Ο θάνατος είναι ο ήχος μιας μακρινής βροντής σε μια εκδρομή.
W.H. Auden
Κρατούσε μια φλούδα μισοφέγγαρο ανάμεσα στα στραβά της δάκτυλα. Μια φλούδα μισοφέγγαρο κόκκινο που το αγκάλιαζε μια λωρίδα πράσινου δέρματος με λέπια σαύρας. Κάθε τόσο το ‘φερνε στο σουφρωμένο της στόμα και δάγκωνε. Ύστερα χαμογελούσε. Το στόμα της άδειο. Δόντια ελάχιστα. Σάπια και φαγωμένα. Τα ζουμιά έσταζαν απ’ το στόμα της, που έχασκε. Έσταζαν στο πηγούνι κι από εκεί έπεφταν σταγόνα σταγόνα στη βάση του λαιμού της. Σταγόνα κόκκινη, σαν αίμα. Σταγόνα. Αίμα. Αίμα και σταγόνα. Έπεφταν. Κυλούσαν στα τριμμένα ρούχα της και μούσκευαν τα γυμνά της πόδια. Ώσπου το κόκκινο υγρό λίμνασε γύρω της. Κόντευε πια να την πνίξει. Η στάθμη του κι όλο έπαιρνε να ανεβαίνει. Εκείνη αχόρταγη συνέχιζε να τρώει.
Ξαφνικά, ένα πουλί έσκισε τον ουρανό κι ήρθε κρώζοντας και στάθηκε πάνω στον δεξί της ώμο. Έγειρε τον πιτσιλωτό λαιμό του στο κοχύλι του αυτιού της. Άνοιξε το μαύρο του ράμφος που λαμπύριζε θάνατο και της ψιθύρισε με τη τσιριχτή φωνή του Mors inevitabilis est. Ύστερα άρπαξε το δεξί βολβό του ματιού της και πέταξε μακριά. Η τρύπα έμεινε κενή. Το εσωτερικό της άδειο. Τίποτα δεν έτρεξε από μέσα της. Τίποτα.
Ακάθεκτη εκείνη συνέχιζε να τρώει. Τα ζουμιά έτρεχαν. Η στάθμη κόντευε στο ύψος των χειλιών της. Κι η ψίχα του μισοφέγγαρου δεν τέλειωνε με τίποτα. Κάποια στιγμή το κόκκινο υγρό γλίστρησε στο εσωτερικό απ’ το στόμα της. Άρχισε να βήχει. Το στέρνο της τραντάζονταν. Το μοναδικό της μάτι άνοιξε διάπλατα. Δάκρυσε. Βήχας και δάκρυ. Το πρόσωπο της βάφτηκε κόκκινο απ’ την πίεση. Βήχας. Δάκρυ. Ο αέρας σώνονταν. Τα πνευμόνια ρούφαγαν σα σφουγγάρια το κόκκινο υγρό. Το στήθος συσπάστηκε για τελευταία φορά. Το οξυγόνο σώθηκε. Ο βήχας έγινε ρόγχος. Εκείνη πνίγηκε.
Το σώμα της Παγώνας τραντάχτηκε. Ένιωσε την αναπνοή της να κόβεται κι ένα κολλώδες υγρό να στάζει στο πρόσωπο της. Άνοιξε τα μάτια της τρομαγμένη κι έκανε το σταυρό της. Πάλι αυτό το όνειρο, σκέφτηκε. Την είχε πάρει φαίνεται ο ύπνος. Η Μπήλιω, η κατσίκα της, στέκονταν από πάνω της. Το γένι της ακούμπαγε στα αραιά μαλλιά της. Η μαντίλα είχε γλιστρήσει στους ώμους. Το σάλιο έτρεχε απ’ το μισάνοιχτο στόμα της. Τα μελιά μάτια της Μπήλιως παράξενα σκοτεινά, καθρέφτιζαν τον φόβο εκείνης. Η Παγώνα τέντωσε το κορμί της. Οι αρθρώσεις του τρίξανε σα σκουριασμένοι μεντεσέδες. Ύστερα άπλωσε το ένα της χέρι κι έκλεισε στη χούφτα τη μαγκούρα της. Με το άλλο στηρίχτηκε στις ρίζες του δέντρου για να σηκωθεί από χάμω. Ο χρόνος είχε απομυζήσει τις δυνάμεις της. Με ένα βογκητό τελικά στήριξε όρθιο το κορμί της. Τα ποδάρια κι η μέση της πονούσαν!
