Κλεφτές ματιές μέσα στο ονειρικό σύμπαν του Tim Burton
Υπάρχουν φορές που ξεκινάς να δεις μια ταινία και καταλαβαίνεις ποιος την έχει σκηνοθετήσει από τη πρώτη σκηνή λόγω του ιδιαίτερου ύφους και της μοναδικότητας. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν αναμφίβολα οι ταινίες του Τιμ Μπάρτον. Όλες ενέχουν το στοιχείο του γοτθικού παραμυθιού με τους αλλόκοτους χαρακτήρες. Παράλληλα, μέσα σ ’αυτά τα ιδιαίτερα παραμύθια μ’ ένα παράδοξο τρόπο υπάρχει ένα ρεαλιστικό μήνυμα και οι χαρακτήρες ταλανίζονται από τα υπαρξιακά προβλήματα. Στις ταινίες του υπάρχει πάντα μια δόση ειρωνείας και το λεγόμενο μαύρο χιούμορ το οποίο δένει άψογα με την σκοτεινή και εκκεντρική ατμόσφαιρα που δημιουργεί.
Ο Τιμ Μπαρτον είναι φανερά επηρεασμένος από το κίνημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, ο Ψαλιδοχέρης δεν αποτελεί τίποτε παραπάνω από ένα προσωπικό του tribute στο “The Cabinet of Dr. Caligari”. Η επιρροή που έχει δεχτεί από το κίνημα αυτό είναι φανερή και στις ταινίες του “Batman Returns” που μοιάζει να ξεπροβάλει μέσα από τη φαντασία του Fritz Lang αλλά και στις έντονες εξπρεσιονιστικές, γεμάτες κοντράστ, έγχρωμες εικόνες που βλέπουμε στην ταινία, “Sweeney Todd: The Demon Barber of Fleet Street” (2007).
«Οι ταινίες που αγαπώ είναι κάτι σαν αυτό που σου συμβαίνει όταν είσαι παιδί και διαβάζεις μια περίεργη ιστορία ή ένα λαϊκό παραμύθι. Υπάρχει κάτι πρωτόγονο μέσα τους. Πολλές ταινίες από αυτές που μου αρέσουν, διαθέτουν το χάρισμα τα ελαττώματά τους να είναι και οι αρετές τους. Αυτές είναι οι ταινίες που όταν προβάλλονται τις βλέπω κάθε φορά. Πείτε το μαζοχισμό. Δεν ξέρω. Είναι ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου.»
O Μπαρτον είναι αναμφίβολα ένας από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες της 7ης τέχνης. Εμείς, με αφορμή τη κυκλοφορία της νέας του ταινίας «Βig Eyes» κάναμε ένα αφιέρωμα στο έργο του.
Εβίτα Γοργορίνη
Beetlejuice – Σκαθαροζούμης (1988)
Μετά την εισπρακτική επιτυχία του «Pee-wee’s Big Adventure», ο Τιμ Μπάρτον δεν έβρισκε κανένα καλό σενάριο για την επόμενη ταινία του. Μέχρι που έλαβε το σενάριο του Μάικλ ΜακΝτάουελ με τίτλο “Ο Σκαθαροζούμης”.
Η αρχική επιλογή του Μπάρτον για τον ομώνυμο ρόλο ήταν ο Σάμυ Ντέιβις Τζούνιορ, αλλά οι παραγωγοί πρότειναν τον Μάικλ Κίτον. Ακολούθησε η Τζίνα Ντέιβις. Για το υπόλοιπο καστ χρειάστηκε πολύς χρόνος να τους πείσουν να παίξουν, λόγω του παράξενου σεναρίου.
