Site icon Frapress

10 πασίγνωστες παροιμίες και η ιστορία πίσω από αυτές

Όλοι μας έχει τύχει να χρησιμοποιήσουμε στις καθημερινές μας συζητήσεις (πολλές φορές χωρίς καν να το καταλαβαίνουμε!) παροιμίες, γνωμικά και εκφράσεις του λαού. Τι γνωρίζουμε, όμως, για τις ενδιαφέρουσες ιστορίες που κρύβονται πίσω απ’ αυτές και οι οποίες “χάνονται” στο βάθος των αιώνων;

«Κάνει την πάπια»

Στην Βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού, ονομαζόταν Παπίας. Το όνομα αυτό, με τον καιρό θεωρήθηκε τιμητικός τίτλος, που δινόταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Κάποτε παπίας του παλατιού είχε αναλάβει ο Ι. Χανδρινός, με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Απ’ όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του, άρχισε να διαβάλει τους πάντες στον αυτοκράτορα. Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούνταν τον έκπληκτο.

-«Είσαι ο καλύτερος μου φίλος», του έλεγε, «Πώς μπορώ να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;»

Η διπροσωπία αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο. Γι΄ αυτό από τότε όταν κανείς πιανόταν να λέει ψέματα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του έλεγαν ειρωνικά: « Ποιείς τον Παπίαν;», φράση που διασώθηκε εώς σήμερα με μια μικρή παραλλαγή.

«Αυτός χρωστάει της Μιχαλούς»

 Στα χρόνια του Όθωνα, βρισκόταν σε κάποιο σοκάκι του Ναυπλίου η ταβέρνα της Μιχαλούς. Παραδόπιστη και εκμεταλλεύτρια, μετά τον θάνατο του άντρα της, είχε μια περιορισμένη πελατεία, που της έκανε πίστωση για ένα χρονικό διάστημα, μετά το τέλος του οποίου έπρεπε να εξοφληθεί ο λογαριασμός.

Αλίμονο σε όποιον δεν ήταν συνεπής! Η Μιχαλού, κυριολεκτικά, τον εξευτέλιζε.

Ανάμεσα στους οφειλέτες ήταν κι ένας ευσυνείδητος, που ήταν αδύνατο να βρει τρόπο να την εξοφλήσει, γιατί τελευταία δεν είχε δουλειά. Μέρα και νύχτα γύριζε στους δρόμους παραμιλώντας. Όταν ρωτούσε κανείς να μάθει τι είχε ο άνθρωπος αυτός, απαντούσαν: «Αυτός χρωστάει της Μιχαλούς» και από εκεί έμεινε αυτή η φράση.

«Άλλου παπά ευαγγέλιο…»

Αυτή η φράση προέρχεται από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία. Κάποιος παπάς σ’ ένα χωριό της Κεφαλλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ’ ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για μεγάλο διάστημα. Ο παπάς, όμως, στο δικό του ευαγγέλιο, μιας και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια, κι έτσι κατάφερνε να το λέει.

Στο ξένο ευαγγέλιο, όμως, δεν υπήρχαν τα σημάδια αυτά, καθώς ο παπάς αυτού του χωριού ήταν μορφωμένος και δεν τα χρειαζόταν. Άρχισε, λοιπόν, εκείνος να λέει το ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου. Τότε κάποιος απ’ το εκκλησίασμα του φώναξε: «Τι μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό ευαγγέλιο….».

-«Εμ, τι να κάνω»; απαντά αυτός. «Αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο».

«Για ψύλλου πήδημα»

Η επικοινωνία των Ρωμαίων με τον ασιατικό κόσμο, ήδη από τον 1ο αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή πληθώρας δεισιδαιμονιών, οι οποίες κατέκλυζαν όλες τις επαρχίας της Ιταλίας.

Όσοι φοβόντουσαν το μάτιασμα, κατέφευγαν στις μάγισσες για να το ξορκίσουν μ’ έναν πολύ περίεργο τρόπο: Οι μάγισσες είχαν μερικούς γυμνασμένους ψύλλους που πηδούσαν γύρω από ένα πιάτο με νερό. Αν ο ψύλλος έπεφτε μέσα και πνιγόταν, τότε αυτός που τον μάτιασε ήταν εχθρός. Αν δεν πνιγόταν, τότε το μάτιασμα γινόταν από φίλο.

