Μερικά πορίσματα ύστερα από ενδελεχή έρευνα μιας αμερικανίδας ψυχολόγου και Σία που μελέτησαν περισσότερες από 800 εργασίες σχετικές με την αυτογνωσία.
A being darkly wise and rudely great; with too much knowledge for
the Sceptic side; with too much weakness for the Stoic’s pride.
He hangs between; in doubt to act or rest.
—Alexander Pope, Άγγλος ποιητής του 18ου αιώνα
Η αυτογνωσία είναι το πρώτο βήμα για να δημιουργήσει ο άνθρωπος αυτό που θέλει. Το πρώτο βήμα για να καταλάβει τον εαυτό του και να τον αποδεχτεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του.
Χρειάζεται ειλικρίνεια και κουράγιο για να έρθουμε σε επαφή με τον εαυτό μας. Οφείλουμε να είμαστε ρεαλιστές και να μην υπερεκτιμάμε τον εαυτό μας, αλλά ούτε και να τον υποτιμάμε.
Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων (το 95%, στην πραγματικότητα) πιστεύει ότι κατέχει ένα αξιοπρεπές επίπεδο αυτογνωσίας. Ανάμεσα τους μια χούφτα τυχεροί (μεταξύ του 10% με 15%) που πραγματικά έχουν μια ακριβή άποψη για τον εαυτό τους.
Τα παραπάνω νούμερα βασίζονται σε πολυετή έρευνα από την ψυχολόγο Τάσα Γιούριχ (Tasha Eurich) με έδρα το Ντένβερ του Κολοράντο στις ΗΠΑ, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στο νέο της βιβλίο με τίτλο Insight.
“Μια συνηθισμένη ημέρα, το 80% από εμάς λέμε ψέμματα στον εαυτό μας σχετικά με το αν λέμε ψέματα στον εαυτό μας”, λέει η Γιούριχ.
Η αυτογνωσία μπορεί να χωριστεί σε δύο κατηγορίες: την εσωτερική αυτογνωσία, ως μια διεργασία ενδοσκόπησης και ικανότητα να αναγνωρίσεις τον αυθεντικό σου εαυτό και την εξωτερική αυτογνωσία, ως την αντίληψη που έχουμε για τον τρόπο με τον οποίο μας αντιλαμβάνεται ο υπόλοιπος κόσμος.
“Είναι σχεδόν σαν δύο τελείως διαφορετικές οπτικές γωνίες”, λέει η Γιούριχ. Οι δύο αυτές οπτικές είναι ανεξάρτητες, εντελώς διαφορετικές μεταβλητές, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να κατέχουμε το ένα δίχως το άλλο. Για να έχουμε πλήρη αυτογνωσία, όμως, χρειαζόμαστε και τα δύο συστατικά—ένα κατόρθωμα που δεν μοιάζει τόσο εύκολο σε πρώτη φάση.
Η αμερικανίδα ψυχολόγος μαζί με τους συνεργάτες της εξέτασαν περίπου 5.000 άτομα σε όλο τον κόσμο και διεξήγαγαν λεπτομερείς συνεντεύξεις με 50 άτομα, που βελτίωσαν σημαντικά την αυτογνωσία τους με την πάροδο του χρόνου.
Παρακάτω σας μεταφέρουμε την ουσία της έρευνας τους.
#1. Πρόκειται για μια πρόκληση: ας την αποδεχτούμε ώστε να ωφεληθούμε από αυτή.
Η Γιούριχ πιστεύει ότι αυτο-ενοχοποιούμαστε τη στιγμή που όλα βρίσκονται εναντίον μας:
“[…]παντού σε ολόκληρο τον κόσμο, πάσης φύσεως δυνάμεις και επιρροές συνωμοτούν με σκοπό να καλλιεργήσουμε την εγωπάθεια—κάτι ουσιαστικά αντίθετο από την αυτογνωσία.”