Η ιστορία πάει κάπως έτσι: Η Μπάρμπαρα και ο Άνταμ Μέιτλαντ αποφασίζουν να περάσουν τις διακοπές του διακοσμώντας το καινούριο τους σπίτι. Ενώ το ζευγάρι επιστρέφει από την πόλη, η Μπάρμπαρα για να αποφύγει να χτυπήσει ένα σκύλο, ρίχνει το αυτοκίνητο από μια γέφυρα και σκοτώνονται. Επιστρέφουν σπίτι σαν πνεύματα και συνειδητοποιούν ότι μπορεί και να έχουν πεθάνει. Ένα βιβλίο με τον τίτλο Εγχειρίδιο για τους «Πρόσφατα Πεθαμένους», τους κάνει ακόμα πιο καχύποπτους ότι είναι όντως νεκροί.
Στην πορεία, η ήσυχη νεκρή ζωή των Μέιτλαντ διακόπτεται όταν το σπίτι τους πωλείται και η ενοχλητική οικογένεια από τη Νέα Υόρκη έρχεται να εγκατασταθεί. Οι Ντιτζ μεταμορφώνουν το σπίτι σε εκκεντρικό και πλούσιο σε μοντέρνα τέχνη οίκημα. Οι Μέιτλαντ ζητούν βοήθεια από την μεταθανάτια κοινωνική τους λειτουργό, Τζούνο, που τους πληροφορεί ότι πρέπει να μείνουν στο σπίτι για 125 χρόνια και αν θέλουν οι Ντιτζ να φύγουν είναι στο δικό τους χέρι να τους τρομάξουν. Οι προσπάθειές τους όμως αποδίδονται άκαρπες.
Παρ’ όλο που το ζευγάρι παραμένει αόρατο στους Τσαρλς και Ντέλια, η κόρη τους Λίντια μπορεί να το βλέπει και μάλιστα γίνεται φίλη μαζί τους. Οι Μέιτλαντ, και ενώ η Τζούνο τους προειδοποίησε να μην το κάνουν, επικοινωνούν με τον Σκαθαροζούμη, ένα βιοεξορκιστή, για να διώξει τους Ντιτζ. Ο Σκαθαροζούμης όμως ενδιαφέρεται περισσότερο για τη Λίντια και μάλιστα για το γάμο του μαζί της, με σκοπό να επιστρέψει στη χώρα των ζωντανών. Θα χρειαστεί η συνεργασία των Μέιτλαντ με την Λίντια για να νικήσουν το Σκαθαροζούμη και να τον στείλουν για πάντα στον άλλον κόσμο.
Το Beetlejuice («Ο Σκαθαροζούμης») είναι μια ταινία που βασίστηκε σε μία πρωτότυπη ιδέα του Tim Burton και όσοι είχαν την τύχη να τη δουν, εξακολουθούν να τη θυμούνται μέχρι σήμερα. Με πρωταγωνιστή τον μεγάλο Μάικλ Κίτον, καθώς και με ένα πολύ ισχυρό καστ, η ταινία μεταμορφώθηκε από ό,τι θα μπορούσε να ήταν μια σκέτη αποτυχία σε ένα κλασικό cult που θα θυμόμαστε για πολύ καιρό. Το Beetlejuice δεν είναι απλώς μια πολύ περίεργη ταινία που εξερευνά τη ζωή μετά το θάνατο. Είναι και μια από τις πιο αστείες, μαύρες κωμωδίες που έχετε δει. Για να είμαι ειλικρινής, στην ταινία επικρατεί ένα παράξενο κλίμα και ένα ιδιότυπο χιούμορ, δεδομένου ότι είναι μια μαύρη κωμωδία του Tim Burton. Παρόλα αυτά, είναι μία κλασική ταινία του ’80 που πρέπει να βάλετε στη Watchlist σας.
