Site icon Frapress

Μάνος Χατζηδάκις: 21 χρόνια χωρίς τον μεγάλο Έλληνα συνθέτη

Σαν σήμερα έφυγε ο Μάνος Χατζιδάκις

Σαν σήμερα, πρίν από 21 χρόνια, ο Μάνος Χατζηδάκις άφησε αυτόν τον κόσμο για να κάνει το μεγάλο ταξίδι στα αστέρια και την αιωνιότητα. Ήταν 15 Ιουνίου του 1994, όταν ο Χατζηδάκις έφυγε από τη ζωή, στο νοσοκομείο Memorial του Manhattan. Εκεί νοσηλευόταν εκείνον τον καιρό και η αγαπημένη του φίλη, Μελίνα Μερκούρη, η οποία έφυγε λίγο νωρίτερα.

Πρόκειται αναμφισβήτητα, για μια ιδιαίτερη προσωπικότητα που τάραξε τα νερά της μουσικής και των στερεοτύπων γενικότερα από το 1940 και για πάντα. Μια ζωή γεμάτη με εμπειρίες, αναγνώρηση, αγάπη, δημιουργία. Σε συνέντευξή του στη Μαρία Ρεζάν, ο ίδιος είπε ότι Η ένταση της κάθε μέρας, με κάνει να ζω την μέρα τρείς φορές!” αλλά και ότι Με νοιάζουν πιο πολύ οι στιγμές που θέλω να ζήσω, παρά αυτές που έζησα”. Αυτό νομίζω ότι τα λέει όλα.

Κοιτάζοντας πίσω στη μέχρι τούδε καλλιτεχνική πορεία σας ποιες θεωρείτε τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές επιτυχίες και αποτυχίες σας; «Δεν με ενδιαφέρουν οι επιτυχίες ή οι αποτυχίες ­ ειλικρινά σας το λέω αυτό. Ούτε κοιτάζω πίσω ούτε με ενδιαφέρει καμιά επιτυχία. Σιχαίνομαι την αναγκαστική επαφή μου με αυτό που λέγεται σταδιοδρομία. Δεν έχω σταδιοδρομήσει και δεν θέλω να σταδιοδρομήσω ποτέ. Συνεπώς δεν κοιτάζω καμία επιτυχία. Δεν έχω επιτυχίες». [Πηγή: Μάνος Χατζιδάκις, μια σπάνια συνέντευξη στον Ρένο Αποστολίδη, To Βήμα 20/06/1999]

Ένας άνθρωπος αντισυμβατικός, ανατρεπτικός, με φρέσκες ιδέες για τη μουσική, (και όχι μόνο) που η συγκυρίες τα έφεραν έτσι, ώστε να ανθίσει κάτω από πολύ σκληρές συνθήκες. Συνθήκες εμφυλίου, Χούντας αλλά και κατά τη μεταπολίτευση.

Πολλοί τον λάτρεψαν, πολλοί τον μίσησαν αλλά ελάχιστοι είναι εκείνοι που δεν μπορούν να παραδεχτούν το ταλέντο του, το έργο του, την αεικίνητη έμπευσή του. Ο έρωτας και οι άνθρωποι της ζωής του, αποτέλεσαν μια σημαντική πηγή για την έμπνευση του μεγάλου Έλληνα συνθέτη, αν και πίστευε ότι η μοναξιά, είναι βαθιά δημιουργική αλλά και αφοπλιστική ταυτόχρονα.

Ένας άνθρωπος που τον επηρέασε πολύ στο έργο και τη ζωή του ήταν ο Νίκος Γκάτσος, ένας από τους πιο στενούς του φίλους, μαζί με τη Μελίνα Μερκούρη, αλλά η σχέση του Μάνου και της Μελίνας χρειάζεται ένα ξεχωριστό, δικό της άρθρο.

