Ο Γιώργος Μπελαούρης γράφει fantasy λογοτεχνία και μας συστήνει το art project της ψυχοπλάνης. Αποποιείται τον τίτλο του συγγραφέα και πιστεύει πως βρίσκεται πιο κοντά στην ιδιότητα του δημιουργού.
Η περίληψη του “Lenore Corpse”:
Αν μπορούσες να ζωγραφίσεις την ουτοπία σου και να χαθείς μέσα στον καμβά, θα το έκανες; Αν εκεί έβρισκες το άλλο σου μισό και απόλυτη γαλήνη, θα τα άφηνες όλα πίσω σου; Αν τα έχανες όλα, πώς θα αντιδρούσες;
Βίαια ξεριζωμένη από τον παράδεισο της, επιστρέφει στην πραγματικότητα ορκισμένη για εκδίκηση, διψασμένη για καταστροφή!
Διεφθαρμένοι καλλιτέχνες, μανιακοί γκαλερίστες, σαλεμένοι επιστήμονες, στρατιές ενόπλων και αυτή, μόνη εναντίον όλων, σε μια μανιώδη και άνευ προηγουμένου καταδίωξη θανάτου που εξελίσσεται από την Αθήνα και την Αίγυπτο έως τη Μόσχα και τη Νέα Υόρκη… Τ’ όνομά της είναι Lenore Corpse και αυτή είναι η ιστορία της…
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Σκοπός του είναι η δημιουργία μιας ευρύτερης κοινότητας, όπου άλλοι νέοι καλλιτέχνες θα μπορούν να προωθήσουν τη δουλειά τους.
Για το πλήρες βιογραφικό του συγγραφέα μπείτε εδώ.
Ο ίδιος o συγγραφέας απαντά στις ερωτήσεις μας:
1)Ποιο ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσεις να συγγράφεις; Ποιοι παράγοντες στη ζωή σου έπαιξαν ρόλο σε αυτό;
Θέλω να ξεκαθαρίσω, ευθύς εξ αρχής, ότι δε με θεωρώ ούτε καλλιτέχνη ούτε συγγραφέα. Τεχνίτη και γραφιά ναι, δημιουργό ίσως, μα έχω ακόμα δρόμο μέχρι να με θεωρήσω συγγραφέα. Ελπίζω να μην ακούγεται επιθετικό αυτό ή “δήθεν”, γιατί ολόψυχα το πιστεύω. Τώρα, ως αναφορά το έναυσμα, σίγουρα ευθύνεται” η μητέρα μου, (χεχε). Ήμουν από τα μωρά, που κοιμούνταν τη μέρα και ήταν ξύπνια τη νύχτα, δεν έκλαιγα πολύ, μα ήμουν σαν κουκουβάγια: γουρλωμένα μάτια όσο ήταν σκοτεινό το στερέωμα!
Από τα εφτά μου έτη, τρόμαζα τους συμμαθητές με χαζομαρούλες που σκαρφιζόμουν στη στιγμή και το απόγευμα, όντας μονάχους μονάχους δίποδο, με όσα είχα μάθει από το σχολείο, πάλευα να γράψω. Έκτη δημοτικού ξεκίνησε να σχηματίζεται η βασική μυθολογία μου στο νου μου κι έκτοτε βρίσκομαι συνεχώς εκεί.
2)Για ποιο λόγο επέλεξες να ασχοληθείς με το είδος του fantasy;
Θεωρώ ότι η φανταστική λογοτεχνία επέλεξε εμένα, όχι το αντίθετο. Ήμουν το είδος του παιδιού με το κεφάλι στα σύννεφα: ονειρευόμουν περιπετειώδεις αποδράσεις, μύες στο σώμα μου και σπαθί ή τσεκούρι στο χέρι μου, πολυβόλα και δράκους, βαμπίρια και νεράιδες, ξωτικά και νάνους, ζόμπια και αλαφροΐσκιωτους…
Οπότε, όταν έπιανα να σκαρώσω κάποια ιστορία, αυτά έβγαιναν στην επιφάνεια. Ονειροπολήσεις και απωθημένα… Με τον καιρό, έμαθα τους κανόνες, τον τρόπο, τον πυρήνα του να γράφεις και να αναπτύσσεις μια μυθολογία και μεταπήδησα στην έμμεση απόδραση της γραφής, αποστασιοποιημένος πλέον από τα θέλω μου ή τα αυτοβιογραφικά παραληρήματα.