Σάββας Χρυσικόπουλος
Edward Scissorhands – Ο Ψαλιδοχέρης (1990)
Ταινία του ’90, από τις πρώτες του Tim Burton, ίσως και η πιο χαρακτηριστική του. Με τον «Ψαλιδοχέρη», ο σκηνοθέτης ανοίγει τον δρόμο προς την μαύρη κωμωδία, αν και η συγκεκριμένη ταινία συνδυάζει δράμα με κωμωδία και φαντασία. Η υπόθεση αρκετά κλασσική, ο λάθος άνδρας ερωτεύεται τη λάθος κοπέλα και η ταινία εξελίσσεται γύρω από την προσπάθειά του να την κερδίσει, η οποία είναι διανθισμένη με αποχρώσεις μαύρου χιούμορ, την ίδια δηλαδή την υπογραφή του σκηνοθέτη. Ο υπέροχος Johnny Depp σε έναν ρόλο αρκετά συναισθηματικό του οποίου η φήμη θα τον συνοδεύει σε ολόκληρη την κινηματογραφική καριέρα του. Ενδιαφέρουσα και η επιλογή της Winona Ryder, αφού οι πρωταγωνιστές δείχνουν να μοιράζονται μια ιδιαίτερη χημεία.
Το ενδιαφέρον είναι πως ο ίδιος ο χαρακτήρας του Ψαλιδοχέρη (Edward Scissorhands) προήλθε από μία ζωγραφιά του σκηνοθέτη σε μια προσπάθεια να περιγράψει την αποξένωση που ένιωθε κατά τη διάρκεια της εφηβείας του. Με λίγα λόγια, η ψυχολογία του Tim Burton όσον αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις παίρνει σάρκα και οστά, δημιουργώντας τον βασικό χαρακτήρα της ταινίας, έναν άνδρα που στη θέση των χεριών του έχει ψαλίδια. Ακόμα, με την ταινία αυτή καθιερώνεται το αγαπημένο κινηματογραφικό δίδυμο Tim Burton-Johnny Depp καθώς ήταν η πρώτη συνεργασία τους. Σε κάθε περίπτωση, «Ο Ψαλιδοχέρης» είναι μια ταινία διαχρονική που θα μας γεννά τα ίδια συναισθήματα όσες φορές και αν την δούμε, την ίδια νοσταλγία, την ίδια συμπάθεια για τον Edward και την ανεκπλήρωτη αγάπη του.
Μαρία Τσαουσίδου
Ed Wood (1994)
Το Ed Wood δεν είναι παραμύθι. Δεν είναι πολύχρωμο, δεν έχει μαγευτικά εφέ, ούτε φανταστικούς κόσμους.
Ξεκινώντας να το δω ήξερα πως ήταν βιογραφική ταινία, επομένως έψαξα στο Ίντερνετ για πληροφορίες σχετικά με το αληθινό πρόσωπο. Διάβασα πως ήταν ένας σκηνοθέτης που ξεκίνησε με πολύ φτηνές παραγωγές στη δεκαετία του ‘50 και τελικά πέρασε στο “sexploitation”, χωρίς ποτέ να γίνει ευρέως γνωστός εν ζωή, αλλά μόνο μετά το θάνατό του όταν κέρδισε τον τίτλο του χειρότερου σκηνοθέτη όλων των εποχών.
Με αυτά κατά νου, περίμενα να δω μια ταινία που θα χρησίμευε ως κυνικό πρίσμα για το θεατή, ώστε να δούμε όλοι τον Ed Wood όπως πραγματικά ήταν (σύμφωνα με τα κατάστιχα του διαδικτύου): ένας φτηνός και αποτυχημένος, σχεδόν ανάξιος λόγου σκηνοθέτης. Περίμενα μια ταινία αν όχι σατιρική, τότε σίγουρα ωμά περιφρονητική.
