Site icon Frapress

T.S.Eliot, ένας απρόσιτος ποιητής

Ο ποιητής Τόμας Στερνς Έλιοτ είναι μια από τις πιο εμβληματικές ποιητικές προσωπικότητες του 20ού αιώνα, και η ανάγνωση του έργου του μια αληθινή πρόκληση, τόσο για αυτούς που αγαπούν την μοντέρνα ποίηση αλλά και για εκείνους που διατηρούν ακόμη τις αμφιβολίες τους απέναντί της.

Παρακάτω θα επιχειρηθεί μια προσέγγιση, επιφανειακή ίσως, του ποιητικού του προφίλ, πολύ περισσότερο μια ενθάρρυνση στους λιγότερο “μυημένους” στα μονοπάτια της ποιητικής ανάγνωσης, να μην αφήσουν κάποιο βιβλίο του Έλιοτ να περάσει από τα χέρια τους  ανεκμετάλλευτο σε περίπτωση που μια πρώτη επαφή μαζί του τους ξενίσει. Σύμφωνα και με την παρακίνηση του Σεφέρη: “…θα ήθελα, αν είχα την άδεια, να παρακινήσω τον αναγνώστη να προσπαθήσει να χαρεί την ποίηση του Έλιοτ με όλες τις ικανότητες που έχει για να χαρεί την ποίηση και με τα συναισθήματα που έχει μέσα του, έστω και αν δεν συμπίπτουν διόλου με τα συναισθήματα του Έλιοτ.” 

Η θέλησή μου να προχωρήσω στην ενθάρρυνση αυτή είναι η προσωπική μου εμπειρία με τον Έλιοτ, που μολονότι μεγάλο μέρος του έργου του δεν το έχω ακόμη διαβάσει- καθότι η λογοτεχνική του παραγωγή είναι σημαντική- πραγματικά με στιγμάτισε και άλλαξε όχι μονο τον τρόπο που διαβάζω ποίηση αλλά και επενέβη σημαντικά στον τρόπο που σκέφτομαι και αντιμετωπίζω τον κόσμο. Για την προσέγγιση αυτή θα χρειαστεί πρωτίστως και ως είθισται μια μικρή αναφορά στη ζωή του και έπειτα στο καλλιτεχνικό ρεύμα στο οποίο κινήθηκε:

Σύντομη σημείωση: στο κείμενό μου θα υπάρξουν πολλές παραπομπές στα λόγια του Γιώργου Σεφέρη σχετικά με τον Έλιοτ , ο οποίος μετέφραση για πρώτη φορά την Έρημη Χώρα (ποίημα σταθμό του Έλιοτ) στα ελληνικά, ήδη από το 1936 και έχει ασχοληθεί εκτενώς με το έργο του ποιητή.

Τ.Σ.Έλιοτ: Αμερικάνος στην καταγωγή (γεννήθηκε το 1888 στο Μιζούρι) μα που εγκαταστάθηκε στα 1915 στην Αγγλία και ύστερα απέκτησε την αγγλική υπηκοότητα. Σπουδαγμένος στα καλύτερα Πανεπιστήμια του κόσμου: Χάρβαρντ, Σορβόννη και Οξφόρδη, όπου μελέτησε αρχαία ελληνικά, λατινικά, ιστορία, γαλλική φιλολογία και φιλοσοφία. Στο Λονδίνο εργάστηκε για ένα διάστημα ως δάσκαλος σε διάφορα δημόσια σχολεία, κατόπιν προσελήφθη από τη βρεταννική τράπεζα Lloyds και εν τέλει, το 1925 ανέλαβε διευθυντής εκδόσεων στον γνωστό εκδοτικό οίκο Faber&Faber. Ως διευθυντής εκεί, συνέβαλε στην προώθηση του έργου πολλών ποιητών (νέων και μη). Συνδέθηκε στενά με τον Έζρα Πάουντ με τον οποίο γνωρίστηκε στην Αγγλία.

