Υπάρχουν άραγε κοινά σημεία ανάμεσα στο μυθιστόρημα του Όργουελ και σε εκείνο της Μάργκαρετ Άτγουντ;
Αν ο όρος ευτοπία ή ουτοπία περιγράφει εκείνη την ιδανική τάξη κοινωνικών και πολιτικών συστημάτων (ιδέες για παράδειγμα από τις οποίες διαπνέεται η Πολιτεία του Πλάτωνα), ο όρος δυστοπία εκφράζει την ακριβώς αντίθετη έννοια. Περιγράφει έναν μελλοντικό κόσμο (μερικές φορές εγγράφεται και στον χωροχρόνο του συγγραφέα) με δυσοίωνες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνιστώσες.
Τα λογοτεχνικά βιβλία που αρθρώνονται με έναν δυστοπικό σκελετό, προειδοποιούν ενίοτε και για τα μονοπάτια εκείνα τα οποία μπορούν να οδηγήσουν μια κοινωνία στη διάλυση.
Αν προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ιστορική καταγραφή δυστοπικών μυθιστορημάτων θα ξεκινούσαμε σαφώς από τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ (ή Γκάλιβερ) στο οποίο μελετώνται οι περιπτώσεις της υπεροχής και του φανταστικού. Συνεχίζοντας στον 20ο αι. θα εντοπίζαμε τη Φάρμα των Ζώων του Τζωρτ Όργουελ καθώς και το εμβληματικό του, 1984, Ο Μεγάλος Αδελφός.
Ερχόμαστε στο σήμερα, με το The Handmaid’s Tale της Μάργκαρετ Άτγουντ να είναι ό,τι πιο δυστοπικό έχουμε να παρουσιάσουμε. Το βιβλίο, βέβαια, εκδόθηκε στη δεκαετία του ’80 σε μια εποχή που οι κινήσεις του φεμινισμού είχαν λάβει μεγάλες διαστάσεις.
Αν και δεν έχω διαβάσει το μυθιστόρημα της Άτγουντ, παρά μόνο έχω δει την μεταφορά του βιβλίου στη τηλεόραση μέσω της ομώνυμης σειράς, θα προσπαθήσω να κάνω μια σύγκριση των δυστοπικών στοιχείων ανάμεσα σε αυτό και στον Μεγάλο Αδελφό (τον οποίο κι έχω διαβάσει).
Το μυθιστόρημα του Όργουελ -γραμμένο στα 1949– αναφέρεται σε ένα δυσοίωνο μέλλον κατά πάσα πιθανότητα στα 1984 με κύριο ήρωα τον Γουίνστον.
Τα πάντα ελέγχονται από την κυβέρνηση του Μεγάλου Αδελφού στον ΑΓΓΣΟΣ (Αγγλικός Σοσιαλισμός) ο οποίος σε παρακολουθεί όπου κι αν βρίσκεσαι, ελέγχει τη σκέψη σου, παραποιεί την ιστορία, κι αν κάποιος του επιτεθεί απλά «εξατμίζεται» (όπως αναφέρεται στο βιβλίο) χωρίς να τον θυμάται κανείς στο μέλλον.
Το περιβάλλον στην Ιστορία της Θεραπαινίδας της Άτγουντ εντοπίζεται στο δυστοπικό κράτος της Γιλεάδ, μια κοινωνία θρησκευτικού συντηρητισμού και φονταμενταλισμού. Τα ηνία του κράτους κρατούν φανατισμένοι ορθόδοξοι, οι οποίοι πήραν με βία την εξουσία στα χέρια τους. Συνεννοούνται μεταξύ τους με φράσεις της χριστιανικής θρησκείας, ενώ ελέγχεται η σκέψη και η σεξουαλικότητα όλων.
Ένα κοινό σημείο ανάμεσα στα 2 βιβλία είναι ο έλεγχος της σκέψης και της ζωής των πολιτών του κράτους.
Στον Μεγάλο Αδελφό υπάρχει χαρακτηριστικά η Αστυνομία της Σκέψης, που συμβάλλει στην ανυπαρξία της συνείδησης και κριτικής τοποθέτησης, ακόμα και σε γεγονότα του παρελθόντος. Χαρακτηριστικό είναι πως τα ιστορικά γεγονότα παραλλάσσονται με σκοπό να συμφωνούν στις ιδέες του κράτους.
Αντίστοιχα στη Θεραπαινίδα η σκέψη ελέγχεται μέσα από τις «Θείες», γυναίκες εκπαιδευμένες από την κυβέρνηση, οι οποίες αναλαμβάνουν να διδάξουν τις υπηρέτριες και παράλληλα να τις αναγκάσουν να ξεχάσουν το παρελθόν τους, το οποίο για όλες θεωρούν ανήθικο. Από αυτόν τον κανόνα δεν εξαιρούνται ούτε οι οικογένειες των «Διοικητών», της ανώτερης τάξης, όπου κάθε σκέψη πάνω σε γεγονότα του παρελθόντος είναι αμαρτία.