Αντ’ αυτού, ο Tim Burton επιλέγει να ρίξει μια πιο ζεστή και συμπονετική ματιά πάνω στο συνάδελφό του. Ενώνει όλα τα κομμάτια του παζλ, τις πληροφορίες που μπορεί να βρει κανείς για τον Wood (Johnny Depp), και μας παραδίδει έναν άνθρωπο ονειροπόλο, εργατικό, οραματιστή, που παλεύει με νύχια και με δόντια να ξεχωρίσει χωρίς να καταφέρνει πολλά. Στην ιστορία συνυφαίνει και την προσωπική του ζωή, το cross-dressing (στον Ed Wood άρεσε να φοράει γυναικεία ρούχα) που του δημιούργησε αρκετά προβλήματα στις ερωτικές σχέσεις, αλλά και την κατανόηση που βρήκε γι’ αυτό στην κοπέλα που τελικά παντρεύτηκε, καθώς και τη στενή φιλία του με τον Bela Lugosi (Martin Landau) που ήταν πασίγνωστος για το ρόλο του ως Δράκουλας, αλλά πλέον ξεπεσμένος, στα όρια της ανέχειας και εθισμένος στη μορφίνη.
Ο Burton αφαιρεί κάθε νόημα (αν ποτέ είχε) από το να δει κάποιος τις ταινίες του Wood. Απαντά στη χλεύη προς το πρόσωπό του αναιρώντας τη, και αφήνοντας στη θέση της (και στη θέση της δουλειάς του ίδιου του Wood) μια αριστουργηματική ταινία, έναν φόρο τιμής προορισμένο για τον ίδιο τον άνθρωπο.
Πετρινούλα Διονυσίου
Big Fish (2003)
Εάν αφαιρέσεις από τη ζωή το παραμύθι τι απομένει;
Ίσως η πιο «εναλλακτική» ταινία του Τιμ Μπάρτον από την άποψη ότι δεν ανήκει απόλυτα στο χαρακτηριστικό του ύφος, σκηνοθετικά. Η γοτθική ατμόσφαιρα είναι περιορισμένη σε σχέση με τις υπόλοιπες ταινίες του ωστόσο αυτό που παραμένει είναι το στοιχείο της φαντασίας. Επομένως σεναριακά το στοιχείο του παραμυθιού υπάρχει και εδώ. Η ταινία στήνεται μέσα από φλάσμπακ της παιδικής ηλικίας του ήρωα, γιου ενός «ψεύτη», ο οποίος έχει δημιουργήσει έναν φανταστικό-παραμυθένιο κόσμο. Ο γιός είναι ενοχλημένος που ο πατέρας του αφηγείται τις ιστορίες με μια δόση υπερβολής και προσπαθεί να βγάλει το στοιχείο του παραμυθιού ώστε να εντοπίσει τα πραγματικά γεγονότα.
Μέσα από πολύ χιούμορ και φαντασία διαφαίνεται η μεγαλύτερη αλήθεια: η ζωή είναι πηγή έμπνευσης, είναι το μεγαλύτερο παραμύθι. Ούτε η αλήθεια, ούτε το ψέμα, ούτε η ίδια η ζωή είναι ποτέ μονοδιάστατα και ούτε πρέπει να είναι γιατί αυτή είναι η μαγεία τους. Μια μουντή καθημερινότητα, μια ζωή γεμάτη απωθημένα μπορεί να καταστρέψει το άτομο. Γι’ αυτό πρέπει να ζει κανείς τη ζωή του και να μην αφήνει τίποτα για αύριο. Μια συγκινητική άλλα πολύ αισιόδοξη ταινία για ένα «μεγάλο ψάρι», που ενώ η μικρή λίμνη δεν τον χώραγε, κατάφερε να μην πνιγεί στον ωκεανό… Μια ταινία που κυλάει αβίαστα, σουρεαλιστική και παράλληλα μ’ ένα ρεαλιστικό μήνυμα για τη ζωή και την καθημερινότητα μας. Εν τέλει, ίσως και να είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές ταινίες του Τιμ Μπάρτον αφού διαφαίνεται ξεκάθαρα όλο αυτό το παράδοξο που διατρέχει το κινηματογραφικό του έργο γενικότερα.