Έζησε την περίοδο που αναπτυσσόταν το ρεύμα του Μοντερνισμού και η δική του συμβολή στην ωρίμανση της μοντέρνας ποιητικής γραφής είναι θεμελιώδης. Η συνεισφορά του στην αγγλική και παγκόσμια λογοτεχνία είναι ανεκτίμητη και τον έργο του έχει τεράστια επίδραση στον κόσμο των γραμμάτων μέχρι και σήμερα. Η σημαντικότερη επιρροή που δέχτηκε ο ίδιος υπήρξε το έργο του Γάλλου Jules Laforgue.

Τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ το 1948. Ο θάνατος τον βρήκε στις 4 Ιανουαρίου του 1965. Οι στάχτες του βρίσκονται στην εκκλησία Saint Michael στο East Cocker μαζί με μια επιγραφή: ” In my beginning is my end, in my end is my beginning” ( στίχοι από το ομώνυμο ποίημά του East Cocker).

Ο Μοντερνισμός, αναφέρεται σε εκείνο το μέρος της ποιητικής εξέλιξης που αρχίζει από το έργο του Charles Baudelaire και συνεχίζεται ως και τα μεταπολεμικά χρόνια. Με άλλα λόγια, ο σπόρος τίθεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (1850 κ.ε.) και ωριμάζει σταδιακά κατά τις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ου. Το τι ακριβώς είναι αυτό το ρεύμα δεν μπορεί να οριστεί ικανοποιητικά, άλλωστε και κάθε είδους ορισμός δεν κατέχει ιδιαίτερη θέση στο χώρο της ποίησης, όποιου είδους. Όπως έγραψε και ο Γ.Σ.:

“Δεν είναι βέβαιο δύσκολο να δώσει κανείς λίγους αδρούς ορισμούς της σύγχρονης ποίησης. Όμως φοβούμαι πάντα μήπως ο ορισμός υποκαταστήσει ανέκκλητα το οριζόμενο.” 

Δεν θα ακολουθήσει λοιπόν κανένας ορισμός, παρά μόνο μια γενική εικόνα του τι περίπου θα συναντήσει κανείς αν επιλέξει να ασχοληθεί με τη μοντέρνα ποίηση. Η οποία βέβαια και πάλι είναι επίφοβη γιατί μπορεί εύκολα να απωθήσει τον επίδοξο αναγνώστη.

Το πνευματικό κίνημα του μοντερνισμού, εξεγέρθηκε ενάντια στον παραδοσιακό πολιτισμό με στόχο την κατάλυση των αξιών του ορθού λόγο, ενώ έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην υποκειμενική συνείδηση του ατόμου και την αλλοτρίωσή της, μια τάση που πυροδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την εμφάνιση και διατύπωση των ψυχολογικών θεωριών περί υποσυνειδήτου, που αναπτύσσονταν παράλληλα εκείνη την εποχή. Η “ανακάλυψη” της έννοιας του υποσυνειδήτου, μια έννοια που σήμερα θεωρούμε δεδομένη, προκάλεσε τότε μεγάλη αναταραχή. Υπό την επίδραση αυτή, ο μοντερνισμός αποτέλεσε το πεδίο της υποκειμενικής εποπτείας και της συνείδησης.

Βασικό γνώρισμα της μοντερνιστικής ποίησης είναι η διάλυση της μορφής και η διάθεση για πειραματισμό. Ο ελεύθερος στίχος κυριαρχεί, οι γραμματικοί και συντακτικοί κανόνες παραβιάζοντα, τα σημεία στίξης καταργούνται. Οι προτάσεις είναι ελλειπτικές και αποσπασματικές. Τα διακοσμητικά στοιχεία εγκαταλείπονται και το ύφος που υιοθετείται καταδικάζεται από πολλούς ως “αντι-ποιητικό”, ασύμβατο προς τις γνωστές και αποδεκτές ποιητικές τεχνικές και φόρμες. Η ποιητική γλώσσα γίνεται συμβολική, υπαινικτική και πολυσήμαντη και πολλές φορές μοιάζει να αδιαφορεί για την ανάγκη του αναγνώστη να την κατανοήσει. Επιχειρείται μια προσπάθεια υπονόμευσης της έννοιας της αρμονίας, της ομορφιάς και της λογικής, με τον τρόπο που νοούνταν μέχρι τότε. Θέλει κυρίως να καταδείξει ότι η  “η ανθρώπινη εμπειρία είναι υποχρεωτικά κατακερματισμένη και δεν μπορεί να έχει συνολική εποπτεία του κόσμου (Γ.Σ.) ” Ο μοντερνισμός καλλιεργεί το ιδεώδες του κλειστούς, εσωστρεφούς και αυτόνομου κειμένου.