Η σύγχρονη ζωή καθιστά εύκολη τη δυνατότητα να γίνουμε μέρος αυτού που η Γιούριχ ονομάζει λατρεία του εαυτού. Τα κοινωνικά δίκτυα, για παράδειγμα, λειτουργούν ως ένα αδιάκοπο κανάλι επικοινωνίας με στόχο την προβολή του εαυτού μας συχνά σε υπερθετικό και μη ρεαλιστικό βαθμό.
Τα παραπάνω μπορεί να λειτουργήσουν ως θεμέλια στην οικοδόμηση μιας σαθρής εικόνας για την αυτογνωσία του ατόμου. “Είτε το γνωρίζετε είτε όχι, η λατρεία του εαυτού προσπαθεί να στρατολογήσει τον καθένα από εμάς”, λέει η Γιούριχ.
Το περιβάλλον μας, βέβαια, δεν είναι το μόνο εμπόδιο—όλοι έχουμε τα προσωπικά μας εσωτερικά κωλύματα. Σε μια ομιλία της TED το 2010 με τίτλο Το αίνιγμα της εμπειρίας έναντι της μνήμης, ο ψυχολόγος Ντάνιελ Κάνεμαν (Daniel Kahneman) σημείωσε ότι οι αναμνήσεις μας είναι συχνά ανακριβείς, γεγονός που δυσχεραίνει την ενδοσκόπηση. Στο βιβλίο του, Thinking, Fast and Slow, γράφει:
“[…] η διαισθητική μου σκέψη είναι εξίσου επιρρεπής στην υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, στις ακραίες προβλέψεις και στην οργανωτική πλάνη, όπως ήταν και πριν από τη μελέτη των θεμάτων αυτών. Έχω βελτιωθεί μόνο στην ικανότητά μου να αναγνωρίζω καταστάσεις στις οποίες πιθανόν να υπάρχουν λάθη […] και έχω σημειώσει πολύ μεγαλύτερη πρόοδο στην αναγνώριση των λαθών που κάνουν οι άλλοι.”
Στην τελευταία αυτή φράση, ο Κάνεμαν παραπέμπει στο λεγόμενο τυφλό σημείο όπως αποκαλούν οι σύγχρονοι ψυχολόγοι. Αυτό αφορά την τάση να αναγνωρίζουμε τις γνωστικές προκαταλήψεις σε άλλους χωρίς να τις παρατηρούμε μέσα σε μας.
Με άλλα λόγια, ο εγκέφαλός μας δεν είναι κατασκευασμένος για να εντοπίσει εύκολα τη δική μας έλλειψη αυτογνωσίας. Η σύντομη, λοιπόν, απάντηση στο ερώτημα—τι μπορούμε να κάνουμε για τις προκαταλήψεις μας;—το οποίο θέτει ο Κάνεμαν φαίνεται λίγο απογοητευτική, τελικά όμως μοιάζει ελπιδοφόρα. Υποστηρίζει ότι “λίγα μπορούν να επιτευχθούν εκτός βέβαια και αν υπάρξει σημαντική επένδυση προσπαθειών“.
Η μελετημένη αντιμετώπιση των παραπάνω απαιτεί σε πρώτη φάση την αναγνώριση του σημείου από το οποίο ξεκινάμε.
“Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σταματήσουμε να υποθέτουμε ότι ήδη γνωρίζουμε καλά τον εαυτό σας”, προτείνει και η Γιούριχ.
#2. Να γνωρίζουμε τον λόγο για τον οποίο το κάνουμε.
Όσοι γνωρίζουν καλά τον εαυτό τους παίρνουν πιο έξυπνες αποφάσεις, μεγαλώνουν πιο ώριμα παιδιά και είναι πιο πετυχημένοι στο σχολείο και την εργασία.
Σε μια μελέτη, ερευνητές του Πανεπιστημίου Cornell, προς αναζήτηση των χαρακτηριστικών που συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα των επιτυχημένων ηγετών, κατέληξαν ότι ο ισχυρότερος προγνωστικός παράγοντας της επιτυχίας είναι το υψηλό επίπεδο αυτογνωσίας.
“[…] τέτοια άτομα αποδέχονται με μεγαλύτερη ευκολία την περίπτωση κάποιος στην ομάδα τους να έχει μια ιδέα καλύτερη από τη δική τους.”
