Το 1901 ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γράφει τη Στέλλα Βιολάντη και ταράσσει τα νερά. Το 2016 ο Γιάννης Οικονομίδης παρουσιάζει τη σύγχρονη αλλά παραδοσιακά παρούσα, έμφυλη οικογενειακή βία, στην υπηρεσία των μοντέρνων αστικών συμφερόντων.
Σύμφωνα με τον Καρλ Μαρξ, η αστική τάξη χρησιμοποιεί τις γυναίκες στην αναπαραγωγική διαδικασία και τη συνέχιση του οικογενειακού ονόματος. Παράλληλα, η αστική τάξη κατηγόρησε τους αντιπάλους της, για «απαγωγή» των “ηθικών” και των “ιερών” συγγενικών σχέσεων. Σήμερα η βία εναντίον των γυναικών δε χωράει ταξικές διακρίσεις. Πώς όμως μεταμορφώνεται σήμερα και κρύβεται πίσω από χαμόγελα, τώρα που η προβολή της καταδικάζεται;
Η ιστορία κινείται στο πλαίσιο της καθημερινότητας, γνωστό σε όλους, είτε από τα media είτε από διαπροσωπικές σχέσεις ή γνωριμίες. Τρία ενήλικα παιδιά συγκατοικούν με τους γονείς τους σε ένα αυστηρά ελεγχόμενο μεγαλοαστικό περιβάλλον. Κοινό μυστικό, όχι μόνο της οικογένειας αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού κύκλου, οι παράνομες δραστηριότητες του πάτερ φαμίλια. Ο πατέρας προσπαθεί να καθαρίσει το όνομά του, μέσω της μεγαλύτερης κόρης του, της Στέλλας. Η τελευταία, που συμμερίζεται τις φιλοδοξίες του πατέρα της, ετοιμάζεται να παντρευτεί το γιο γνωστού πολιτικού. Τι συμβαίνει όμως όταν η Στέλλα ξυπνάει;
Όπως στη Στέλλα Βιολάντη, έτσι και εδώ η Στέλλα επαναστατεί με αφορμή τον έρωτα που μπαίνει απροσδόκητα στη ζωή της. Σημασία δεν έχει πως και γιατί η Στέλλα αποφασίζει να διαλύσει τον αρραβώνα της. Από τη στιγμή που αντιτίθεται στην πατρική εξουσία και κατ’ επέκταση στο πολιτικό-οικονομικό κατεστημένο, καταστρέφει τον κόσμο που ήταν χτισμένος γύρω της. Συμπαρασύρει στον όλεθρο όλους όσοι την περιτριγυρίζουν. Έτσι ένα ντόμινο εξαρτημένων ατομικοτήτων διαλύεται μεθοδικά μπρος τα μάτια των θεατών – μαρτύρων.
Ως άλλη Αντιγόνη, η Στέλλα ζητά πρώτα τη συνδρομή των συγγενών της. Η αντίστοιχη Ισμήνη επίσης την προτρέπει να συμμορφωθεί με τους κανόνες του πατέρα τους για το καλό όλων. Όπως στην τραγωδία, έτσι και εδώ η ουσία είναι καθαρά πολιτική και ενσαρκώνεται μέσα από τα δεσμά της συγγένειας. Αλλά και ο ίδιος ο δεσμός συγγένειας είναι φύσει προβληματικός. Οι ρόλοι και η επιτέλεσή τους δεν είναι παρά μία προσομοίωση της υπάρχουσας κοινωνικοπολιτικής κατάστασης.
Οι σχέσεις εξουσίας και η καταστολή της αμφισβήτησής τους ενσαρκώνονται μέσα από τις αντιδράσεις των ηρώων του έργου. Συμμαχία, εμπιστοσύνη, προβοκατόρικη αδιαφορία, υπακοή και επανάσταση διαμορφώνουν ένα φαύλο κύκλο που καταλήγει σε ό,τι η δυναμική της εξουσίας αποφασίσει.
Σήμερα ο θεσμός της οικογένειας μεταβάλλεται, όπως μεταβάλλονται και όλοι οι θεσμοί και οι αξίες σύμφωνα με τις εκάστοτε συγκυρίες. Η οικονομική κρίση που γνωστοποιήθηκε σε μέρες υποτιθέμενης ευημερίας και εξευρωπαϊσμού, θέτει τη σκληροπυρηνική ελληνική οικογένεια σε θέση ανταγωνιστικού αθλητή. Για την επιβίωση και την ανέλιξή της θα πρέπει να συσπειρωθεί υπό μοντέρνους όρους, πάντα όμως κάτω από μία εξουσία.
Τι και αν η γυναίκα σπουδάζει, δουλεύει, ερωτεύεται ελεύθερα; Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί παρά την καλογυαλισμένη βιτρίνα. Η τελική της απολογία θα είναι στην αρσενική διεύθυνση. Οι μικρές επιφανειακές υλικές νίκες του φεμινισμού, ίσως αποτελούν δωροδοκία με απώτερο σκοπό την ενσωμάτωση-καπέλο για ύστατη χειραγώγηση.
Όπως και να ‘χει, η Στέλλα ξύπνησε, φώναξε, και υποβλήθηκε ξανά σε νάρκωση. Επειδή ήταν γυναίκα; Επειδή ήταν αδύναμη; Επειδή ήταν μόνη της δίχως συμμάχους;
Ερωτήματα: Άνδρας ή γυναίκα; Ασφάλεια ή αξιοπρέπεια; Φαίνεσθαι ή είναι; Οίκος ή Δήμος;
Μία παράσταση χωρίς περιττή αυτοαναφορικότητα και δήθεν καινοτομία, με επίπονα ρεαλιστική αντανάκλαση της “φτωχής” ελληνικής – και όχι μόνο- τάσης στη χειραγώγηση.