Βασικό γνώρισμά του είναι-περισσότερο για τη λογοτεχνία- η ενότητα του χώρου (οι ήρωες τοποθετούνται συνήθως σε ένα συγκεκριμένο αστικό περιβάλλον) που συμπληρώνει την κατάτμηση του χρόνου που υιοθετείται. Τα γεγονότα παρατίθενται αφηρημένα και συνειρμικά, σαν ο ήρωας να παραπαίει ανάμεσα στην πραγματικότητα, τις αναμνήσεις και τους συνειρμούς του. Η ποίηση παίρνει “διαζύγιο” από τον εμπειρικό κόσμο και καθίσταται αυτάρκης και αυτόνομη.

Επιφανείς εκπρόσωποι της μοντέρνας ποίησης είναι  προσωπικότητες που οπωσδήποτε άφησαν βαθυ το στίγμα τους στην ιστορία της λογοτεχνίας, όπως ο Guillaume Apollinaire, o Paul Valery, o Rainer Maria Rilke, o Ezra Pound, o W.B.Yeats και ασφαλώς ο T.S.Eliot.

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΕΛΙΟΤ, από την εποχή του μέχρι σήμερα, έχει λεχθεί για αυτόν ότι είναι “δύσκολος, ακατανόητος και ψυχρός” ακόμη και για εκείνους που η αγγλική είναι η μητρική τους γλώσσα. Το πώς μπορεί όμως να χαρακτηριστεί ένα ποιητής ως “δύσκολος” δεν βασίζεται σε κάτι στέρεο και αντικειμενικό. Η ποίηση μπορεί από τη μια να θεωρηθεί ως η πιο δύσκολη τέχνη γιατί πράγματι είναι δύσκολο να συνδεθούν δυο ψυχές -του ποιητή και του αναγνώστη- μέσα από μια τόσο αφηρημένη μορφή έκφρασης, από την άλλη όμως ίσως να είναι η πιο εύκολη δίνοντας σε αυτόν που τη διαβάζει τη δυνατότητα να την ερμηνεύσει όπως νιώθει ο ίδιος. Ίσως πάλι, και θα χρησιμοποιήσω ξανά τα λόγια του Σεφέρη “σαν ποίηση, όλη η ποίηση είναι δύσκολη, με τη διαφορά πως, ενώ άλλοτε μας έδινε τον τρόπο να νομίζουμε πως την καταλαβαίνουμε, τώρα δεν μας αφήνει καμιά υπεκφυγή”. Όμως, οι ποιητές όπως και κάθε καλλιτέχνης ή τεχνίτης, θα πρέπει να κριθούν σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης τους, της οποίας τέχνης το υλικό είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τιθασευτεί. Και καθώς, περνώντας ο καιρός η ποίηση φαίνεται να γίνεται όλο και πιο δύσκολη, τόσο να τη διαβάσει κανείς όσο και να τη γράψει, ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε πως οι ποιητές δεν προσπαθούν να δυσκολέψουν την τέχνη τους με ελιτίστικο αέρα, μα το πιθανότερο είναι πως με το πέρασμα του χρόνου” η επικοινωνία μας έγινε τόσο δύσκολη ώστε να υπαγορεύει την ύπαρξη μιας τόσο δύσκολης τέχνης. ”  Πρέπει να θυμόμαστε πάντα πως ο ποιητής-και κάθε καλλιτέχνης- προπαντός προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον υπόλοιπό κόσμο, ίσως με έναν δυσπρόσιτο τρόπο καμιά φορά, μα πάντα αποζητά να ακουστεί. Και, προσωπικά για μένα, αυτή είναι η μοναδική δυσκολία της ποίησης : πως οι άνθρωποι δεν ξέρουμε να αφουγκραζόμαστε αυτά που θέλει να πει ο άλλος, δεν επιθυμούμε να τα καταλάβουμε μα να τα κρίνουμε και να τα ερμηνεύσουμε. Δοκιμάστε όμως να ακούσετε ποίηση και όχι να διαβάσετε. Η ποίηση είναι μια τέχνη προφορική, λέει ο Σεφέρης και ανατρέχει στον Όμηρο και τους ραψωδούς, και είναι πιο ωφέλιμο να την ακούμε παρά να τη διαβάζουμε. Άλλες φορές πάλι, φοβόμαστε τόσο μήπως δεν την καταλάβουμε- αδιανόητο το θεωρεί ο άνθρωπος να μην μπορεί να καταλάβει κάτι που είναι γραμμένο σε γράμματα που ξέρει να διαβάζει- που τελικά όντως δεν καταλαβαίνουμε τίποτα. ” Ο πολιτισμένος άνθρωπος, τις περισσότερες φορές ζητεί από την τέχνη να του λέει κάτι ή να μοιάζει  με κάτι, ενώ το έργο της τέχνης είναι  κάτι με το οποίο ερχόμαστε ή δεν ερχόμαστε σε επαφή.”