Η αυτοπεποίθηση και η ισχύς αποτελούν κατά γενική ομολογία δύο από τις κύριες προτεραιότητες στους ρόλους ηγεσίας. Παράλληλα “η αναζήτηση ηγετικής συμπεριφοράς μεταφράζεται σε παιχνίδι αναζήτησης της αυτογνωσίας”, σύμφωνα με τους συγγραφείς.
#3. Να συμφιλιωθούμε με την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα που διαθέτουμε.
Ακριβώς επειδή η αυτογνωσία είναι ένα ωφέλιμο χαρακτηριστικό δεν σημαίνει ότι είναι ένα που μας αρέσει να έχουμε. Σε μια σειρά μελετών που δημοσιεύθηκαν πέρυσι στην Εφημερίδα της Προσωπικότητας και της Κοινωνικής Ψυχολογίας, οι ερευνητές ζήτησαν από κάποια άτομα να συμμετάσχουν σε συνομιλίες με ξένους, γνωστούς, στενούς φίλους και αγαπημένους. Στη συνέχεια, σύγκριναν την εντύπωση που έδωσαν στον συνομιλητή τους με εκείνη που τα άτομα νόμιζαν ότι σχημάτισαν.
Συνολικά, τα άτομα απόλαυσαν λιγότερο τις αλληλεπιδράσεις όταν είχαν μια ακριβή εικόνα του τρόπου με τον οποίο συμπεριφέρονταν—όταν είχαν υψηλά επίπεδα εξωτερικής αυτογνωσίας.
Οι συντάκτες της παραπάνω μελέτης συμπέραναν ότι:
“[…] οι άνθρωποι τείνουν να αγαπούν τα άτομα που έχουν ακριβείς αυτο-αντιλήψεις, όμως τα άτομα τείνουν να απολαμβάνουν τις δικές τους σχέσεις περισσότερο με τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι τα βλέπουν με επιθυμητό τρόπο.”
Με άλλα λόγια, η άγνοια μεταφράζεται σε ευδαιμονία όταν πρόκειται για εξωτερική αυτογνωσία. Σαν ένα πολύ-φιλτραρισμένο προφίλ στο Ίνσταγκραμ, θα προτιμούσαμε οι άλλοι να βλέπουν μια καλύτερη έκδοση του εαυτού μας, ακόμα κι αν αυτή η έκδοση δεν είναι αρκετά ακριβής.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αυτο-αποδοχή είναι απαραίτητο συστατικό στην αυτογνωσία. “Η αυτο-αποδοχή είναι ένα σημαντικό εργαλείο όχι μόνο ως προς τη βελτίωση της αυτογνωσία μας, αλλά και ως προς την αγάπη του ανθρώπου που θεωρούμαι ότι είμαστε”, λέει η Γιούριχ.
Για να το θέσουμε με άλλο τρόπο, άπαξ και μάθουμε να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας, καθίσταται ευκολότερο το να είμαστε ειλικρινείς για το ποιοι είμαστε. Χωρίς να μας αποδεχτούμε, η αυτογνωσία μετατρέπεται σε μια δυσάρεστη διαδικασία.
#4. Να κάνουμε στον εαυτό μας τις σωστές ερωτήσεις (και να τις απαντήσουμε).
Η ενδοσκόπηση είναι το κλειδί για την εσωτερική αυτογνωσία. Η άσκοπη περιπλάνηση βέβαια αποδεικνύεται ανώφελη εάν δεν υπάρχει κάποια κατεύθυνση. Χρειαζόμαστε ένα πλάνο.
Για το σκοπό αυτό, η Γιούριχ εντόπισε επτά κατηγορίες (περιοχές) αυτογνωσίας του εαυτού μας, που πρέπει να καλλιεργήσουμε και να επιδιώξουμε feedback από τους άλλους εάν θέλουμε να έχουμε μεγαλύτερη επίγνωση του εαυτού μας. Αυτές είναι οι αξίες μας, τα πάθη, οι φιλοδοξίες, ο τρόπος προσαρμογής μας (ποιο είδος περιβάλλοντος θα μας κάνει ευτυχισμένους και αφοσιωμένους), η προσωπικότητα, οι δυνάμεις και οι αδυναμίες μας και ο αντίκτυπος που έχουμε στους ανθρώπους γύρω μας.
