Η αρχή
«Καλά, βρε, δεν κοιμήθηκες εσύ?», αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του Δημήτρη, όταν άνοιξε την πόρτα του δωματίου. Εγώ, αφού γέλασα, του έδειξα τους μαύρους κύκλους μου, σαρκάζοντας το γεγονός πως ήταν εντελώς αναμενόμενη η αϋπνία μου, αφού κάθε φορά που κοιμάμαι εκτός του κρεβατιού μου, ουσιαστικά δεν κοιμάμαι. Κι επειδή, τις περισσότερες φορές η αϋπνία συνοδεύεται με το αίσθημα της πείνας, στο μπαλκόνι με περίμενε ήδη το πρωινό της Ιωάννας. Βρώμη, αυγά ζαλισμένα στο τηγάνι, κανέλα, ξηροί καρποί και σπιτική πορτοκαλόπιτα. Περιποίηση άλλου επιπέδου.
Ο Δημήτρης κι Ιωάννα είναι απ΄ τους ανθρώπους που δίπλα τους νιώθεις ασφάλεια. Σε κάποιο μέρος του υποσυνειδήτου σου σχηματίστηκε μια γλυκιά ανάμνηση απ΄ αυτούς, που δεν ξεθωριάζει, αλλά αντίθετα με το πέρασμα των χρόνων δυναμώνει. Άλλωστε, τα παιδικά μου χρόνια, τα καλοκαιρινά παιδικά μου χρόνια, είχαν μέσα το Δημήτρη, την Ιωάννα, τη γιαγιά να μας κυνηγάει να φάμε και τον παππού να μας φωνάζει να βγούμε απ΄ το νερό, γιατί πέρασε η ώρα. Η ώρα πέρασε κι η γιαγιά δεν υπάρχει πια κι ο παππούς με δυσκολία περπατάει.
Οι βουτιές
Πλήρως έτοιμοι και γεμάτοι ενέργεια, βάζουμε τα μαγιώ μας και κατηφορίζουμε προς τον κεντρικό δρόμο απ΄ όπου και θα μας περιμάζευαν η Αγάπη με το Σταύρο. Είχαμε αποφασίσει να περάσουμε τη μέρα μας κάπου πιο απόμερα, μακριά από τις τουριστικές και θορυβώδεις, κατά τα άλλα παραλίες και να επσκεφθούμε το χωριό της Αγάπης, το Μονόλιθο. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, άλλοτε χανόμουν στην πυκνή βλάστηση άλλοτε συμμετείχα στη συζήτηση των συνεπιβατών μου. «Ποια είναι η διαφορά μεταξύ τεχνητού και φυσικού; Τι ξέρεις για τα φράγματα του κάστορα; Έχεις δει γατάκι να του λείπει ένα χρωμόσωμα; Πώς είναι όταν χάνεις ένα φίλο; Άραγε τον χάνεις πραγματικά; Ή μήπως, παράλληλα και δίκαια βρίσκεις τον εαυτό σου;
Προσπαθήσαμε να δώσουμε απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω και πριν καν το καταλάβουμε, είχαμε ήδη φτάσει στον προορισμό μας. Παραλία «Φούρνοι». Καταπράσινα βουνά, ψιλή άμμος και αιγαιοπελαγίτικα νερά. Ξέραμε, όμως, ότι ο προορισμός μας βρισκόταν πίσω απ’ τα βουνά. Με τα πράγματά μας ανά χείρας και μ’ ένα φουσκωτό σε σχήμα γλειφιτζούρι διασχίσαμε το βουνό και αντικρίσαμε τον μικρό κολπίσκο, που θα μας φιλοξενούσε για εκείνη την ημέρα. Πίσω και πάνω μας, το τοπίο έμοιαζε σκαλισμένο από τεχνίτη. Τρεις σπηλιές στα δεξιά μας, μας κίνησαν το ενδιαφέρον και οι κάμερες των κινητών μας άρχισαν δουλειά.
