Site icon Frapress

Τρία Χρώματα: Στο πολυσύμπαν του Κισλόφσκι

Με αφορμή τα 77 χρόνια από τη γέννηση του Κριστόφ Κισλόφσκι, τρεις ιδιαίτερες και πολύ αγαπημένες ταινίες του παρουσιάζουν τον άνθρωπο μέσα από τις επιλογές του.

Ήδη από τη στιγμή της γέννησής μας, αντιλαμβανόμαστε χρώματα. Τα χρώματα είναι από τα ισχυρότερα μέσα της μη λεκτικής επικοινωνίας καθώς προκαλούν πλήθος ερεθισμάτων με τον πιο άμεσο τρόπο, αυτόν της όρασης. Ως εκ τούτου, συνειρμικά τείνουμε να τα συνδέσουμε με διάφορες αφηρημένες έννοιες της καθημερινότητάς μας, όπως συναισθήματα ή ιδέες.

Η αντίληψη αυτή φαίνεται να ενέπνευσε τον Πολωνό σκηνοθέτη Κριστόφ Κισλόφσκι να δανειστεί τα χρώματα του γαλλικού τρικολόρ και πάνω σ’ αυτά να προσεγγίσει -κάπως διφορούμενα- τα ιδεώδη της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης, τα οποία εκφράστηκαν στο σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης.

Έτσι η «Μπλε ταινία», η «Λευκή ταινία» και η «Κόκκινη ταινία» κυκλοφορούν την περίοδο 1993-1994 και μαζί αποτελούν την τριλογία «Τρία Χρώματα». Οι τρεις αυτές φαινομενικά αυτοτελείς ιστορίες είναι και το κύκνειο άσμα του Κισλόφσκι.

Ένα χρώμα συχνά ταυτισμένο με τη μελαγχολία, το μπλε κυριαρχεί στα πλάνα του πρώτου μέρους της τριλογίας. Η «Μπλε ταινία» (πρωτότυπος τίτλος «Trois couleurs: Bleu») εκτυλίσσεται στο Παρίσι και ακολουθεί την ιστορία της Julie, μιας γυναίκας που χάνει το παιδί και τον άνδρα της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Μετά την αρχική συναισθηματική παράλυση, η Julie προσπαθεί να συμβιβαστεί με την απώλεια και να βρει κίνητρα να ζήσει. Την ίδια στιγμή όμως νιώθει ανήμπορη να το κάνει. Ανέκφραστη, παγερή, αφήνει τη ζωή να περνά χωρίς να τη ζει. Εδώ ο χρόνος χάνει τη σημασία του. Ο πόνος που φέρνουν οι μνήμες του παρελθόντος είναι δυσβάσταχτος για εκείνη. Γι’ αυτό το απαρνιέται.

Βάζει πωλητήριο στο σπίτι της και αποφασίζει να ζήσει σε ένα διαμέρισμα σαν άγνωστη μεταξύ αγνώστων, κόβοντας όλους τους δεσμούς με τους οικείους της. Το μόνο ενθύμιο που παίρνει μαζί της είναι ένα διακοσμητικό με μπλε χάντρες από το δωμάτιο της κόρης της. Στη νέα της ζωή φαίνεται ελεύθερη από το παρελθόν. Είναι ωστόσο; Μπορεί κάποιος να απελευθερωθεί τόσο απλά από τις ανθρώπινες σχέσεις;

Σε μια διαφορετική περίπτωση, κάποιοι άνθρωποι ξεμακραίνουν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ο ένας από τον άλλο. Με κωμικοτραγική διάθεση, η «Λευκή ταινία» (πρωτ. τίτλος «Trois couleurs: Blanc») επικεντρώνεται στον Karol, έναν Πολωνό κομμωτή, ο οποίος χωρίζει με πολύ ταπεινωτικούς για τον ίδιο όρους από τη Γαλλίδα σύζυγό του, Dominique.

Αναγκασμένος να ζει στους δρόμους με μοναδική του περιουσία ένα νόμισμα των δύο φράγκων, επιλέγει να γυρίσει στην πατρίδα του έπειτα από μια καθοριστική γνωριμία. Κι όμως στα αχανή λευκά τοπία της χιονισμένης Βαρσοβίας, ο Karol δε μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται τη Dominique.