Εβίτα Γοργορίνη
Charlie and the Chocolate Factory – Ο Τσάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας (2005)
Ανέκαθεν ο Tim Burton είχε αδυναμία στην αφήγηση παιδικών ιστοριών (The Nightmare Before Christmas, Corpse Bride, Frankenweenie, Alice in Wonderland, Lost in Oz), όλων ιδωμένων όμως μέσα από μια πιο «σκοτεινή» οπτική γωνία. Είτε από άποψη εικόνων και χρωματικών επιλογών είτε από άποψη θεματολογίας, ο Καλιφορνέζος σκηνοθέτης και συγγραφέας ξεφεύγει από τις συνήθεις τρυφερές παιδικές ιστορίες και εντάσσει στις ταινίες του θέματα του ενήλικου κόσμου όπως ο θάνατος, η κακία, η απληστία κ.λπ. Όπως δήλωσε, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο επέλεξε να διασκευάσει και το κλασικό παραμύθι του Roald Dahl “Charlie and the Chocolate Factory” επειδή «σέβεται το γεγονός ότι τα παιδιά μπορούν να είναι ενήλικες και είναι από τις πρώτες φορές που παιδική λογοτεχνία αναφέρεται σε σκοτεινότερα θέματα και συναισθήματα».
Η ταινία περιγράφει την προσπάθεια του εκκεντρικού σοκολατοποιού Willy Wonka, που έχει αφιερώσει μια ολόκληρη ζωή στην ανάπτυξη της αυτοκρατορίας του, να βρει το διάδοχό του. Ύστερα από έναν «σοκολατένιο» διαγωνισμό πέντε παιδιά, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, κερδίζουν τα χρυσά εισιτήρια που τους επιτρέπουν να είναι οι πρώτοι που θα μπουν μετά από 15 χρόνια στο αποκομμένο απ’ τον υπόλοιπο κόσμο εργοστάσιο. Τι συμβαίνει όμως σε αυτήν την ιδιαίτερη ξενάγηση;
Κάθε παιδικός χαρακτήρας αντικατοπτρίζει και ένα πρόβλημα της σύγχρονης κοινωνίας: υπερκαταναλωτισμός, απληστία, λαιμαργία, αποχαύνωση-απομόνωση και φτώχεια. Το ηθικό δίδαγμα της ταινίας είναι ξεκάθαρο. Οι ερμηνείες των Johnny Depp ως Willy Wonka και Freddie Highmore ως Charlie καθώς και τα εντυπωσιακά αλλά χωρίς υπερβολή γραφικά συνιστούν σημαντικά προτερήματα της ταινίας. Πρόκειται για ένα φαντασμαγορικό, πολύχρωμο, διδακτικό και ευρηματικό παραμύθι που αν και λίγο κυνικό σε ορισμένα σημεία (Tim Burton είναι αυτός) απευθύνεται σε όλη την οικογένεια. Από τις πιο επιτυχημένες δουλειές του σκηνοθέτη θα τολμούσα να πω.
Δήμητρα Τσώλη
Sweeney Todd: The Demon Barber of Fleet Street – Σουίνι Τοντ – Ο Φονικός Κουρέας της οδού Φλιτ (2007)
Τim Burton – Johnny Depp ένα από τα πιο επιτυχημένα και εμπορικά δίδυμα του σύγχρονου κινηματογράφου. Σίγουρα ένα δίδυμο που δεν περνάει απαρατήρητο σε οποιαδήποτε παραγωγή και αν συμμετάσχει! Και όχι άδικα!
Ο κουρέας Sweeney Todd τιμωρείται άδικα από το διεφθαρμένο δικαστή Turpin και φυλακίζεται, διψασμένος για εκδίκηση, για τη δική του ποινή αλλά και για τη σκληρή μοίρα της οικογένειας του. Όταν αποφυλακίζεται, επιστρέφει στο κουρείο του με έναν αιματηρό σκοπό: να παίρνει τα κεφάλια των κυρίων που τον επισκέπτονται και που του φέρθηκαν άτιμα στο παρελθόν. Βοηθός του θα είναι η διαβολική Μiss Lovett, η οποία έχει ένα μαγαζάκι με πίτες κάτω από το κουρείο, μόνο που οι πίτες που πουλάει δεν είναι τόσο αγνές όσο φαίνονται!
