-Διάολε, κοίτα πώς κατέντησες. Αφέντης καμαρώνεσαι μα δούλος είσαι. Κι αυτή την ψεύτικη ελευθερία σου ποτίζουν οι τόσοι κάθε μέρα, κι εσύ περήφανος τα στήθια σου προτάζεις να τ’ αρνηθείς όλα του κόσμου όσα λένε και στην παγίδα πέφτεις μονομιάς και πρώτος πρώτος κορόϊδο πιάνεσαι , χειρότερος απ’ όλους .Και παστρικά τα έχεις όλα σου τα κτήματα κι όλες σου τις ιδέες για σένανε κρατείς και με την πρώτη ευκαιρία αρπάζεσαι που ο γείτονας θέλει να σε κερδίσει σ’ αυτό το διάλογο τον ανούσιο και ξεχνάς τις ώρες που σκεφτόσουνα να γίνεις άνθρωπος που σκέφτεται ανθρώπους. Κι όταν πάλι επάλεψες για το χαμένο μερτικό, εξέχασες πως δεν είσαι μονάχος κι άρχισες τις φωνές και τα συχτίρια κι όποιονε πάρει ο χάρος. Και δίπλα σου επείναγε το κοπέλι του γείτονα κι εσύ το ξέχασες γιατί σήμερα δε θα ‘χεις κρέας αχνιστό, μονάχα χόρτα και κριθάρι. Και σαν ξεκίνησες να πας για τη δουλειά, ούτε φύλλο ούτε ανθό άφησες ριζωμένο, αφού μες τα νεύρα σου δεν ήθελες να αγγίξεις άνθρωπο, μήτε ζωντανό, ετσάκησες τα χόρτα. Κι αυτά τα χόρτα έψαχνες ανόητε μεθαύριο κι έριχνες τα καντήλια σου μπροστά απ’ το ξωκλήσι, γιατί δεν τα ‘βρηκες πουθενά κι έπρεπε πάλι να πεζέψεις στο χωριό να αγοράσεις απ’ τους ξένους. Και τι στο καλό σ’ έπιασε με τα παιδούλια που πετούσανε πέτρες στο χωράφι; Κι έβριζες ζώντες και νεκρούς γιατί λέει τα μούλικα δεν έχουν μάθει τρόπους απ’ το σπίτι, κι έβριζε και το δικό σου το κοπέλι μαζί με ‘σένα. Συνείδηση το λες εσύ αυτό; Ηθική και γαλήνη;
-Μα αφέντη μου, καλέ μου αφέντη, δεν έκανα όπως πρόσταξες; Δε σου ‘φερα ό,τι ζήτησες; Ποιό είναι το κρίμα μου και ποια η αμαρτία μου αφέντη;
-Δε θα σου πω εγώ τι χάλασες και πού ξεχάστηκες. Μα θα σου πω ετούτο. Όποιος κι αν είσαι κι ό,τι και να κάνεις, ο άνθρωπος πρέπει να μένει άνθρωπος και να σώζεται απ’ τα ανούσια κι ανήθικα της μέρας, γιατί η νύχτα είναι βαριά και τον πλακώνει το κρεβάτι κι όλες οι σκέψεις οι βρώμικες. Και βρώμικες είναι αυτές που σε κάμουν να ξεχνάς την ανθρωπιά και την αξία σου. Εγώ ελεύτερο σε έχω κι εσύ θέλεις αφέντη με καλείς. Γιατί φοβάσαι τι κρύβεται μες την ελευθερία; Γιατί δε σώνεις τον εαυτό σου απ ‘τα ασήμαντα; Ξύπνα Γεράσιμε. Ξημέρωσε κι εσύ κοιμάσαι.