο που με απλωμένο χέρι ζητάει «50 λεπτά ρε φίλε», ούτε στο καθημερινό πλην άσχετο «έλα να με βοηθήσεις να μεταφέρουμε το τραπέζι», αλλά σε αυτόν που σταματά την αμέριμνη διαδρομή σου στο αεροδρόμιο για να σου ζητήσει να του πάρεις ένα μπουκαλάκι νερό.
Σε κάθε περίπτωση, η βοήθεια, βοήθεια είναι. Θα εξακολουθήσει να καταδυναστεύει τις ανθρώπινες σχέσεις. Γιατί έτσι μας μάθανε, ότι το να ζητά κανείς βοήθεια είναι σημάδι αδυναμίας, κι αυτό δεν αποβάλλεται εύκολα. Η άποψη που διαδίδω, ότι η ζήτηση και η παροχή βοήθειας θα έπρεπε να γίνεται παρουσία συμβολαιογράφου και ψυχολόγου, ακούγεται εξωφρενική. Για μένα όμως είναι η μόνη λύση. Γιατί σαν κοινωνία, χρειαζόμαστε βοήθεια. Το καλό είναι ότι μπορώ να την προσφέρω. Το κακό είναι ότι κανείς δε μου τη ζητάει. Βοήθειά μας.