Ο Tim Burton για άλλη μια φορά δημιουργεί μια εφιαλτική ατμόσφαιρα, με τραγικούς ασπρόμαυρους χαρακτήρες. Τα μουντά χρώματα εναλλάσσονται με το κόκκινο, το οποίο πρωταγωνιστεί όταν η ασημένια φαλτσέτα του κουρέα πλησιάζει τα λαρύγγια των θυμάτων. Οι μουντές αποχρώσεις του γκρι συμβολίζουν το μίσος του ήρωα για εκδίκηση, και αντικαθιστούνται με ζωηρά χρώματα μόνο σε σκηνές όπου παρουσιάζεται το ευτυχισμένο παρελθόν. Αυτές οι εναλλαγές χρωμάτων όπου μας μεταφέρουν τις αντιθέσεις των συναισθημάτων των ηρώων, εφαρμόζονται από τον σκηνοθέτη και στη «Νεκρή Νύφη». Με αυτό τον τρόπο ο Tim Burton κερδίζει την Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας το 2008 για ένα ήδη κλασικό αριστούργημα. Επιπλέον, όσον αφορά το σκηνοθετικό κομμάτι, από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές είναι η περιγραφή της φαντασίωσης της Miss Lovett. Αφού υπογραμμίζεται, η παντελής έλλειψη επικοινωνίας που υπάρχει μέσα σε έναν διάλογο: καθώς η Miss Lovett παραληρεί παρασυρμένη από τον έρωτα ενώ ο Sweeney Todd, τραγουδάει με εμμονή εκστασιασμένος για εκδίκηση.
Αυτή η ταινία μας παρουσιάζει το πώς η εκδίκηση πολλές φορές εξωθεί τους ανθρώπους στα άκρα. Μπορεί όμως ένα τόσο βίαιο ένστικτο να έχει happy end;
Λίτσα Δημηνάκη
Alice in Wonderland – Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων (2010)
Ένα κλασσικό, διαχρονικό παραμύθι γραμμένο από τον Lewis Carol το 1865, γίνεται ταινία μέσα από τη φαντασία και τη δημιουργικότητα του Tim Burton. Η υπόθεση είναι γνωστή σε όλους μας: η Αλίκη μετά την πτώση της σε μια κουνελότρυπα μεταβαίνει σε ένα φανταστικό κόσμο και γνωρίζει ανεπανάληπτους χαρακτήρες που άλλοτε τη βοηθούν κι άλλοτε τη μπερδεύουν περισσότερο να βρει την άκρη με το τι συμβαίνει. Ο Tim Burton, προσθέτοντας μερικά ξένα από την αυθεντική ιστορία στοιχεία, παρουσιάζει μια νέα περιπέτεια, καθώς η 19χρονη πια Αλίκη επιστρέφει στη Χώρα των Θαυμάτων για πρώτη φορά μετά τα παιδικά της χρόνια, χωρίς όμως να έχει μνήμη των προηγούμενων περιπετειών της.
