«Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως δεν θα πετύχεις ποτέ γιατί δεν έχεις ντουέντε».
Ντουέντε, λέξη ικανή να φέρει σε αμηχανία τους λεξικογράφους, και προπαντός τους μεταφραστές, γιατί είναι δύσκολο να οριστεί στο πλαίσιο της γλώσσας. Απασχόλησε και τον Λόρκα ο οποίος έδωσε διάλεξη για αυτό στο Μπουένος Άιρες τον Οκτώβριο του 1934.
Ο Λόρκα για να μιλήσει για αυτό χρησιμοποίησε ως αφετηρία τα λόγια που είπε ο Μανουέλ Τόρρες, φημισμένος τραγουδιστής του φλαμένκο, σε έναν τραγουδιστή: «έχεις φωνή, κατέχεις την τεχνική, αλλά δεν θα πετύχεις ποτέ, γιατί σου λείπει το ντουέντε».
Τι είναι όμως το ντουέντε κατά τον Λόρκα;
Είναι από τα δημιουργήματα της ιδιαίτερης εκείνης ματιάς και πρόσληψης του κόσμου που κάθε λαός αποτυπώνει στη γλώσσα του, που αποτελεί άλλωστε και την αποκρυσταλλωμένη συνείδηση και σκέψη του πολιτισμού του.
Ο Γκαίτε μιλώντας για τον Παγκανίνι έδωσε τον ορισμό του: μια μυστηριακή δύναμη που όλοι νιώθουν, μα που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε. Είναι το ίδιο εκείνο ντουέντε που άδραξε την καρδιά του Νίτσε καθώς γύρευε τις εξωτερικές μορφές στη γέφυρα του Ριάλτο στη Βενετία ή στη μουσική του Μπιεζέ, χωρίς ποτέ να την βρει.
Η γριά τσιγγάνα χορεύτρια Λα Μαλένα φώναξε κάποτε ακούγοντας τον Μπραϊλόφσκυ να παίζει ένα κομμάτι του Μπαχ: «Όλε! Αυτό έχει ντουέντε». Όμως ο Γκλουκ, ο Μπραμς και ο Νταριύς Μιλώ την έκαναν να βαρεθεί. Κι ο Μανουέλ Τόρρες, που μες στις φλέβες του τρέχει περισσότερη κουλτούρα απ΄ ό,τι σ΄ οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο (…), ακούγοντας τον ίδιο τον Ντε Φάλια να παίζει το «Νοκτούρνο ντελ Χενεραλίφε», είπε αυτή τη θαυμαστή κουβέντα: «Ό,τι έχει μαύρους ήχους έχει Ντουέντε».
Αυτοί οι «μαύροι ήχοι» είναι το μυστήριο, οι ρίζες που απλώνονται κάτω βαθιά στο πλούσιο χώμα, γνωστό μα κι άγνωστο σε όλους μας, απ΄ όπου όμως βγαίνει ό,τι αληθινό έχει να δείξει η τέχνη.
Έτσι το ντουέντε είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια. Άκουσα κάποτε ένα γέρο κιθαρίστα, να λέει: «(…) Το ντουέντε ανεβαίνει απ΄ τις γυμνές πατούσες των ποδιών». Που σημαίνει πως δεν είναι μια ικανότητα, μα αληθινή μορφή, αίμα, αρχαία κουλτούρα, στιγμή δημιουργίας.
Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, ή όπως θα΄ λεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης, στον πύργο της τελείωσής του γίνεται ύστερα από σκληρή μάχη μ΄ ένα ντουέντε.
Για να το βρούμε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε «σωστοί τρόποι». Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει το αίμα (…), πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ, πως κάνει το Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασημένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση (…)
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες της Βόρειας Ισπανίας, (…) ξέρουν καλά πως χωρίς τον ερχομό του δεν υπάρχει αληθινή συγκίνηση. Μπορούν αν θέλουν να ξεγελάσουν ένα ολόκληρο ακροατήριο δίνοντας την εντύπωση πως φλέγονται από ντουέντε, όπως καθημερινά γελιόμαστε από ζωγράφους, συγγραφείς και καλλιτεχνικά ρεύματα χωρίς ίχνος ντουέντε. Αν όμως προσέξει κανείς καλά και δεν αφήσει την αδιαφορία του να τον παραπλανήσει, αργά ή γρήγορα η απάτη θα ξεσκεπαστεί και το ψεύτικο κατασκεύασμα του ντουέντε θα το βάλει στα πόδια.
Σε ένα διαγωνισμό χορού στο Χερέθ ντε λα Φροντέρα, μια γριά ογδόντα χρονών νίκησε πανέμορφες γυναίκες και κορίτσια με μέσες σα νερό, υψώνοντας απλώς τα χέρια, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και κτυπώντας τα πόδια στα σανίδια. (…) Ανάμεσα σε μούσες και αγγέλους, ανάμεσα σε καλλονές κορμιού και καλλονές χαμόγελου, το ντουέντε, σέρνοντας τα φτερά του τα φτιαγμένα από σκουριασμένα μαχαίρια, δε γινόταν παρά να νικήσει – και νίκησε.
Όλες οι Τέχνες μπορούν να΄χουν ντουέντε. Το πεδίο όμως είναι πιο πλούσιο στη μουσική, στο χορό και στην ποίηση που απαγγέλλεται, γιατί απαιτούν για ερμηνευτή ένα σώμα ζωντανό – είναι μορφές που γεννιούνται και πεθαίνουν ακατάπαυστα και καθορίζονται από ένα ακριβές παρόν.
Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώμα της χορεύτριας όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο.
Μα αξίζει να τονιστεί πως δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, όπως τα σχήματα της θάλασσας δεν επαναλαμβάνονται ποτέ στη θύελλα. (…)