3)Γιατί θεωρείς ότι στην Ελλάδα το είδος του fantasy δεν έχει γνωρίσει την ίδια απήχηση, την οποία γνωρίζει στο εξωτερικό;
Η συγκεκριμένη ερώτηση τίθεται πολύ συχνά σε όσους καταπιάνονται με αυτό το είδος. Να σου πω τι πιστεύω εγώ: είμαστε μία χώρα, όπου γαλουχείται από τα μικράτα της με τα ομηρικά έπη (την ρίζα κάθε φάνταζι), τις παραδόσεις, τα δημοτικά, τις παραλογιές κοκ. Οπότε με την ενηλικίωση, σαν αντίδραση, θέλουμε να στείλουμε στον Καιάδα “αυτές τις ανωριμότητες” και να περάσουμε ή σε πιο “σοβαρά” αναγνώσματα ή να αποτινάξουμε το ζυγό της ανάγνωσης εντελώς, στοιχειωμένοι από τη μαθητική και την ακαδημαϊκή ζωή μας. Αυτό πιστεύω στέκεται κυρίως ως τροχοπέδη για να προσεγγίσει κάποιος το είδος.
Αν όμως λάβουμε υπόψιν τα “λόγια της πλώρης” του Καρκαβίτσα (νεράιδες και στοιχειά στη θάλασσα), “το αμάρτημα της μητρός μου” του Βιζυηνού (εφιαλτικές παρακρούσεις στον ναό), τη “γυφτοπούλα” του Παπαδιαμάντη ή την “πάπισσα” του Ροΐδη (γοτθική αισθητική τρόμου και ειδικά στο δεύτερο το τελευταίο κεφάλαιο) , ίσως το φάνταζι και η αλληγορία να μην απέχουν πολύ, το πρίσμα που τα εξετάζει εξαρτάται πόσο “αφήνεται” να τα δεχτεί με τη μία μάσκα ή την άλλη.
Επίσης, την ίδια περίοδο, στους νεότερους χρόνους της ιστορίας και της λογοτεχνίας μας, είχαμε κι ένα μυθιστόρημα φαντασίας του 19ου αιώνα, τον “Πίθηκο Ξουθ” που όλοι το λησμονούν… Για να μη μιλήσω για το Θανάση Βάγια ή το Βρικόλακα του Πολιντόρι (Έλληνας γιατρός του Βύρων)… Είναι καθαρά θέμα οπτικής, προσέγγισης και γρήγορης/λαθεμένης κρίσης θεωρώ, μα θέλω να πιστεύω ότι το αναγνωστικό κοινό θα αλλάξει άποψη εν καιρώ…
4)Τι μήνυμα προσπαθεί να περάσει ένα συγγραφέας που γράφει φανταστικές ιστορίες;
Κάθε συγγραφέας, θέλει να γράψει πάνω απ’ όλα την αλήθεια του. Ανεξάρτητα από είδος, θέλει να εκφράσει όλα όσα νιώθει, να σχολιάσει όσα βλέπει, να δείξει τα αποτελέσματα του πρίσματός του και πως αντιλαμβάνεται τον κόσμο… τη ματιά του στα πράγματα!
Οι φανταστικές ιστορίες, ως επί το πλείστον, ή κριτικάρουν αλληγορικά τα κακώς κείμενα της εποχής ή είναι η προσωπική ανάγκη του κάθε συγγραφέα να νιώσει μοναδικός ή ηρωικός σε μία κοινωνία που αυτά παραπετιούνται ή έχουν χαθεί. Αν σκεφτούμε ότι ο πυρήνας κάθε μυθολογίας έχει συνήθως κάποιο Εκλεκτό και πολλές μάχες, αυτό μεταφράζεται απλά ως τις ανησυχίες μιας μονάδας εντός μαζών απρόσωπου συνόλου (ο εκάστοτε δημιουργός) ενάντια στη τραχύτητα τις ζωής (μικρές καθημερινές μάχες για επιβίωση, μέσα σε κάποιο περιοριστικό κοινωνικό σύστημα, με μέγιστο κακό την συντριβή της καθημερινότητας για ένα δημιουργικό νου).
Δείτε τη συνέχεια της συνέντευξης στην επόμενη σελίδα!
