Site icon Frapress

Frozen: Τελικά τι καίει περισσότερο;

Frozen

Ποιά είναι η διαφορά ανάμεσα στο σύμπτωμα και το αμάρτημα και τι σχέση έχει η έννοια του «Καυτού Πάγου» (Frozen) με αυτά;

Το κείμενο για την παράσταση Frozen γράφουν οι Γεωργία Σιούπουλη και Ελένη Μαρόκου.

Το θεατρικό έργο Frozen της Bryony Lavery, κινείται γύρω από έναν άξονα συναισθημάτων δυσφορίας και πόνου φέρνοντας αντιμέτωπο τον θεατή με μια ψυχική διάσταση συχνά απωθημένη.

Η ελληνική απόδοση του Frozen ως καυτός πάγος είναι περισσότερο ακριβής: τα συναισθήματα της θλίψης, της ενοχής, της απόγνωσης, της απελπισίας, της εκδίκησης φέρουν ένα τέτοιο αρνητικό φορτίο, έναν πάγο που εντέλει καίει. Καίει τη συνείδηση, καίει το ορθολογικό.

Με ηρωίδες δύο γυναίκες, μια μητέρα (Έφη Μουρίκη) και μια νευροψυχολόγο (Δέσποινα Κούρτη), το σενάριο κινείται με τέτοιον τρόπο ώστε να ενώσει τις ζωές τους σε μια κοινή πραγματικότητα με πρόσωπο αναφοράς έναν παιδόφιλο δολοφόνο (Σωτήρης Χατζάκης). Μπροστά στο κοινό ορθώνονται λοιπόν τρεις διαφορετικές ιστορίες ανθρώπων, ιστορίες που πληθαίνουν σε πρόσωπα μέσα απ’ τις αφηγήσεις , υπερβαίνοντας την φυσική παρουσία των τριών ηθοποιών. Η σκηνή γεμίζει από σύμβολα που αφήνονται στην φαντασιωτική ευχέρεια των θεατών: οι κόρες, ο σύζυγος, ο συνεργάτης και η γυναίκα του, η γειτόνισσα, οι γονείς.

Οι ήρωες μιλούν για τον πόνο τους, καθένας με υποκειμενικό τρόπο. Όλοι ανεξαιρέτως υποφέρουν. Στο έργο δεν υπάρχει ηθική σχάση καλού και κακού: δεν υπάρχει διάκριση του κακού δολοφόνου και της καλής μητέρας. Το κοινό συμπορεύεται με το προσωπικό δράμα κάθε ήρωα.

Η μόνη διάκριση που διαγράφεται καθαρότερα είναι αυτή μεταξύ αμαρτήματος και συμπτώματος. Αφενός, το σύμπτωμα νοείται στο έργο ως ψυχοπαθολογία, μια έννοια που παραπέμπει σε μια κλινική κατάσταση ψυχικής δυσλειτουργίας, σε μια απόκλιση απ’ το κανονικό όπως αυτό ορίζεται στην δυτική κοινωνία. Αφετέρου, το αμάρτημα αποκόπτεται απ’ τη βιολογική βάση και ανάγεται σ’ ένα ηθικό πλαίσιο που σχετίζεται με συγκεκριμένες αποφάσεις.

Τι καίει πιο πολύ; Ένα «έγκλημα» που προέρχεται από σύμπτωμα ή από αμάρτημα;

Κι αυτό είναι αρκετά θεμελιώδες στο έργο, απ’ τη στιγμή που επιχειρείται ένας διαχωρισμός πράξεων, που έχουν ως σημείο εκκίνησης την παρουσία ή την απουσία κακίας. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο μονοδιάστατα.

Η παθολογία δεν σημαίνει ζώο και το αμάρτημα δεν σημαίνει μοιχαλίδα. Ο δολοφόνος δεν είναι πάντα αθώος στο μέτρο της ψύχωσής του και η γυναίκα που έχει ερωτικές επαφές με έναν παντρεμένο δεν είναι «ανδροχωρίστρα».

Στο έργο βέβαια υπάρχει και ο ρόλος του θύματος, που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο της αναξιοπαθούσας μάνας που χάνει την κόρη της, αλλά η μάνα, ακόμα και μετά από πολλά χρόνια αποφασίζει να μετακινηθεί απ’ αυτή τη θέση.

Ίσως σε μια διαφορετική ανάγνωση του έργου, το πιο παγωμένο πράγμα, το πιο παγιωμένο μάλλον είναι η καθήλωση σε μια συγκεκριμένη θέση και στον πόνο που αυτή φέρει.

Η θέση του δολοφόνου, η θέση της εταίρας, η θέση του θύματος. Και το πραγματικό ερώτημα ύστερα από το βίωμα του ψυχικού πόνου είναι: Θέλεις να αλλάξεις θέση ή θα «παγώσεις» εκεί;

Το σκηνικό της παράστασης ήταν λιτό με μερικά παγκάκια και δύο κατασκευές στο βάθος που χρησίμευαν σαν «παραβάν» για να αποσύρονται εκεί οι ηθοποιοί. Το σκηνικό και τα κοστούμια επιμελήθηκαν από την Έρ. Δρίνη.

Ο Σ. Χαντζάκης, κατάφερε να σκηνοθετήσει τόσο τις πρωταγωνίστριές του όσο και τον εαυτό του, στα μέτρα του βραβευμένου ψυχολογικού θρίλερ, έτσι ώστε το κοινό να μην χάνει το ενδιαφέρον του και να μπορεί να συναισθάνεται τις θέσεις των συντελεστών.

Η παράσταση ανέβαινε με επιτυχία στο «Από μηχανής» θέατρο στο Μεταξουργείο.

Σχόλια

Exit mobile version