Ο Έλιοτ λοιπόν κατηγορήθηκε συχνά για ελιτισμό, ερμητισμό και ψυχρότητα, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένας άνθρωπος που θέλησε να φωνάξει το αίσθημα της φθοράς και της σήψης που το ένιωσε τόσο βαθιά. Ίσως ο τρόπος που γράφει να υπαγορεύει μια κάποια εξοικείωση με το ύφος του, όμως η “σκηνοθεσία” , οι λέξεις που τόσο αριστοτεχνικά χρησιμοποιεί, θα καταφέρουν τελικά να μεταβιβάσουν αβίαστα το συναίσθημα που περικλείουν.

Η δυσκολία που υπάρχει και που επιζητά πράγματι μια εξοικείωση και που σε μια πρώτη επαφή μπορεί να απωθήσει τον αναγνώστη, όπως είχε συμβεί και σε μένα την πρώτη φορά που επιχείρησα να τον διαβάσω, οφείλεται εν μέρει στον τρόπο συνοχής των ποιηματων, ο οποίος δεν βασίζεται σε λογική, αλλά περισσότερο σε ψυχολογική και συναισθηματική αλληλουχία των ιδεώ και των εικόνων, και έπειτα σε τρία ακόμη χαρακτηριστικά της ποίησης του Έλιοτ:

Πρώτον, η ποίησή του δεν είναι λυρική, αλλά δραματική, με την έννοια της θεατρικότητας, σα να έχουμε μπροστά μας μια θεατρική σκηνή. Το στοιχείο ατό είναι έκδηλο στην Έρημη Χώρα. Σύμφωνα με τον Σεφέρη, η δυσκολία της ποίησης του Έλιοτ, έγκειται περισσότερο στο ότι πίσω από το δράμα που δημιουργείται από τον τρόπο που χρησιμοποιεί τις λέξεις του, ένα εξωτερικό, “μορφολογικό” δράμα, παίζεται κι άλλο ένα ακόμη βαθύτερο και παράλληλο προς το πρώτο, το νοηματικό δράμα, το οποίο ακριβώς οδηγεί τις λέξεις να τοποθετηθούν με τέτοιον τρόπο ώστε να τονίσουν την ατμόσφαιρα και το συναίσθημα που θέλει να εκφράσει ο ποιητής. Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Έλιοτ έχει γράψει και θεατρικά έργα σημαντική ποσότητας και ποιότητας.

Δεύτερον, ο Έλιοτ είναι ένας ποιητής με έντονο ιστορικό συναίσθημα. Η “ιστορική αίσθηση” όπως έλεγε και ο ίδιος ” είναι απαραίτητη για όποιον θέλει να συνεχίσει να είναι ποιητής και μετά τα 25 του χρόνια”. Ως ιστορική αίσθηση εννοούσε την επίγνωση και διατράνωση της πολιτισμικής και λογοτεχνικής κληρονομιάς μας.