Η Αθήνα, ήταν η πόλη που ο συνθέτης θέλησε να εκφράσει πιο πολύ. Τους ανθρώπους, τη ζωή, την παράδοση της. Έβρισκε έμπνευση παντού σε εκείνη, σε κάθε γειτονιά, πίσω από παραθυρόφυλλο, σε κάθε μνημείο της, σε κάθε στοιχείο που την αποτελεί. Ήταν η πόλη που λάτρεψε.
Αυτό που έκανε τον Μάνο Χατζηδάκι να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους συνθέτες της Ελλάδας εκείνης της εποχής, είναι ότι έβλεπε τη μουσική σαν μια μορφή άμεσης επικοινωνίας του συνθέτη με τον ακροατή, μια εποικοινωνία που αφορούσε τη ψυχή, τον προσωπικό χώρο των σκέψεων και των (συν)αισθημάτων.

Εκείνο που ήθελε να κάταφέρει μέσω της μουσικής του, ήταν να αγγίξει τον ακροατή και να τον κάνει να ανοιχτεί και να εκφράσει ό,τι πραγματικά κρύβει στην καρδιά του. Η Μαρία Φαραντούρη, είπε σε συνέντευξή της Ο Μάνος μιλούσε για τις σκιές της ζωής, τους ανθρώπους τους μοναχικούς, για κάποιους αναστεναγμούς πίσω από το κλειστό παράθυρο, τον πόνο, τον έρωτα, την απώλεια”. Αυτή ήταν και η πηγή της έμπνευσής του.

Εκείνος ήθελε, αυτό που χαρακτηρίζει τα δημιουργήματά του να είναι πως είναι περίτεχνα, αλλά να ακούγονται ταυτόχρονα σαν να είναι απλά και να έχουν σαν βάση τους τον ποιητικό λόγο. Ήθελε να συγκινεί, με έναν και μοναδικό στόχο. Την αλήθεια. Η αλήθεια ήταν αυτό που πάντα αναζητούσε, σε ό,τι έκανε.

Στις 23 Οκτωβρίου του 1923, γεννιέται ο Μάνος στη Ξάνθη. Από πολύ μικρή ηλικία, μόλις τεσσάρων χρονών, κάνει μαθήματα πιάνου, βιολιού και ακορντεόν. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1932 μετακομίζει με τη μητέρα του στην Αθήνα, το 1938 ο πατέρας του πεθαίνει σε αεροπορικό ατύχημα και σιγά σιγά, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεσπάει.

Ο νεαρός Μάνος, αν και προερχόταν από σχετικά εύπορη οικογένεια, κατά την περίοδο 1940-1943 κάνει πολλές διαφορετικές δουλειές. Φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο Φιξ, υπάλληλος φωτογραφείου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Όλες αυτές οι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους δουλειές, είναι και εκείνες που τον έφεραν και πιο κοντά στο σφυγμό της κοινωνίας, την γνώρισε με τον καλύτερο τρόπο. Πάντα πίστευε, ότι σημαντικότερη είναι η πνευματική διάπλαση και τα ερεθίσματα που μπορεί να αποκτήσει κανείς από την επαφή με τους ανθρώπους, μέσα από τη συζήτηση περί πάντων, στο δρόμο, στις γειτονιές και στα καφενεία, παρά η τυποποιημένη εκπαίδευση και τα πτυχία.

Μίκης Θεοδωράκης και Μάνος Χατζηδάκις

Παράλληλα με τις δουλειές αυτές, κάνει μουσικές σπουδές και ανώτερα μουσικά μαθήματα. Ακόμη, γράφεται στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και γνωρίζει εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής, καλλιτέχνες, ποιητές και διανοούμενους, όπως είναι ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Γκάτσος, ο Γιώργος Σεφέρης.

Κατά την Κατοχή, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση στην γραμμή της ΕΠΟΝ. Εκεί, γνωρίζει τον Μίκη Θεοδωράκη και μεταξύ τους αναπτύχθηκε γρήγορα βαθιά φιλία.