Η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι πολίτες και στις δυο δυστοπίες είναι διαφορετική από εκείνη του παρελθόντος.
Στον ΑΓΓΣΟΣ εδρεύει η Νέα Ομιλία η οποία αποτελεί μια μεταλλαγμένη εκδοχή της παρελθοντικής γλώσσας σε πρόσμιξή της με νέες. Αυτή η καινούργια γλώσσα αποτελείται από λέξεις, τόσες πολλές ούτως ώστε να εξυπηρετούν το συμφέρον του Αδελφού αλλά, ταυτόχρονα, πολύ λίγες αποσκοπώντας στην άκριτη σκέψη των ανθρώπων.
Από την άλλη, στη κοινωνία των θεραπαινίδων η γλώσσα και οι φράσεις με τις οποίες χαιρετιούνται και συνομιλούν οι πολίτες είναι αντλημένες από μια θεολογική δεξαμενή λεξιλογίου με σκοπό τα πάντα να περιστρέφονται και πάλι γύρω από τον Θεό.
Ο πολύ συνηθισμένος χαιρετισμός «Ευλογημένος να είναι ο καρπός», όπως και η φράση «Είθε να δώσει», αποτελούν κάποια χαρακτηριστικά δείγματα θεολογικής επιρροής που ακούγονται συχνά κατά τη διάρκεια της ιστορίας.
Σεξουαλικότητα
Και στις δύο κοινωνίες η έννοια της σεξουαλικότητας φαίνεται να αποτελεί κάποιο είδος ταμπού. Αυτό, όμως, διακρίνεται πολύ περισσότερο στο Handmaid’s Tale, καθώς λεσβίες, μοιχαλίδες ή γυναίκες τρίτα πρόσωπα σε έναν γάμο επιλέγονται ως θεραπαινίδες που, με τη διαλογή τους, λαμβάνουν το έλεος του Θεού.
Η μόνη τους επαφή με τη σεξουαλική ζωή είναι όταν κάθε μήνα στις γόνιμες μέρες τους, ως μια άλλη Άγαρ, βοηθούν το ζευγάρι των Διοικητών να συλλάβει παιδί. Η γυναίκα του Διοικητή απλά παρακολουθεί τον άνδρα, ως έναν νέο Αβραάμ, να μεταφέρει τα γονίδια του στην εκάστοτε υπηρέτρια.
Τέλος, το κρέμασμα των προδοτών είναι ένας κοινός τόπος θανάτωσης ανάμεσα και στα 2 μυθιστορήματα.
Στον Μεγάλο Αδελφό, οι τεράστιες γιγαντο-οθόνες, που βρίσκονται παντού, πληροφορούν το πλήθος για το ατιμωτικό τέλος κάθε αντιπάλου. Αντίστοιχα, στη Θεραπαινίδα απαγχονίζονται δημόσια σε τοίχο. Πως όμως αντιλαμβάνονται τους προδότες στο κάθε έργο;
Στο πρώτο υπάρχουν τα μάτια του Αδελφού, οι πολλές κάμερες σε κάθε δρόμο και γωνιά των κτιρίων, ενώ στο δεύτερο γνωρίζουμε τα λεγόμενα «Μάτια», τη μυστική αστυνομία που έχει τις άκρες της παντού.
Κλείνοντας, και προσπαθώντας να τοποθετηθώ εγώ ο ίδιος, θεωρώ πως υπάρχουν πολλά κοινά σημεία ανάμεσα στις δύο ιστορίες αν και η βάση πάνω στην οποία θεμελιώνονται είναι αρκετά διαφορετική.
Ο Όργουελ, φανερά επηρεασμένος από τον Χίτλερ και τα κομουνιστικά καθεστώτα, προβάλλει μια κοινωνία, στην οποία οι ενίοτε κυβερνώντες στο βωμό ενός καλύτερου μέλλοντος καταλήγουν στην προπαγάνδα και στον έλεγχο της ζωής όλων. Από την άλλη η Άτγουντ μελετάει μια πλευρά της κοινωνίας μας αρκετά σύγχρονη.
Κύριος άξονας του βιβλίου της μοιάζει να είναι ο προβληματισμός της σχετικά με το πως η δημοκρατία και τα δικαιώματα υπέρ κάθε εθνικότητας, θρησκευτικότητας και σεξουαλικού προσανατολισμού δύνανται να εξαφανιστούν μετά την ανάληψη πολιτικών καθηκόντων από φανατικούς. Και αυτό διότι το επιτρέπει η δημοκρατία.