5)Από ποιους συγγραφείς του είδους εμπνέεσαι και θαυμάζεις το έργο τους;
Η λίστα θα μπορούσε να είναι ατελείωτη, μα οι τρεις ήρωές μου -και ομολογώ και μέγιστες επιρροές μου- είναι ο Ντάνσανυ, ο Μπάρκερ και η Ράις. Ο πρώτος γιατί η γραφή του είναι σχεδόν οπιώδης, σα να ονειρεύεσαι όσο τον διαβάζεις, σα να μην είναι απλά μελάνι σε χαρτί, ο δεύτερος γιατί μου έδειξε ότι δε πρέπει να σκέφτεσαι με περιορισμούς και είδη και η καλή μου Αν, επειδή με έκανε να αγαπήσω αυτό που είμαι με τη πένα της και κατ’ επέκταση να κάνω ένα άλμα και να βρω το ύφος μου και τον εαυτό μου.
Όταν ήρθα πρώτη φορά σε επαφή με κάποιο έργο τους (Κόρη του Βασιλιά των Ξωτικών, Υφαντόκοσμος, Λεστάτ) ήταν σαν να έγινε πυρηνική έκρηξη μέσα στο κεφάλι μου, αναθεώρησα τα πάντα για τη γραφή, άλλαξα ριζικά την προσέγγισή μου και ήρθα λίγο πιο κοντά σε αυτό που ήθελα με τα έργα μου. Γι’ αυτό τους είμαι αιώνια ευγνώμων, αν και δε θα τους γνωρίσω ποτέ…
6)Το νέο σου βιβλίο “Lenore Corpse” είναι ένα από τα πολλά που ήδη έχεις γράψει γύρω από τη μυθολογία της ψυχοπλάνης. Πες μας λίγα πράγματα για αυτό αλλά και το art project της ψυχοπλάνης…
Η Λενόρ μου είναι είκοσι ετών, ζωγράφος και ήδη πολύ διάσημη στον χώρο της, με όσα συνεπάγονται από το χρήμα και τη δόξα. Οπότε έχοντας βιώσει τα πάντα στο έπακρο, έχει απομακρυνθεί από τον κόσμο και διάγει βίο μοναστικό σχεδόν. Όταν χάνεται ο παππούς της, η Λενόρ ξεκλειδώνει ένα χάρισμα που είχε μικρούλα μα το είχε ξεχάσει: ό τι ζωγραφίζει έρχεται στη ζωή!
Αποφασίζει λοιπόν να φτιάξει έναν πίνακα-ουτοπία και με τη νέα της δύναμη, να χαθεί στα ενδότερά του, στο παράδεισο που η ίδια έπλασε, μακριά από το πόνο και τη θλίψη της κοινωνίας του σήμερα. Εκεί βρίσκει και το άλλο της μισό, τον έρωτα της ζωής της και τον ερωτεύεται παράφορα.
Όταν όμως ο πίνακας εκτίθεται στον κόσμο μας, κάποιος τρελαμένος φαν τον καεί συθέμελα και μαζί γίνεται στάχτη και μπούρμπερη και το ονειρόπαιδό της και η ουτοπία της. Ε τότε η Λενόρ, ορκίζεται να εξαφανίσει άπαντες θνητούς από προσώπου γης, να εξαλείψει τον κίνδυνο να ξανακαεί ο πίνακάς της και η ίδια έπειτα να ζήσει για πάντα με το ονειρόπαιδο επιτέλους.
Μα, όπως φαντάζεσαι, αυτό δεν είναι εύκολο. Ειδικές δυνάμεις, αστυνομικοί, τρελοί επιστήμονες και μανιακοί γκαλερίστες ξεχύνονται πάνω της, σε μια καταδίωξη από Εξάρχεια σε Νέα Υόρκη, από Ομόνοια σε Αίγυπτο και από Μόσχα σε Εκάλη. Τα υπόλοιπα επί χάρτου (χαχα).
Με την ψυχοπλάνη, ήθελα να δημιουργήσω μία μυθολογία, απόλυτα ελληνική και απόλυτα υβριδική. Αποφάσισα να εστιάσω σε μόνο μία μονάδα του κόσμου αυτού, τη Λενόρ όντας και η δυνατότερη, για να αφήσω άλλους συγγραφείς να γράψουν τους δικούς τους ψυχοπλάνους.
Τι είναι όμως η ψυχοπλάνη; Πολύ απλά δοσμένη: όταν ένας καλλιτέχνης ή τεχνίτης, ζει και αναπνέει για τη τέχνη του, εκείνη τον ανταμείβει, δίνοντας μεταφυσικές προεκτάσεις στα δημιουργήματά του.