Με την Μπήλιω στο κατόπι της, η Παγώνα πήρε βιαστική το μονοπάτι για το χωριό. Η μέρα κόντευε να σβήσει. Ο μενεξεδής ουρανός σκούραινε. Έπαιρνε μια θανατερή μαύρη απόχρωση. Ο ήλιος είχε ήδη κλείσει τα βλέφαρα του, μα το φεγγάρι δεν είχε φανεί ακόμα. Σήκωσε τα μάτια και το έψαξε για λίγο. Πουθενά. Κακό σημάδι αυτό, σκέφτηκε κι έσφιξε το καρβουνάκι που ‘χει φυλαγμένο στην τσέπη της μάλλινης ζακέτας της. Εστίασε το βλέμμα της στην άκρη του ουρανού. Εκεί που το σκοτάδι δεν είχε προλάβει να καταπιεί ακόμη το φως. Και περίμενε.
Περίμενε μέχρι η νύχτα να απλώσει τα πλοκάμια της κι εκεί. Καθώς η νύχτα έτρωγε τα απομεινάρια της μέρας είδε κάπου στο βάθος, σε ‘κείνη την άκρη του ουρανού μία σκιά να γλιστρά απ’ το φως στο σκοτάδι. Τρόμαξε. Το στομάχι της σφίχτηκε. Τα χείλη της τρεμόπαιξαν. Η Παγώνα επιτάχυνε το γέρικο βήμα της. Οι ίσκιοι της νύχτας ποτέ να μη σε βρουν σε δρόμο, έρχονται στο μυαλό τα λόγια της μητέρας της. Ειδικά μια νύχτα δίχως φεγγάρι, ψιθυρίζει στον εαυτό της και συνεχίζει το περπάτημα κι ας την καίνε οι πατούσες της.
Η Μπήλιω διαισθανόμενη το φόβο της κυράς της, την ακολουθεί δίχως να χασομερά σκύβοντας για να μασουλήσει λίγο χορτάρι, τι κι αν το λαχταρά τόσο! Φτάνουν στη στροφή του μονοπατιού. Το χωριό βρίσκεται μια ανάσα μακριά. Το αριστερό πόδι της Παγώνας σκοντάφτει σε ένα μαλακό εμπόδιο. Παραλίγο να πέσει. Μα καταφέρνει να ισορροπήσει με τη βοήθεια της μαγκούρας της. Ύστερα γονατίζει.
Μισοκλείνει τα μάτια σε μια προσπάθεια να διακρίνει αυτό που βρίσκεται μπροστά της. Απλώνει το χέρι. Τρέμει καθώς το αγγίζει. Τα δάκτυλά της πασπατεύουν γεμάτα περιέργεια το μαλακό αυτό πράγμα, που παραλίγο να της κοστίσει ένα γερό πέσιμο. Τα μάτια της ανοίγουν έκπληκτα. Ένα πουλί. Ένα νεκρό πουλί. Αγγίζει τα μαλακά φτερά του, το γαμψό του ράμφος, τα αιχμηρά του νύχια. Έπειτα το πετά μακριά της φοβισμένη. Νιώθει την παλάμη της βαριά και το χνώτο του θανάτου, να αχνίζει γύρω της. Σηκώνεται. Πετά τη μαγκούρα της και τρέχει τραβώντας την Μπήλιω απ’ τη τριχιά που είναι περασμένη στο λαιμό της.