Προδομένος και με τον προσωπικό του εξευτελισμό να συμπίπτει του κοινωνικού, αισθάνεται υποχρεωμένος απέναντι στον εαυτό του να την κερδίσει. Στο μυαλό του η απόκτηση πολλών χρημάτων και κύρους αποτελεί μονόδρομο ώστε, επιστρέφοντας στο Παρίσι, να καταφέρει το σκοπό του και να αποδειχθεί ισάξιός της. Είναι εφικτή όμως η απόλυτη ισότητα στον έρωτα;

Ο Κισλόφσκι παρατηρεί πως ο έρωτας συνήθως χαρακτηρίζεται από την εκούσια ή ακούσια θέληση για υπεροχή του ενός απέναντι στον άλλο. Εναλλακτικά αυτό θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως πάθος. Και παρόλο που το πάθος θεωρείται κύριο χαρακτηριστικό του έρωτα, αρκεί από μόνο του για να υπάρξει πληρότητα στο συναίσθημα;

Πολλές φορές η ψυχική σύνδεση μεταξύ δύο ανθρώπων κρίνεται εξίσου σημαντική, αν όχι πιο απαραίτητη. Ακόμα και σε πλατωνικό επίπεδο, συνηθίζουμε να αναζητάμε όλα εκείνα τα πιθανά σημεία που ίσως έχουμε κοινά με κάποιον άλλο. Μια παρόμοια αναζήτηση διηγείται η «Κόκκινη ταινία» (πρωτ. τίτλος «Trois couleurs: Rouge») που ολοκληρώνει την τριλογία.

Στη Γενεύη ζει η Valentine, φοιτήτρια που παράλληλα εργάζεται ως μοντέλο σε μια διαφήμιση. Ένα βράδυ τραυματίζει κατά λάθος με το αμάξι της ένα σκύλο, τον οποίο και προσπαθεί να επιστρέψει στον ιδιοκτήτη του. Μα ο ιδιοκτήτης, ένας συνταξιούχος δικαστής, με κυνικότητα της λέει ότι δεν το θέλει. Δεν τον ενδιαφέρουν τα σκυλιά ούτως ή άλλως.

Το μυαλό του είναι απασχολημένο στο να παρατηρεί αμέτοχος τις ζωές των άλλων με την ελπίδα ότι, κάποια στιγμή, οι πληγές που του άφησε μια χαμένη αγάπη θα κλείσουν. Σύντομα και παρά το κακό τους ξεκίνημα, ο δικαστής αρχίζει να αναπτύσσει μια σχέση αδελφοσύνης με την Valentine και της αφηγείται την ιστορία του.

Κατά τη διάρκεια της διήγησης του, παρελθόν και παρόν γίνονται ένα καθώς η ιστορία του δικαστή και η πραγματικότητα της Valentine μοιάζουν βίοι παράλληλοι. Με την ιστορία του δικαστή ταυτίζεται και η ζωή του Auguste, ενός νεαρού φοιτητή Νομικής, ο οποίος τυγχάνει να μένει στο διπλανό διαμέρισμα από αυτό της Valentine.

Η Valentine και ο Auguste δεν έχουν γνωριστεί ακόμα. Και ίσως να μη γνωριστούν ποτέ. Αλλά μπορεί και να γνωριστούν. Και οι πρωταγωνιστές των τριών αυτών ιστοριών, ως διαφορετικοί άνθρωποι σε διαφορετικές πόλεις, είναι άγνωστοι μεταξύ τους. Ποιος, ωστόσο, μπορεί εγγυηθεί ότι θα παραμείνουν έτσι;

«Αυτήν τη συγκεκριμένη στιγμή, σε αυτό το καφέ, καθόμαστε μαζί με αγνώστους. Θα σηκωθούν, θα φύγουν, και θα πάρουν ο καθένας το δρόμο του, και μετά δε θα συναντηθούν ξανά. Και αν το κάνουν, δε θα καταλάβουν πως δε θα είναι για πρώτη φορά.» –Krzysztof Kieslowski

Η κάθε στιγμή είναι γεμάτη από άπειρες πιθανότητες και οι ζωές μας συνδέονται με τρόπους που αδυνατούμε να φανταστούμε. Μάλλον γι’ αυτό οι ήρωες της τριλογίας του Κισλόφσκι δείχνουν τόσο ανθρώπινοι. Όπως η ζωή στερείται σεναρίου, έτσι κι εκείνοι έρχονται συχνά αντιμέτωποι με το απρόσμενο και τις προκλήσεις που επιφέρει στην καθημερινότητά τους.

Μέσα από τη λιτή και ταυτόχρονα πραγματιστική του προσέγγιση, ο Κριστόφ Κισλόφσκι με τα «Τρία Χρώματα» περνά από την τραγωδία στην κωμωδία και έπειτα στο δράμα, δημιουργώντας ένα διαχρονικό αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου με επίκεντρο τον άνθρωπο και τα εσωτερικά του διλήμματα.

Δες εδώ: Το αθεράπευτα αισθησιακό σύμπαν του Γουόνγκ Καρ Γουάι

Υ. Γ.: Αξίζει να αναφερθεί πως η μεταφυσική αίσθηση, που αφήνουν τα «Τρία Χρώματα» στο θεατή, δε θα ήταν η ίδια δίχως τη μουσική του Zbigniew Preisner.

Σχόλια

Exit mobile version