Τα πρώτα έργα του ως συνθέτης, ξεκινούν σε ηλικία 19 ετών, το 1944 με τη συμμετοχή του στο έργο “Τελευταίος Ασπροκόρακας” του Αλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κούν. Εκεί ο Χατζηδάκις έκανε και μαθήματα υποκριτικής, ωστόσο ο Κούν τον προέτρεψε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική, καθώς είχε αντιληφθεί το ιδιαίτερο ταλέντο του νεαρού Μάνου. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης κράτησε για 15 χρόνια. Το 1946, κάνει το πρώτο του επαγγελματικό βήμα στον κινηματογράφο, στην ταινία “Αδούλωτοι Σκλάβοι”.
Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, ο Χατζηδάκις είναι εκείνος που ανακαλύπτει το ρεμπέτικο τραγούδι. Περπατώντας στο δρόμο, ακούστηκε αυτή η μουσική από κάποιο νυχτερινό μαγαζί, τελευταίας κατηγορίας. Εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός Μάνος συνειδητοποιεί το μεγαλείο του ρεμπέτικου καθώς όπως έχει πει ο ίδιος, το ρεμπέτικο έχει μια καταπληκτική ανθεκτικότητα στο χρόνο.

Αν και παραδεχόταν ότι αναφέρεται σε μουσική του “υποκόσμου”, πίστευε ότι το ρεμπέτικο τραγούδι έχει βαθύτερο νόημα από όποιο άλλο “ελαφρό” τραγούδι της εποχής και παράλληλα συνδέει τους Έλληνες με τις ρίζες τους και την ιστορία τους, μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Έτσι, σε μια Ελλάδα που δεν το ήθελε το ρεμπέτικο ούτε στην Μακρόνησο των εξορίστων, κάνει στο Θέατρο Τέχνης μια διάλεξη με θέμα το ρεμπέτικο, ενώ από το κοινό τον παρακολουθούν η Σωτηρία Μπέλλου αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Από το 1950 μέχρι το 1957, ο Μάνος Χατζηδάκις κάνει εντυπωσιακή είσοδο στον καλλιτεχνικό χώρο της Ελλάδας, με ιδιαίτερα σημαντικά έργα. Τον καιρό αυτό, αφοσιώνεται στην ενασχόληση με το Αρχαίο Δράμα, με αφορμή την ανάθεση από τη Μαρίκα Κοτοπούλη σε εκείνον, της σύνθεσης της μουσικής για τις “Χοηφόρους” από την “Ορέστεια” του Αισχύλου. Ακολουθούν “Βάκχες”, “Εκκλησιάζουσες”, “Λυσσιστράτη”, “Όρνιθες”.

Εκτός από τα παραπάνω, συνεργάζεται με τον Άγγελο Σικελλιανό για την τελευταία του τραγωδία “Ο θάνατος του Διγενή” και συνθέτει την “Ιονική Σουίτα” και το έργο “Για μια μικρή λευκή αχιβάδα”.

Εν συγκρίσει προς τη μουσική ανάπτυξη άλλων χωρών, πώς βλέπετε την ανάπτυξη της ελληνικής μουσικής;
«Εξίσου ανόητη όπως και των άλλων χωρών. Σήμερα διανύουμε μια εποχή που η μουσική είναι χρεοκοπημένη υπόθεση σε όλες τις χώρες όπως και εδώ. Η μουσική τελείωσε. Τώρα η συμφωνική μουσική δεν έχει την επαφή με το σήμερα, όπως είχε πριν από 50-70 χρόνια, πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα η μουσική είναι πια εκτός χώρου και εκτός πραγματικότητας». [Πηγή: Μάνος Χατζιδάκις, μια σπάνια συνέντευξη στον Ρένο Αποστολίδη, To Βήμα 20/06/1999]

Το 1957, ξεκινάει η έντονη δημιουργική φάση για τον Μάνο Χατζηδάκι. Ασχολείται με το θέατρο και τον κινηματογράφο και γράφει ακατάπαυστα. Μέσα από τον κινηματογράφο και τα τραγούδια του, που ακούστηκαν στις πιο γνωστές ταινίες της εποχής, γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό. Το ταλέντο του, η συνεχής έμπνευση και η εντατική δουλειά είναι χαρακτηριστικά που ποτέ δεν εγκατέλειψαν τον μεγάλο αυτό συνθέτη.

Δεν πίστευε στα πρόχειρα τραγούδια της εποχής, τα “ελαφρά” που επιβάλλονταν στο κοινό μέσω των δίσκων και απλά τα συνηθίζει, διασκεδάζει μ’αυτά αλλά δεν είναι αυτά που θα κάνουν τον ακροατή να αποκαλύπτεται, να εκφράζει ό,τι κρύβει στη ψυχή του. Αυτό ήθελε να κάνει ο Χατζιδάκις, να μιλάει στη ψυχή του ακροατή. Τέτοια τραγούδια “ελαφρά”, “ανόητα” και “ηλίθια”, θεωρούσε και τα δικά του τραγουδια, εκείνα που έγραψε για τον ελληνικό κινηματογράφο.