Περνούν τρέχοντας απ’ τα πρώτα σπίτια του χωριού. Οι χωμάτινοι δρόμοι είναι αδειανοί. Τα παραθυρόφυλλα σφαλιστά κι οι πόρτες αμπαρωμένες, εγκλωβίζουν το αρρωστιάρικο φως των κεριών. Πηχτό σκοτάδι γύρω της. Η βραδινή ψύχρα διαπερνά τα ρούχα και το δέρμα της και τρυπά τα τριμμένα κόκκαλά της. Η Παγώνα λαχανιασμένη συνεχίζει να τρώει με την κατσίκα στο κατόπι της. Είναι σίγουρη πως εκείνος είναι τώρα εδώ. Τον νιώθει παντού γύρω της. Κρυμμένο στις σκιές των θάμνων. Στους ήχους που συνοδεύουν τη νύχτα. Στη μυρωδιά που φέρνει ο αγέρας στα ρουθούνια της. Σάπια μήλα και ξινισμένος ιδρώτας.
Φτάνει στην καλύβα της. Η καγκελόπορτα σκούζει. Ο ποδόγυρος της μάλλινης φούστας πιάνεται στην κορυφή μιας αιχμηρής πέτρας. Η Παγώνα τον τραβά βιαστική. Σκίζεται. Τραβά την κατσίκα μέσ’ την καλύβα και μανταλώνει την πόρτα. Ακουμπά την πλάτη της στην κρύα επιφάνεια της ξύλινης πόρτας. Κλείνει για λίγο τα μάτια. Προσπαθεί να ημερέψει. Παίρνει κάμποσες βαθιές ανάσες. Η Μπήλιω περπατά μέχρι τη μεριά της και πίνει κάμποσο μπαγιάτικο νερό. Έχει από τα χθες στη τσίγκινη ποτίστρα.
Η Παγώνα κινείται προς το μέρος της. Παίρνει κάμποσα ξερά χόρτα και κλαράκια κι ανάβει τη φωτιά στην τρύπα που ‘χει σκάψει στον τοίχο. Η φωτιά στο αυτοσχέδιο τζάκι ζωντανεύει αμέσως και σπάει το απόλυτο σκοτάδι, που κυριαρχούσε μέχρι πρότεινος στο εσωτερικό της καλύβας. Η Παγώνα ταΐζει τη φωτιά με ξύλα, γεμίζει ένα μεταλλικό σκεύος με νερό και το στερεώνει σε ένα γάντζο από πάνω της. Ύστερα πηγαίνει στο ντουλάπι. Πασπατεύει το εσωτερικό του ψάχνοντας το μάτσο με το ξερό χαμομήλι. Τα δάκτυλα της έρχονται σε επαφή με κάτι τραχιά και μικροσκοπικά σφαιρίδια. Παίρνει μερικά και τα φέρνει με περιέργεια στο στόμα. Η γλώσσα της καίγεται από την αλμύρα τους. Αλάτι. Χυμένο αλάτι…
Ακούει την καγκελόπορτα να τρίζει. Στρέφει το κεφάλι της στο παράθυρο. Βλέπει μια σκιά να γλιστρά στην αυλή της. Οι χτύποι της καρδιάς της επιταχύνουν. Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει γρήγορα. Η αναπνοή της βγαίνει κοφτή. Τρέχει μέχρι το ντιβάνι και κουκουλώνεται ντυμένη όπως είναι με την κουβέρτα. Ακούει βήματα βαριά να πλησιάζουν την πόρτα της καλύβας. Η Μπήλιω τινάζει ανήσυχη τα κέρατα της, σχίζοντας τον αέρα. Το μάνταλο ανοίγει από μονάχο του. Οι κότες κακαρίζουν ανήσυχες. Η Παγώνα τρέμει από φόβο. Στην επιφάνεια του μυαλού της αναδύονται τα λόγια απ’ το πιτσιλωτό πουλί του ονείρου Mors inevitabilis est…