Ήδη 10 συγγραφείς έχουν γράψει και αναμένω άλλα 7 κείμενα. Ήθελα η ψυχοπλάνη να είναι κάτι σα “σπουδή” πάνω στη λογοτεχνία του φανταστικού και ποθούσα να δημιουργήσει ένα σύμπαν που θα μπορούσε κάποιος να το εκλάβει και σα “θεωρία συνομωσίας”, εφόσον το πεδίο δράσης δεν είναι κάποιος φανταστικός κόσμος, μα η γη μας, από το 1200 πΧ μέχρι το 2040 μΧ.
Οπότε αυτό που συμβαίνει με τα γκεστ κείμενα είναι ουσιαστικά το εξής: όλοι οι γκεστ συγγραφείς καλύπτουν τη νόρμα των ψυχοπλάνων (που είναι ήδη μοναδικοί και η απόκλιση των καλλιτεχνών) κι εγώ με τη Λενόρ και τα άλλα κείμενα ψυχοπλάνης μου, εστιάζω στις “ανωμαλίες” (την απόκλιση της απόκλισης, αν θες).
7)Πόση έρευνα χρειάστηκε να πραγματοποιήσεις για να γράψεις το βιβλίο;
Να σου πω, στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν εύκολο γιατί μίλαγα για πράγματα που ήξερα. Οπότε στις περισσότερες πληροφορίες έκανα απλά ένα τσεκάρισμα, για να δω αν θυμόμουν σωστά ονόματα και ημερομηνίες και συνέχιζα.
Ως αναφορά τώρα τα ιστορικά στοιχεία, ενός κεφαλαίου συγκεκριμένα, έκανα εκτεταμένη έρευνα για να χρησιμοποιήσω κάποια πρόσωπα που ήθελα και δε γνώριζα τόσο καλά. Τον Πλήθωνα και τον Τερτσέτη. Δύο μήνες διάβαζα μόνο γι’ αυτούς. Έπρεπε να ξέρω αρκετά, για να γραφτεί με φυσικότητα, μα εκνευρίστηκα με το γεγονός ότι πολλά ενδιαφέροντα πράγματα που ήθελα να χρησιμοποιήσω δεν “κολλάγανε”. Στο τρίτο μέρος της Λενόρ, η έρευνα με είχε γονατίσει και ακόμα συνεχίζει να με ταλαιπωρεί, γιατί “παίζω” με τρεις εθνικούς ευεργέτες μας, οπότε όταν με το καλό βγει, εκεί θα σου πω ότι δεν ήταν μόνο δύο μήνες (ήδη κλείνω δεκατέσσερις).
8)Πως οραματίζεσαι το μέλλον σου στη λογοτεχνία;
Πω πω, τρομερά πομπώδης ερώτηση! Να σου πω, δεν έχω φιλοδοξίες τέτοιου είδους, θέλω απλά να γράψω τις ιστορίες που θέλω να γράψω και να πάω σε οποιοδήποτε επέκεινα υπάρχει. Αν τελειοποιήσω το ύφος μου, τέλεια! Αν αυτές οι ιστορίες αγαπηθούν κιόλας, ακόμη καλύτερα! Να δικαιώσω τους ήρωές μου και τις ιστορίες τους είναι το Α και το Ω μου, μα αν και οι αναγνώστες περνούν καλά με αυτά τα βιβλία, ψυχαγωγούνται και διασκεδάζουν, τότε η ψυχούλα μου θα αναπαυτεί εν ειρήνη (χαχαχα).
9)Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείς για να ολοκληρώσεις ένα λογοτεχνικό έργο;
Την διαδικασία μου την σκέφτομαι σα τρεις δρόμους: νάσκαρ, χαλικόδρομος, μονοπάτι. Ή γράφω παίζοντας τρεις ρόλους αν θες: δημιουργός, γραφιάς, αναγνώστης. Να εξηγήσω όμως: αρχικά το γράφω όλο μονοκοπανιά. Θα πάρει ένα μήνα; Δύο, τρεις; Το γράφω από αρχή μέχρι τέλους, δίχως σταματημό, δίχως φρένο. Έπειτα, είναι το δύσκολο μέρος. Εκεί παίρνει το περισσότερο χρόνο. Διορθώσεις, ρυθμός, αρμονία, αισθητική, άπλωμα, ψαλίδισμα, προσθέσεις, αφαιρέσεις. Και τέλος μένει, μετά από κάποια αποστασιοποίηση, το τρίτο πέρασμα, που ουσιαστικά είναι μικρές πινελιές εδώ κι εκεί. Πάντα αυτό έκανα, αυτό με βολεύει, έτσι θα συνεχίσω…
Παρακολουθήστε κι εσείς το book trailer του βιβλίου Lenore Corpse!