Ακριβώς με αυτήν την αίσθηση του Έλιοτ, συνδέεται και η τρίτη ποιητική του ιδιοτυπία, η οποία για μένα πράγματι αποτέλεσε βασική δυσκολία στην ανάγνωση της ποίησής του και η οποία απαντάται και σε άλλους καλλιτέχνες του συγκεκριμένου ρεύματος ( βλ. James Joyce). Πρόκειται για τις παραθέσεις ή πραφράσεις αποσπασμάτων ξένων κειμένων που συναντά κανείς σε όλα του τα ποιητικά έργα. Μπορεί μια τέτοια τεχνική να χαρακτηριστεί εύκολα ως αντιγραφή, όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Το αντίθετο μάλιστα. Για να πετύχει κανείς να γράφει ποίηση χρησιμοποιώντας αυτήν την τεχνική θα πρέπει να έχει γνωρίσει σε βάθος όλη την ποίηση και ταυτόχρονα να κατέχει τη γνώση πολλών γλωσσών. Η ποήση, κακά τα ψέματα, γίνεται αντιληπτή με πολύ διαφορετικό τρόπο όταν την διαβάζουμε στην αυθεντική γλώσσα γραφής, όσο καλός κι αν ήταν ο μεταφραστής. Έτσι σε αυτήν την τεχνική ιδιορυθμία που ακολουθεί ο Έλιοτ, ο Σεφέρης υποστηρίζει πως διαφαίνεται πολύ περισσότερο ένα αίσθημα αλληλεγγύης παρά ερμητισμού. Ο Έλιοτ δεν απομονώνεται ως καλλιτέχνης. Με τον προσωπικό του τόνο παρασέρνει μαζί του και άλλες φωνές, εναρμονισμένες με την ποίησή του, χρωματισμένες από τον ίδιο, που παραμένουν όμως ανεξάρτητες. Σε ένα από τα δοκίμιά του γράφει : “το ιστορικό αίσθημα υποχρεώνει τον ποιητή να γράφει όχι μόνο με την δική του γενιά μέσα στα κόκκαλά του αλλά με την αίσθηση ότι όλη η λογοτεχνία της Ευρώπης, από τον Όμηρο και μέσα σε αυτή ολόκληρη η λογοτεχνία του τόπου του, αποτελούν μια ταυτόχρονη τάξη.”  Επομένως οι ξένοι στίχοι που συνυφαίνονται με τα ποιήματά του, όσο κι αν είναι αποκρυσταλλώσεις άλλων δημιουργών, δεν μπορούμε να πούμε πως είναι ξένα σώματα που απλώς παρατίθετναι ανάμεσα στα δικά του δημιουργήματα, αλλά εναρμονίζονται αβίαστα μέσα στη γενική ατμόσφαιρα του Έλιοτ.

Με λίγα λόγια, το συμπέρασμα από όσους επέμειναν να μελετήσουν τον Έλιοτ, είναι ότι η αρχική απόσταση που δημιουργεί ο λόγος του από τον αναγνώστη, δεν είναι παρά ο τρόπος του Έλιοτ να “στοχάζεται σε βάθος την ανθρώπινη κατάσταση και να οργανώνει με τρομακτική διαύγεια το ποιητικό του υλικό.” (Χάρης Βλαβιανός, Τέσσερα Κουαρτέτα, εκδόσεις Παττάκη). Η ποίηση δεν γίνεται αντιληπτή από όλους με τον ίδιο τρόπο, ούτε προσφέρει τα ίδια πράγματα σε όλους. Οπωσδήποτε όμως, με κάποιον μαγικό τρόπο, όσο απελπισμένη ή αφηρημένη κι αν μας φανεί σε μια πρώτη ανάγνωση  “μας σώζει πάντα από την ταραχή των παθών” (Γ.Σ.). 