Ο ήλιος έκαιγε και το νερό μας περίμενε. Πρώτη βουτιά και ο ενθουσιασμός μας δεν κρυβόταν. Ξαπλώσαμε στο φουσκωτό και τα παιχνίδια μέσα στο νερό μας ξυπνούσαν ένστικτα από την παιδική μας ηλικία. Ένας ανταγωνισμός επικράτησης του ισχυρού πάνω στο φουσκωτό. Αγνός ανταγωνισμός, αφού σε κάθε πτώση ένα χέρι βοηθείας, σαν από μηχανής θεός, θα σε έσερνε απ’ το βυθό στον ουρανό ξανά.
Κάτι από τέχνη
Τα βράχια μας καλούσαν κι εμείς σαν γνήσιοι υπηρέτες της φύσης υπακούσαμε στο κάλεσμά τους. Η Δημιουργία του Αδάμ του Μιχαήλ Άγγελου ξεπρόβαλε μπροστά μας, αφού ο Δημήτρης κι η Αγάπη αναπαριστούσαν το διάσημο πίνακα. Ο Θεός έδωσε ζωή στον Αδάμ κι ο Σταύρος κι εγώ σαν μύστες παρακολουθούσαμε τη διαδικασία. Ζωή σημαίνει πόνος, κόπος, αίμα, δάκρυα κι ιδρώτας. Ναι, πολύ σωστά τα λέει το γνωστό άσμα, αφού η επιστροφή σήμαινε σκαρφάλωμα στα απότομα και μυτερά βράχια. Σαν να έπρεπε να αποτυπωθεί και στο σώμα μας η σημερινή μέρα.
Λίγο πριν επιβιβαστούμε, περάσαμε στη διπλανή παραλία για μια τελευταία βουτιά. Κάπως εξαντλημένοι και μαγεμένοι από το μεσημεριανό μπάνιο, θέλαμε να χαλαρώσουμε μ’ ένα απογευματινό. Η Αγάπη λαγοκοιμήθηκε, ενώ τα αγόρια απλά άραξαν. Εγώ, έβγαλα τον Κούντερα από την τσάντα και γύρναγα κάπως αγχωμένη τις σελίδες τη μία μετά την άλλη, να προλάβω, πριν ακουστεί το «Φεύγουμε;».
Ιππότες και ηλιοβασίλεμα
Ο ήλιος άρχιζε σιγά σιγά να κρύβεται και μας καλούσε να τον θαυμάσουμε. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και οδηγήσαμε προς το κάστρο του Μονολίθου, το οποίο χρονολογείται από την εποχή των Ιπποτών. Η αίσθηση που αποκομίζεις δύσκολα περιγράφεται. Ο ουρανός είχε πάρει φωτιά κι εμείς είχαμε μείνει αποσβολωμένοι να τον κοιτάμε. Προσπαθούσαμε παράλληλα να χαράξουμε τη στιγμή όσο πιο βαθιά στη μνήμη μας, να πάρουμε πόζες και να τις απαθανατίσουμε. Δεν είναι εύκολη υπόθεση να εξερευνείς κάστρα.
Το σκοτάδι είχε πλέον πέσει και τα κουνούπια άρχισαν τραγούδι. Η μέρα είχε ξεκινήσει με λιγούρα και κάπως έτσι έπρεπε να κλείσει. Ο δρόμος της επιστροφής δεν είχε πολλή κουβέντα, μάλλον τα είχαμε πει όλα. Μόνο σε μια στιγμή ταράχτηκε η ησυχία μας, αφού ένα περιστέρι ξέφυγε της πορείας του και έπεσε με φόρα στο μπροστινό τζάμι του αυτοκινήτου. Ήταν η πρώτη απώλεια της ημέρας. Ή για να το πούμε αλλιώς, η πρώτη θυσία της φύσης για μας.
Χρόνος
Η μέρα ολοκληρωνόταν σιγά σιγά, ή και όχι, καθώς η γραμμική αίσθηση του χρόνου δεν υπήρχε, μόνο μια συνεχής ροή σαν χορογραφία άρτια δοσμένη. Τα μέχρι εκείνη τη στιγμή βήματα περιελάμβαναν εξερεύνηση, τα επόμενα, ίσως αξίζουν, άλλη μνεία.
Το καλύτερο μπάνιο του καλοκαιριού; Την απάντηση θα δώσω χρόνια μετά.