Η προσέγγισή μας έχει σημασία. Όταν παρατηρούμε τον εαυτό μας, είθισται να αναρωτηθούμε διάφορα γιατί (why)—γιατί συμπεριφέρθηκα με αυτόν τον τρόπο ή γιατί έκανα αυτό και όχι το άλλο κλπ. “Η έρευνα μας έδειξε ότι έτσι προκύπτουν δύο προβλήματα”, δήλωσε η Γιούριχ.
“Η ερώτηση του γιατί μας παρασύρει σε μια μη παραγωγική, παράλυτη κατάσταση. Μας οδηγεί σε αυτή τη νοοτροπία που καλλιεργεί ένα θύμα.”
Δεύτερον, ανεξάρτητα από το πόσο σίγουροι μπορεί να είμαστε για μια απάντηση σε ένα γιατί, σχεδόν πάντα κάνουμε λάθος.
Η Γιούριχ και οι συνάδελφοί της εξέταζαν τα δεδομένα τους όλα αυτά τα χρόνια για να δουν τι ήταν αυτό που έκαναν τελικά διαφορετικά όσοι είχαν πράγματι αυτογνωσία. “Ελέγξαμε τις απομαγνητοφωνήσεις όλων των ανθρώπων που δώσανε συνέντευξη και αρχίσαμε να βλέπουμε ένα μοτίβο. Σχεδόν ποτέ δεν αναφέρθηκαν στο γιατί, και στη θέση του αναρωτήθηκαν τι (what)—τι δεξιότητες θέλω να χτίσω για το μέλλον ή τι δεν γνωρίζω ή τι δεν ξέρω κλπ.
Οι πρώτες ερωτήσεις (γιατί) είναι συναισθηματικά φορτισμένες. Οι δεύτερες είναι ορθολογικές και επικεντρωμένες σε αριθμητικά στοιχεία, διευκολύνοντας την αντικειμενική προσέγγιση ενός προβλήματος.
#5. Να επιδιώξουμε την ομαδική προσπάθεια.
Για να αναπτύξουμε την εξωτερική αυτογνωσία, από την άλλη πλευρά, πρέπει να αφήσουμε κάποιον άλλο να απαντήσει στις ερωτήσεις. Η Γιούριχ προτείνει να ζητάμε από κάποιον κοντινό μας άνθρωπο τι σκέφτονται για εμάς—ενδεχομένως ακόμα και χρησιμοποιώντας το πλαίσιο των παραπάνω επτά κατηγοριών.
“[…] βγείτε στον έξω κόσμο και λάβετε ανατροφοδότηση από τους ανθρώπους που εμπιστεύεστε, τους ανθρώπους που θέλουν να είστε επιτυχείς, ανθρώπους που να είναι πρόθυμοι να σας πούνε την αλήθεια”.
Πρέπει, επίσης, να συγκεντρώσουμε ανατροφοδότηση από πολλούς αγαπητούς κριτικούς, όπως τους ονομάζει η Γιούριχ, ώστε να βεβαιωθούμε ότι δεν έχουμε μόνο μια άποψη. Η λήψη μιας δεύτερης ή τρίτης γνώμης μπορεί να μας βοηθήσει. Στο τέλος, όμως, έχει να κάνει πάλι με το πώς εμείς θα καταφέρουμε να συνθέσουμε όλες αυτές τις απόψεις σε μια συνεκτική αυτοπροσωπογραφία—και στη συνέχεια πώς εμείς θα εξοικειωθούμε με τη σύνθεση αυτή.
_________________
*Στη φωτογραφία πίσω από τον τίτλο απεικονίζεται ο Πολωνός φωτογράφος Ludomil Sawicki. Ζει και εργάζεται στο Γκντανσκ της Πολωνίας.