Έχοντας ξεκινήσει σχετικά πρόσφατα την ανάγνωση του Έλιοτ, ο ενθουσιασμός που με κατέβαλε με οδήγησε στην ανάγκη να θέλω τόσο να τον μοιραστώ. Κι αυτός ο ενθουσιασμός πηγάζει από τις εξής διαπιστώσεις: πρώτα από όλα, ξεκινώντας να διαβάσουμε έναν ποιητή πρέπει να ανακαλύψουμε το “σωστό” βιβλίο για να ξεκινήσουμε την ανάγνωση. Από τη δική μου πλευρά, το να ξεκινησω με την Έρημη Χώρα δεν ωφέλησε, τα Τέσσερα Κουαρτέτα όμως ήταν το κατάλληλο βιβλίο για να καταλάβω τι πήγα να χάσω. Και μέσα από την ανάγνωση των Τεσσάρων Κουαρτέτων- αλλά και την ακρόαση, καθώς η έκδοση που έχω συνοδεύεται από ηχητικό υλικό με τον Έλιοτ να απαγγέλει- είδα να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου με τον πιο παραστατικό τρόπο η επίπονη προσπάθεια που χρειάζεται για να αφουγκραστείς τον άλλον και τον κόσμο γύρω σου, να διακρίνεις την ομορφιά, να ταυτιστείς με πράγματα, να τα καταφέρεις και στο τέλος να καταλάβεις. Τι; Δεν μπορώ να πω. Ο καθένας μας κάτι άλλο. Συνιστώ λοιπόν την ανάγνωση και προπάντων την ακρόαση ποιημάτων του Έλιοτ.

Γι’αυτό και αντί επιλόγου, ο ίδιος ο Έλιοτ να απαγγέλι το πρώτο κουαρτέτο Burnt Norton. Προτείνων πρώτα την ανάγνωση του ποιήματος στα ελληνικά, μετά ακρόαση με ταυτόχρονη ανάγνωση στα αγγλικά και έπειτα σκέτη ακρόαση, όπου απλά απολαμβάνει κανείς την ποίηση:

Και ένα μικρό απόσπασμα:

I said to my soul, be still and wait

without hope

For hope would be hope for the wrong thing;

wait without love

For love would be love for the wrong thing;

there is yet faith

But the faith and the love and the hope are all in the waiting

Wait without thought, for you are not ready for thought:

So the darkness shall be the light, and the stillness the dancing.

(East Cocker, The Four Quartets)

 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ 

ΠΟΙΗΣΗ 

The Love Song of J. Alfred Prufrock and Other Observations (1917)

-Poems (1920)

Whispers of Immortality (1920)

The Waste Land (η Έρημη Χώρα) (1922)

The Hollow Men (1925)

The Journey of the Magi (1927)

Ash Wednesday(1930)

Ariel Poems (1930)

Coriolan (1931)

Old Possum’s Book of Practical Cats (1939) –Four Quartets (1945)

The Four Quartets (1948) 

ΘΕΑΤΡΟ

Sweeney Agonistes (1926)

-The Rock (1934)

Murder in the Cathedral (1935)

The Family Reunion (1939)

The Cocktail Party  (1949)

The Confidential Clerk (1954)

The Elder Statesman  (1959)

ΔΟΚΙΜΙΑ 

The Sacred Wood: Essays on Poetry and Criticism (1920)

The Second-Order Mind (1920)

Tradition and the individual talent (1920)

Homage to John Dryden (1924)

Shakespeare and the Stoicism of Seneca (1928)

For Lancelot Andrews (1928)

Dante (1929)

Selected Essays, 1917–1932 (1932)

The Use of Poetry and the Use of Criticism (1933)

After Strange Gods (1934)

Elizabethan Essays (1934)

Essays Ancient and Modern (1936)

The Idea of a Christian Society (1940)

Notes Towards the Definition of Culture (1948)

Poetry and Drama(1951)

 

The Three Voices of Poetry (1954)

On Poetry and Poets (1957)

ΠΗΓΕΣ:  

Η Έρημη Χώρα, μετάφραση Γ.Σεφέρη, α’ έκδοση 1936, Ίκαρος

Τ.Σ.ΈΛΙΟΤ, Τέσσερα Κουαρτέτα, μετάφραση Χάρη Βλαβιανού, 2012, Παττάκης.

Wikipedia  (για την εργογραφία)

Νάνσυ Τζαλαβρά

Σχόλια

Exit mobile version