Οι αναμνήσεις μας γίνονται καράβια που μας ταξιδεύουν μακριά από τις έγνοιες μας!
Ο ανθρώπινος νους καμιά φορά δε διευκολύνει την προσπάθεια να κατανοήσουμε τον τρόπο που λειτουργεί. Έτσι κι εγώ δεν έχω καταλάβει, αν και κατά πόσο αυθαίρετα, ο νους μου αποτύπωσε κάποιες εικόνες της ζωής μου, ως αναμνήσεις. Φαινομενικά ασήμαντες εικόνες που τις αναπαράγει αυτόβουλα σε φαινομενικά τυχαίες στιγμές.
Δύο από αυτές είναι ιδιαίτερα έντονες και συχνές στην επανάληψή τους.
Η πρώτη με βρίσκει κουκουλωμένη στο παιδικό μου πάπλωμα αργά το βράδυ. Εγώ είμαι ξαπλωμένη στο πάνω κρεβάτι της κουκέτας, ενώ στο κάτω έχει αποφασίσει να εγκατασταθεί ο μικρός μου αδερφός. Μετά από απεγνωσμένες και μακροχρόνιες προσπάθειες κατάφερα να τον πείσω να αφήσει το κρεβάτι των γονιών μας. Του είχα εγγυηθεί πως ήταν ασφαλές από μυθικά τέρατα και φαντάσματα.
Το κενό ανάμεσα στον τοίχο και το ταβάνι αφήνει το φως από τα λαμπιόνια να τρυπώσει συνωμοτικά στο δωμάτιο. Παρατηρώντας τις εναλλαγές του παπλώματος από το ροζ στο πράσινο, εξίσου συνωμοτικά με τα φωτάκια περιμένω τον Άγιο Βασίλη. Ξημερώνει Πρωτοχρονιά και ενώ περιμένω αποκοιμιέμαι, σε μια ευφορία προσμονής και γαλήνης…
Η άλλη ενθύμηση με βρίσκει στα μαξιλάρια ενός καϊκιού που κάνει το γύρο του νησιού, να διαβάζω ένα βιβλίο. Δεν είμαι πια παιδί, δεν πιστεύω στον Άγιο Βασίλη και το βιβλίο που διαβάζω δεν είναι παραμύθι. Είναι ένα μέτριο βιβλίο, που όμως κλέβει λίγη από τη μαγεία εκείνης της στιγμής και μετουσιώνεται σε κάτι εξίσου σαγηνευτικό.
Δίπλα μου είναι η παιδική μου φίλη που έρχεται μόνο τα καλοκαίρια. Έχει γίνει απόγευμα και είμαστε στο γυρισμό από το πολύωρο κολύμπι και το γενναιόδωρο φαγοπότι. Έχω χαλαρώσει τόσο που μετά βίας κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά για να διαβάσω την επόμενη σειρά.
Όλα είναι τόσο ήρεμα, καθώς τα ποτίζει η αλμύρα και το θαλασσινό μελτέμι, και κυρίως με τη σκέψη πως ακόμη κι ο κόσμος να χαλούσε, δεν υπήρχε διαφυγή από εκείνο το καΐκι στη μέση της θάλασσας…
Γιατί αποτύπωσε τις συγκεκριμένες εικόνες το μυαλό μου, δε γνωρίζω. Ακόμη δε γνωρίζω γιατί τις αναπαράγει σε ανύποπτες στιγμές. Τις αναπαράγει ενώ μελετάω, ενώ κάνω σχέδια, ενώ τσακώνομαι με τον αδερφό μου ή τρέχω να προλάβω το λεωφορείο… Όμως θα κάνω μια μαντεψιά, μια ευνόητη μαντεψιά.
Το μυαλό λειτουργεί όπως κάθε “οργανισμός” που προσπαθεί να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του για να επιβιώσει. Το ένστικτο επιβίωσης που με ευφυΐα εκμεταλλεύεται, φυλακίζει τις λέμβους που μας απεγκλωβίζουν από τον αρνητισμό που θεριεύει μέσα μας. Παρά την ευφυΐα μας, οι άνθρωποι έχουμε σχεδόν πάντοτε ένα επαρκές ποσοστό χαζομάρας που μας επιτρέπει να σκεφτόμαστε αρνητικά.
Τι θα γινόταν αν το μυαλό δε μου θύμιζε, σε τακτά χρονικά διαστήματα, την αίσθηση να περιμένεις με λαχτάρα δώρο από κάποιον που δεν έχεις δει ποτέ και συνήθως κοστίζει ελάχιστα, όμως για σένα φαντάζει μια περιουσία;
Τι θα γινόταν αν δεν μου θύμιζε το μυαλό ότι υπάρχει πάντα ένα καΐκι. Ένα καΐκι με το οποίο μπορώ να δραπετεύσω από προβλήματα και έγνοιες και που πάνω του δε με αγγίζει τίποτα;
Θα ήμουν άραγε χαμογελαστή στις φωτογραφίες, αν δεν μου τα θύμιζε αυτά το μυαλό μου; Θα έκανα σχέδια για τη μέρα, τη βδομάδα, το μήνα; Αλήθεια δεν ξέρω.
Μου αρκεί που με αυτή την ακαταλαβίστικη και σωτήρια λειτουργία του νου, εγώ μπορώ να πιστεύω και να περιμένω. Να περιμένω τα αμέτρητα δώρα που έχει να μου δώσει η ζωή, κι ας μην ξέρω από πού θα έρθουν. Ξέρω, όμως, πως θα τα βρω κάτω από το δέντρο το πρωί.
Μου αρκεί που εμφυτεύει μέσα μου μια βαθιά πίστη ότι όλα (τι με αγγίζει και τι όχι, τι με βυθίζει και τι όχι) εξαρτώνται από μένα και από το πόσο μακριά μπορούν να με πάνε τα καράβια μου.