Ιδιαίτερη απέχθεια θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένιωσε για τα “Παιδιά του Πειραιά”, που ανήκει σε αυτή τη κατηγορία. Το τραγούδι αυτό το έγραψε, συνεργαζόμενος με την πιο στενή του και αγαπημένη φίλη, την Μελίνα Μερκούρη και τον Ζυλ Ντασσέν για την ταινία “Ποτέ την Κυριακή”. Ήταν αυτό το τραγούδι που του χάρησε το 1961, το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού και τον έκανε διάσημο σε όλον τον κόσμο.

Ευτυχώς, η αδερφή του έσωσε το βραβείο από τον κάλαθο των αχρήστων, αφού ο Μάνος θέλησε έτσι να απαλλαχτεί από αυτό. Πίστευε ότι το Όσκαρ τον απομακρύνει από τους ακροατές, ότι τον μεταβάλλει σε κάτι εμπορικό, ψυχρό και μονότονο, ότι δεν θα μπορεί να μιλά πλέον στις καρδιές τους. Και αυτό, ήταν ό,τι δεν ήθελε ποτέ να συμβεί. Ο ίδιος έλεγε ότι “του στερεί τη σωστή επαφή με τον κόσμο” και φοβόταν ότι το κοινό θα παραμελούσε την πραγματική αξία του έργου του.

Το 1962 ο Χατζιδάκις χρηματοδοτεί τον “Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις” στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη στην Αθήνα.Το 1964 ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών. Το 1966, βρίσκει τον Μάνο Χατζιδάκη στην Αμερική προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Ζύλ Ντασσέν τη διασκευή του “Ποτέ την Κυριακή”, “Illya Darling” που γνωρίζει τεράστια επιτυχία.

Στην Αμερική, έρχεται σε επαφή με το νέο κύμα που επικρατεί στη μουσική, την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών “Reflections” σε συνεργασία με το συγκρότημα “New York Rock and Roll Ensemble”, ένα ιδιαίτερα ξεχωριστό στοιχείο στη καριέρα του.

Στην Αμερική επίσης, εμπνεύστηκε και ηχογράφησε το ιδιαίτερα γνωστό του έργο ” Το Χαμόγελο της Τζοκόντας”. Πώς το εμπνεύστηκε; Ενώ βρισκόταν στην 5η Λεωφόρο, αντίκρυσε μέσα στο πλήθος, μια γυναίκα που στεκόταν μοναχικά, που ωστόσο του μετέδωσε μια ενέργεια που του θύμισε το Χαμόγελο της Τζοκόντας. Ήχοι του Vivaldi του ήρθαν στο μυαλό, και το αποτέλεσμα είναι αυτό το υπέροχο δημιούργημά του.

Ιδανικά τι ρόλο πρέπει να παίξει η μουσική στη ζωή του ανθρώπου; «Κανένα ρόλο. Οταν ο άνθρωπος είναι συμπληρωμένος, δεν χρειάζεται υποκατάστατα της ζωής. Η μουσική είναι υποκατάστατο της ζωής. Το τραγούδι θα τον εκφράσει ως μια επικοινωνία με τον άλλο άνθρωπο. Θα είναι ερωτική πράξη και όχι μια έκφραση τέχνης» [Πηγή: Μάνος Χατζιδάκις, μια σπάνια συνέντευξη στον Ρένο Αποστολίδη, To Βήμα 20/06/1999]

Το 1972, επιστρέφει στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο “Πολύτροπο”. Από τη χρονιά αυτή, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η ώριμη περίοδος του Μάνου Χατζιδάκι.

Και η περίοδος αυτή, ξεκινά με την ηχογράφηση του έργου “Μεγάλος Ερωτικός”, ένα υπέροχο έργο που ξεχωρίζει μοναδικά από το σύνολο των έργων του. Διορίζεται αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής, από το 1975 έως το 1977.

