Με το Ζερμινάλ (1885), δέκατο τρίτο βιβλίο της σειράς Ρουγκόν Μακάρ, ο Ζολά επιχειρεί μια ρηξικέλευθη στροφή στον χώρο του μυθιστορήματος. Σε μια εποχή που σοσιαλιστικές ιδέες και αναρχικές θεωρήσεις κάνουν την εμφάνιση τους, ο Ζολά αρνείται να μιλήσει για μια ακόμη Έμμα Μποβαρύ, για μια ακόμη ιστορία μπουρζουαζίδικης θλίψης και ανεκπλήρωτου έρωτα. Αντ’ αυτού αποφασίζει να ενοχλήσει και να συνταράξει γράφοντας ένα έργο-ορόσημο που έχει για πρώτη φορά πρωταγωνιστές τους μεγάλους χαμένους της Γαλλικής Επανάστασης, τους εργάτες.
Όπως ο ίδιος γράφει στις προσωπικές του σημειώσεις, το έργο του συνοψίζεται στην «πάλη του κεφαλαίου και της δουλειάς. Σπρωξιά στην κοινωνία που τρίζει. Το πιο σημαντικό πράγμα για τον 20ο αιώνα. Η επανάσταση μέσον της πείνας», ενώ σε μια ανοιχτή του επιστολή αργότερα θα αναφέρει: «Ε, λοιπόν, ναι, είναι αλήθεια, δεν είχα παρά μία επιθυμία στο βιβλίο μου: να δείξω αυτούς τους εξαθλιωμένους, αυτούς που γίνονται θύματα της εκμετάλλευσης, αυτούς που ασφυκτιούν, όπως ακριβώς τους έχει καταντήσει η κοινωνία μας και να ξεσηκώσω τέτοιον οίκτο, να προκαλέσω τέτοια κραυγή για δικαιοσύνη, ώστε η Γαλλία να πάψει επιτέλους να επιτρέπει να την κατασπαράζουν». Με μια γραφή ακραιφνώς νατουραλιστική, ο Ζολά ξεδιπλώνει τις συνθήκες ανείπωτης καταπίεσης και εκμετάλλευσης που βίωνε το εργατικό δυναμικό της χώρας στα μεγάλα ορυχεία, καθηλώνοντας το σύγχρονο του αστικό αναγνωστικό κοινό με την καταγραφή του καθημερινού αγώνα για το ψωμί εκατομμυρίων ανθρώπων.
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στη Γαλλική επαρχία με πυρήνα τη ζωή της οικογένειας Μαέ, μιας τυπικής οικογένειας εργατών. Η αυθαιρεσία της ηγεσίας, η αδυναμία του εργάτη να διεκδικήσει τα στοιχειώδη, το χαμηλό προσδόκιμο ζωής, η πείνα και η φτώχεια δείχνουν να αποτελούν μια καθημερινότητα για τη ζωή ολόκληρου του εργατικού συνοικισμού, μια πραγματικότητα που κανείς δεν διανοείται να αντιπαλέψει. Η νομοτελειακή υποταγή σε ένα σύστημα που τους δίνει μόνο τα ελάχιστα για να κρατηθούν στη ζωή δεν αμφισβητείται παρά μόνο όταν τα νέα δυσμενή μέτρα της εταιρίας καθιστούν την εργασία σχεδόν δουλεία. Στον συνοικισμό έρχεται ο κεντρικός πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο νεαρός Ετιέν Λαντιέ, εμφορούμενος από τις πρώιμες σοσιαλιστικές ιδέες της εποχής και το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Το Ζερμινάλ παρουσιάσει τεράστιο ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί μία μαρτυρία των συνθηκών ζωής των εργατών στη Γαλλία– ο ίδιος ο Ζολά έμεινε πολύ καιρό με τους ανθρακωρύχους, δοκίμασε τη δουλειά στα ορυχεία και συμμετείχε σε συγκεντρώσεις του εργατικού κόμματος για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου-, ταυτόχρονα όμως και μια γνήσια κοινωνική κριτική για τις ταξικές ανισότητες – η αφήγηση των τεκταινομένων στα σπίτια των διευθυντών της εταιρίας όπου κυριαρχεί η υποκριτική διάθεση φιλανθρωπίας και η παντελής άγνοια περί των εργατικών διεκδικήσεων δημιουργεί μια ηχηρή αντίφαση με την διήγηση της ζωής των εργατών μέσω της οποίας ο Ζολά καταδεικνύει τους δυο κόσμους της Γαλλίας του.