Mεγάλο ενδιαφέρον προκαλεί η «Μπαρτονική» αισθητική της ταινίας. Η Χώρα των Θαυμάτων είναι ένας κόσμος παραμυθένιος, ονειρικός, ιδεατός. Όμως μέσα από τη ματιά του σκηνοθέτη, ο κόσμος αυτός βρίσκεται σε παρακμή, στερείται ζωντάνιας και καλύπτεται από ζόφος και παγερότητα, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την ατμόσφαιρα του αρχικού παραμυθιού. Αν αναρωτηθήκατε ποτέ, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αφενός μεν ο Burton φημίζεται για τις σκοτεινές σκηνοθετικές επιλογές του και αφετέρου, διότι με αυτό τον τρόπο γίνεται αντιληπτή στους θεατές η τυραννία και η καταπίεση που σκορπά η Κόκκινη Βασίλισσα. Γι’ αυτό εξάλλου, με το πέρασμα της ταινίας και την εξέλιξη των γεγονότων παρατηρούμε ότι το χρώμα αρχίζει να ζωντανεύει και το περιβάλλον να γίνεται όλο και πιο φιλικό. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε…
Και φυσικά, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τη συμμετοχή τόσο καλών και ταιριαστών ηθοποιών: της Mia Wasikowska στο ρόλο της Αλίκης, της Helena Bonham Carter ως Κόκκινη Βασίλισσα, του Johnny Depp ως Τρελό Καπελά, της Anne Hathaway ως Λευκή Βασίλισσα και πολλών ακόμα. Συνιστώ ανεπιφύλακτα να δείτε την ταινία όσοι δεν το έχετε ήδη κάνει, ενώ όσοι την είδαν να την ξαναδούν! Καλή διασκέδαση!
Μάγδα Τασούλα
Dark Shadows (2012)
Μια από τις λίγες ταινίες του Τιμ Μπαρτον που δεν ενθουσίασε κοινό και κριτικούς. Βασισμένη σε μια σαπουνόπερα η οποία ξεκίνησε τέλη ’60s σχεδόν φυσιολογικά, για να γεμίσει στη πορεία με φανταστικά πλάσματα, αγαπήθηκε από το κοινό και παρέμεινε μια κλασσική cult σαπουνόπερα. H μεταφορά της στο σινεμά ήταν επιθυμία τόσο του Μπάρτον, όσο, κυρίως, του Τζόνι Ντεπ, που ήθελε εδώ και χρόνια να υποδυθεί το ρόλο του βρικόλακα Μπάρναμπας Κόλινς. Η ιστορία έχει να κάνει μ’ έναν βρικόλακα που ξυπνάει μετά από αιώνες λήθης λόγω της κατάρας μια μάγισσας.
Θα είμαι ειλικρινής, εμένα η ταινία μου άρεσε αρκετά. Νομίζω ότι είναι αυτό ακριβώς που περιμένεις να δεις από τον Τιμ Μπάρτον το γοτθικό σκηνικό, το μαύρο χιούμορ. Μ’ έκανε να γελάσω αρκετά. Η αλήθεια είναι ότι δε μπορεί κανείς ν’ αναζητήσει ένα βαθύτερο νόημα, κάποιον υπαρξιακό προβληματισμό ή δε ξέρω τι άλλο. Αλλά καμιά φορά όλα αυτά δεν είναι τόσο απαραίτητα. Εάν θέλει κανείς να δει μια ταινία για να περάσει την ώρα του ευχάριστα και να γελάσει μπορεί να την δει. Αυτό που ισχύει αντικειμενικά γι’ αυτή την ταινία είναι ότι ο Τιμ Μπάρτον ξεπερνά τον εαυτό του όσον αφορά τον σαρκασμό και το μαύρο χιούμορ.
Εβίτα Γοργορίνη
Big Eyes (2014)
Ο Μπάρτον είχε από παλιά εκδηλώσει το θαυμασμό του για τους πίνακες της Κιν που αποτελούν και επιρροές του. Η ιστορία αυτών των έργων κατά τη δεκαετία του εξήντα προκαλεί ρίγος. Το ζεύγος οδηγήθηκε στα δικαστήρια για την πατρότητα των έργων… αλλά την ιστορία θα τη δείτε επί της οθόνης. Εμείς απλά θα σας πούμε ότι αναμένεται να είναι ένα δυναμικό comeback για τον Τιμ Μπάρτον, ίσως και οσκαρικό όπως ήδη ακούγεται. Ειδικά μετά την απογοήτευση που προκάλεσε κατά κοινή ομολογία το Dark Shadows μπορούμε να πούμε ότι είναι μια ιδανική επιστροφή.