Ο φετινός χρυσός φοίνικας έχει άρωμα κοινωνικής ανισότητας, περιθωριοποίησης και αίματος
Υπόθεση της ταινίας «Παράσιτα»: Σεούλ. Μια τετραμελής άπορη οικογένεια που επιβιώνει με εφήμερες δουλειές και μικροαπατεωνιές, εισχωρεί στους κόλπους της πλούσιας οικογένειας Παρκ με απρόβλεπτο τρόπο.
Στα χνάρια των «Κλεφτών Καταστημάτων», και στον αγώνα για επιβίωση με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, η οικογένεια του Μπονγκ Τζον Χο παρασιτεί στον πλούτο που την κοιτάζει αφ’ υφηλού και κλείνει τη μύτη της στη μυρωδιά του. Εκείνη τη μυρωδιά του υπογείου που πνίγεται στο νερό της βροχής και στα κάτουρα των περαστικών. Εκείνο το απωθητικό φθηνό άρωμα, που μυρίζει φτώχεια και μιζέρια.
Η οικογένεια Κιμ με όπλο την παρανομία, διεκδικεί την επαγγελματική θέση της στο πλούσιο σπίτι των αφεντικών της, στήνοντας κωμικοτραγικές πλεκτάνες εκτόπισης του προσωπικού, χωρίς ενοχές. Αυτό που προέχει είναι η δική τους επιβίωση, η δική τους οικογένεια. Εν ολίγοις, ο θάνατος σου η ζωή μου. Εξάλλου, σε ένα ανταγωνιστικό κοινωνικό σύστημα που σε τρώει αργά και βασανιστικά και σε αναγκάζει να παραμείνεις χαμηλά όπως ορίζει το πορτοφόλι και άρα η θέση σου, δεν υπάρχουν περιθώρια συμπόνοιας.
Ο Μπόνγκ Τζον Χο κατορθώνει να χτίσει ένα αναπάντεχα πολυεπίπεδο έργο, που ξεκινά ως μαύρη κωμωδιά και εξελίσσεται σε ένα δραματικό θρίλερ, που εξαγνίζεται με ένα συμβολικό λουτρό αίματος.
Η ταινία «Παράσιτα» είναι ένα αλληγορικό παιχνίδι για την κοινωνική ανισότητα και αδικία, που οικοδομείται αριστοτεχνικά με τη χρήση συμβολισμών που καθρεφτίζουν το ταξικό σύστημα της Άπω Ανατολής. Το υπόγειο στο σπίτι των πλουσίων και οι άνθρωποι που μαθαίνουν να ζουν στη σκιά, γιατί ο οικονομικός κόσμος δεν έχει θέση γι’ αυτούς, απεικονίζεται εύστοχα ως στιγματιστικό ορόσημο της κοινωνικής ιεραρχίας.
Η κοινωνική απομόνωση, η τρέλα, η περιφρόνηση από τη ζώνη των ανώτερων τάξεων ανεβαίνουν σιγά σιγά τα σκαλιά του υπογείου μέχρι να τις μυρίσουν οι πλούσιοι και να τους κλείσουν κατάμουτρα την πόρτα. Δεν ανήκουν δίπλα τους, η θέση τους είναι να ζουν κάτω από αυτούς.
Η κοινωνική αφέλεια της οικογένειας ξενιστών που ζει εφησυχασμένη και ευτυχισμένη στη χλιδή του σπιτιού της, με μόνη της ανησυχία αν η βροχή θα τους χαλάσει το πάρτυ στον κήπο, χρησιμοποιείται άλλοτε ως ελαφρυντικό -όταν πέφτουν θύματα εξαπάτησης- και άλλοτε ως δριμύτατο κατηγορώ, όταν κρύβουν επιδεικτικά τη μύτη τους για να αποφύγουν τη μυρωδιά των Κιμ.
Όπως και στο έτερο αριστούργημα του Χιροκάζου Κορε Εντά, δεν υπάρχούν καλοί και κακοί, παρά μόνο πλούσιοι και φτωχοί. Η ζυγαριά με την αξιολόγηση των χαρακτήρων γέρνει και προς τις δυο πλευρές καθώς η λεπτή γραμμή της ηθικής αλλάζει στρατόπεδο με βάση την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση και τις κοινωνικές συνθήκες.
Η αντίθεση των δυο κόσμων περιγράφεται γλαφυρά και αριστοτεχνικά όταν ξεσπά καταιγίδα. Η ίδια καταιγίδα που πλημμυρίζει το σπίτι των Κιμ και τους αφήνει άστεγους, είναι δώρο θεού για τον κατάφυτο κήπο των Παρκ. Την ημέρα που δεκάδες άνθρωποι μένουν στο δρόμο λόγω της πλημμύρας, οι Παρκ κάνουν ένα τεράστιο πάρτυ για τα γενέθλια του γιου τους. Η ειρωνία της σχετικότητας των παράλληλων ζωών στέκει εκκωφαντικά, υπενθυμίζοντας τη διαφορά ισχύος.
Τα παράσιτα ολοκληρώνουν το σχέδιο τους με λυτρωτικό τρόπο, αφού έχουν εισχωρήσει στο κοινωνικά ανώτερο κύτταρο και έχουν απομυζήσει τις ουσίες που επιθυμούν, συνειδητοποιούν ότι η συνεξέλιξη δεν είναι δυνατή οπότε πρέπει να αποχωρήσουν αιματηρά και επεισοδιακά.
Ένα απρόβλεπτο ταξίδι, που αλλάζει διαρκώς διαδρομές για να καταλήξει σε μια ιδιότυπη κοινωνική απελευθέρωση. Αστείο, σοκαριστικό, τραγικό, το δημιούργημα του Μπονγκ Τζον Χο αποτελεί μια κινηματογραφική έκπληξη, ένα κράμα ειδών, συναισθημάτων, ανατροπών που δεν μπορεί παρά να κλέψει τις εντυπώσεις.