Επιπλέον, το Ζερμινάλ είναι ένα αριστουργηματικά δομημένο ψυχογράφημα. Ο Ζολά, μέσα στη δίψα του για αλήθεια, πλάθει τους ήρωες του αδύναμους, εξαπατημένους, ερωτευμένους, επαναστάτες, αποκτηνωμένους, ιδωμένους όμως πάντα με ρεαλισμό και βαθιά ανθρωπιά. Δεν επιθυμεί να κρύψει την ερωτική ασυδοσία, τη σεξουαλική εκμετάλλευση, την απάνθρωπη σκληρότητα, τη διαστροφή, την αλλοφροσύνη τους για χάρη της εξιδανίκευσης ή του πολιτικού ορθολογισμού. Η κόρη των Μαέ και μεγάλη αγάπη του Ετιέν, η Κατερίνα, συγκροτεί έναν δυνατό, στη βάση του τρυφερό γυναικείο χαρακτήρα, που ξαφνιάζει με την πρακτικότητα και τον κυνισμό που επιδεικνύει καθώς προσπαθεί να επιβιώσει έχοντας τον δυσβάσταχτο ρόλο της γυναίκας και εργάτριας σε μια εποχή που τα δικαιώματα και των δυο κατηγοριών ήταν άγνωστα.
Ο Ετιέν πάλι, ο υποκινητής της απεργίας, προσφέρει σαν χαρακτήρας μεγάλο περιθώριο για παρατηρήσεις. Μέσω αυτού και των φλογερών διακηρύξεων του για κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και των φιλοσοφικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων του με άλλους χαρακτήρες, αντιλαμβανόμαστε την πρόσληψη σοσιαλιστικών ιδεών στην γαλλική κοινωνία του 19ου αιώνα, τον φόβο των διευθυντών για την προσχώρηση στη Διεθνή, την αόριστη ελπίδα για κλιμάκωση των αγώνων, την αναφορά στο έργο του Μαρξ, και όλα αυτά λίγα χρόνια μετά την αποτυχία της Παρισινής Κομμούνας του 1871, της σπουδαίας στιγμής της εξέγερσης του εργατικού κινήματος στην Γαλλική ιστορία. Τέλος, μια μορφή που αξίζει το ενδιαφέρον μας είναι ο αιρετικός Ρώσος Σουβάριν, άντρας με μυστηριώδες παρελθόν που αντιτίθεται στο όραμα του Ετιέν, απορρίπτοντας το για το αναρχικό ιδεώδες του Μπακούνιν. «Δεν θα είστε ποτέ άξιοι για ευτυχία όσο το μίσος σας για τους μπουρζουάδες θα προέρχεται μόνο από τον έξαλλο πόθο σας να γίνετε και εσείς μπουρζουάδες».
Το Ζερμινάλ είναι ένα κλασσικό έργο αναγνωρισμένης σπουδαιότητας που καθιέρωσε τον Ζολά ανάμεσα στους μεγαλύτερους Γάλλους συγγραφείς. Δεν είναι ωστόσο μόνο η ιστορική του αξία και η λογοτεχνική του ποιότητα που το καθιστούν μοναδικό, είναι και η διαχρονικότητα του. Πάντα αναλογικά και προσαρμοσμένα στα σύγχρονα δεδομένα, η κατάλυση εργασιακών δικαιωμάτων και η καταστρατήγηση μεγάλου μέρους της εργατικής νομοθεσίας που γνώρισε η χώρα μας τα τελευταία πέντε χρόνια μας θυμίζει ότι ακόμη και εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, οι αγώνες για την διεκδίκηση εργατικών δικαιωμάτων δεν παύουν ποτέ να είναι επίκαιροι.
• Το Ζερμινάλ έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος Σ.Ι (1998) και Λιβάνης (1994).
• Έχει μεταφερθεί δύο φορές στον κινηματογράφο, μία το 1963 και μία το 1993. Η δεύτερη κέρδισε το βραβείο Σεζάρ καλύτερης ταινίας.