Την περίοδο 1975 – 1982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας. Παράλληλα, γίνεται Διευθυντής του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα. Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα έφερε έναν δυνατό αέρα ποιότητας και χαρακτήρα. Πήρε κοντά του μια ομάδα από επιλεγμένα και ταλαντούχα νέα μέλη και προσπάθησε να δώσει ζωή στις σκέψεις του για το ελληνικό ραδιόφωνο και την κουλτουρα.

Στη συνέχεια, ο Μάνος, εμπλέκεται και ασχολείται πολύ περισσότερο με τα κοινά, εκφράζει ξεκάθαρα όλες του τις απόψεις. Δεν διστάζει να πάει κόντρα μέχρι και στον τότε Υπουργό Εθνικής Άμυνας, που του έκανε παρατήρηση για το περιεχόμενο των εκπομπών του στο Τρίτο Πρόγραμμα. Είναι ένας πραγματικός μάγκας της ελληνικής μουσικής σκηνής, του ελληνικού ραδιοφώνου και της εποχής του, πραγματικός, καθαρός που δεν φοβάται τίποτα και κανέναν.

Το 1985, εκδίδει και παρουσιάζει το περιοδικό του “Τέταρτο”, μέσα από το οποίο παρουσιάζονται καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα, αναφορικά και με τις πολιτικές τους διαστάσεις, και δημιουργεί τη δική του δισκογραφική εταιρία με το όνομα “Σείριος”.

Το 1989, ιδρύει την Ορχήστρα των Χρωμάτων, με σκοπό να παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο έργα κλασικών και σύγχρονων συνθετών. Μέχρι το τέλος της ζωής του, εκείνος την διήθυνε. Κατά την χρονική αυτή περίοδο, η έντονη ενασχόλησή του με τα κοινά της χώρας, είναι εμφανής μέσα από τα έργα του  “Η εποχή της Μελισσάνθης”, “Τα παράλογα”, “Πορνογραφία” , “Σκοτεινή μητέρα”, “Τα τραγούδια της αμαρτίας” και “Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς”.

Από τα έργα του, δεν θα μπορεούσαμε να μην ξεχωρίσουμε τον “Μεγάλο Ερωτικό”, τη “Ρωμαϊκή Αγορά” αλλά και την “Οδό Ονείρων”. Πρόκειται για έργα που μένουν πάντα επίκαιρα, πάντα θα θέλουμε να τα ακούμε και πάντα θα μιλούν στις καρδιές μας, όπως ακριβώς ήθελε και ο ίδιος.

Ο ίδιος έχει καταγράψει την εργογραφία του, αριθμώντας τα 51 πιο σημαντικά για εκείνον. Τα περισσότερα από τα αριθμημένα από τον ίδιο τον συνθέτη, είναι τα ακόλουθα:

Για μια μικρή λευκή αχιβάδα, ερ. 1 (σουίτα για πιάνο) 1947
Γυάλινος κόσμος (Θέατρο Τέχνης) 1947
Ματωμένος Γάμος, ερ. 3 (θέατρο) 1948
Λεωφορείον ο πόθος (θέατρο, τργδ: «χάρτινο το φεγγαράκι») 1949
Έξι λαϊκές ζωγραφιές, ερ. 5 (μπαλέτο) 1950
Καταραμένο Φίδι, ερ. 6 (σουίτα μπαλέτου) 1950
Ιονική σουίτα, ερ. 7 (έργο για πιάνο) 1952
Ο κύκλος του C.N.S. ερ. 8 (κύκλος τραγουδιών για βαρύτονο) 1953
Μαγική πόλις (κινηματογράφος, τργδ «Μια πόλη μαγική») 1954
Σουίτα για βιολί και πιάνο, ερ. 7α 1954
Στέλλα (κινηματογράφος), 1955
Ο κύκλος με την κιμωλία, ερ. 13 (θέατρο) 1957
Παραμύθι χωρίς όνομα, ερ. 11 (θέατρο) 1959
Όρνιθες, ερ. 14 (Αρχαία κωμωδία) 1959
Το νησί των γενναίων (κινηματογράφος) 1959
Ευρυδίκη (θέατρο, εκδόθηκε το ομώνυμο τργδ) 1960
Το ποτάμι (κινηματογράφος) 1960
Ελλάς, η χώρα των ονείρων (ντοκυμαντέρ) 1960
Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη (διασκευή 12 παλιών λαϊκών για ορχήστρα) 1961
Η κλέφτρα του Λονδίνου (θέατρο) 1961
The 300 Spartans (κινηματογράφος), 1961
Καίσαρ και Κλεοπάτρα, ερ 21 (θέατρο) 1962
Οδός ονείρων, ερ. 20 (θέατρο) 1962
Μαγική πόλις (θέατρο, σε συνεργασία με τον Μ. Θεοδωράκη) 1963
America – America (κινηματογράφος) 1963
Το χαμόγελο της Τζοκόντας, ερ. 22 (για ορχήστρα) 1964
Δεκαπέντε Εσπερινοί (διασκευή τραγουδιών για ορχήστρα) 1964
Μυθολογία, ερ. 23 (κύκλος τραγουδιών) 1965
Καπετάν Μιχάλης, ερ. 24 (θέατρο) 1966
Blue (κινηματογράφος) 1967
Reflections, ερ. 27 (10 τραγούδια με το New York Rock ‘n’ Roll Ensemble) 1968
Ρυθμολογία, ερ. 26 (έργο για πιάνο) 1971
Ο Μεγάλος Ερωτικός, ερ. 30 (κύκλος τραγουδιών) 1972
Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι κι ο Αλκιβιάδης, ερ. 32 (κύκλος τραγουδιών σε θεατρική μορφή) 1973
Sweet movie (κινηματογράφος) 1974
Αθανασία ερ. 31α (κύκλος τραγουδιών) 1975
Τα παράλογα, ερ. 32 (κύκλος τραγουδιών) 1976
A la recherché de l’ Atlantide I & II (ντοκυμαντέρ) 1977
Η Εποχή της Μελισσάνθης, ερ. 37 (καντάτα) 1980
Για την Ελένη, ερ. 38 (κύκλος τραγουδιών) 1980
Πορνογραφία, ερ. 43 (μουσικό θέαμα), 1982
Χειμωνιάτικος Ήλιος, ερ. 44 (κύκλος τραγουδιών) 1983
Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς, ερ. 42 (κύκλος τραγουδιών) 1984
Σκοτεινή Μητέρα, ερ. 45 (κύκλος τραγουδιών) 1986
Ήσυχες μέρες του Αυγούστου (κινηματογράφος) 1992
Αμοργός, ερ. 46 (καντάτα, ανολοκλήρωτο, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη) 1997
Τα τραγούδια της αμαρτίας, ερ. 50 (κύκλος τραγουδιών, ανολοκλήρωτο, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη) 1994 [ Πηγή: Βικιπαίδεια]

Πέρασαν 21 χρόνια από τον θάνατο αυτού του αθρώπου που άφησε ιστορία στη παγκόσμια μουσική, έναν άνθρωπο που δεν έχει εποχή, διαχρονικός, μοναδικός. Η μουσική του και το έργο του συνολικά θα μείνουν για πάντα στις καρδιές του ελληνικού λαού και όχι μόνο.

Θα μπορούσατε να θίξετε λίγο περισσότερο αυτό που λέτε στα «Σχόλια του Τρίτου» ότι, όταν ο άνθρωπος ξαναβρεί τον εαυτό του, θα πάψει η μουσική να είναι «ραβδί της αναπηρίας»;
«Ναι, γιατί η μουσική λίγο πολύ εκφράζει ανθρώπους που είναι ανάπηροι, είναι μισοί. Οταν ο άνθρωπος γίνει ολόκληρος, δεν θα έχει ανάγκη να φτιάχνει ήχους για να εκφραστεί, για να αισθανθεί πλήρης, αλλά θα μεταχειρίζεται μόνο τα τραγούδια για να επικοινωνήσει. Το τραγούδι θα είναι μια ερωτική πράξη, όπως ήταν στην αρχή».[Πηγή: Μάνος Χατζιδάκις, μια σπάνια συνέντευξη στον Ρένο Αποστολίδη, To Βήμα 20/06/1999]

Σχόλια

Exit mobile version