Κάποτε μια μάγισσα υπέδειξε σ’ ένα πελάτη της, έναν τέτοιο εχθρό με τ’ όνομά του. Εκείνος πήγε, τον βρήκε και τον σκότωσε. Έτσι, απ’ αυτό το επεισόδιο βγήκε και η παροιμιώδης φράση ότι τον σκότωσε «για ψύλλου πήδημα».

«Έμεινε στο ράφι»

Στη Βυζαντινή εποχή υπήρχε μια συνήθεια, που σώζεται ακόμη και σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Τα παλιά οικογενειακά κειμήλια να τοποθετούνται σε ράφια για στολισμό. Απ’ αυτή τη συνήθεια προήλθε και η φράση: «αυτή έμεινε στο ράφι», δηλαδή έχει γεράσει τόσο πολύ ώστε μπορεί να τοποθετηθεί στο ράφι μαζί με τα παλιά οικογενειακά αντικείμενα.

«Μου’ ψησε το ψάρι στα χείλη»

  Ο λαός του Βυζαντίου τηρούσε, κατά γράμμα, τις νηστείες και ήταν ιδιαιτέρως αυστηροί μ’ αυτές στα μοναστήρια. Κάποιοι καλόγεροι, όμως, πολλές φορές δεν μπορούσαν να τις κρατήσουν και έπεφταν συχνά σε κρυφές αμαρτίες, τρώγοντας αυγά ή πίνοντας γάλα. Αν τύχαινε κανένας απ΄ αυτούς να υποπέσει στην αντίληψη των άλλων μοναχών, καταγγελλόταν στον ηγούμενο και καταδικαζόταν σε φοβερές ποινές.

Κάποτε, λοιπόν, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια σε μια σπηλιά, κοντά στο μοναστήρι και καταδικάστηκε από το ηγουμενοσυμβούλιο στην εξής τιμωρία: Του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και εκεί πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι για να… ψηθεί. Όπως ήταν φυσικό, ο καλόγερος μετά από λίγο ξεψύχησε, μέσα σε τρομερούς πόνους, αφήνοντας ως παρακαταθήκη την εν λόγω φράση.

«Αυτή τα ψήνει με τον τάδε» ή «Τα’ χουν ψημένα»

Κατά τον Βυζαντινολόγο Φ. Κουκουλέ, η φράση αυτή πιθανόν ξεκίνησε από το ψήσιμο των κουκιών. Αυτό μπορεί να στηριχθεί στη μαρτυρία ότι οι Ελληνίδες του Τάραντα, της κάτω Ιταλίας, όσες φορές επρόκειτο να δεχτούν τον αγαπημένο τους, του πρόσφεραν «κουτσία ψημένα», δηλαδή κουκιά ψημένα.

Αλλά και στην Κρήτη για να προκαλέσουν την ερωτική διάθεση χρησιμοποιούν το… ψήσιμο, σε μερικά μέρη του νησιού μάλιστα λένε: «του’ ψησε την μπριζόλα».

«Καβάλησε το καλάμι»

Αυτή η φράση φαίνεται να λεγόταν από τους Σπαρτιάτες για να πειράξουν τον Αγησίλαο, ο οποίος αγαπούσε υπερβολικά πολύ τα παιδιά του. Έτσι, όταν αυτά ήταν μικρά, έπαιζε μαζί τους μέσα στο σπίτι, καβαλώντας, σαν σε άλογο, ένα καλάμι.

Κάποια μέρα, ένας φίλος του τον είδε σ’ αυτή τη στάση και ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην κάνει λόγο σε κανένα, κάτι που εκείνος δεν φάνηκε να τήρησε. Έτσι, διαδόθηκε σιγά-σιγά ο λόγος αυτός σε όλους για να φτάσει στις μέρες μας να το λέμε για κάποιον που πήραν τα μυαλά του αέρα, έχοντας αλλάξει, όμως η αρχική ερμηνεία της φράσης, πράγμα αρκετά συχνό και σε άλλες παροιμιώδεις εκφράσεις.

«Του’ ρθε κεραμίδα»

Ο βασιλιάς της Ηπείρου, Πύρρος, βρισκότανε κάποτε στο Άργος μ’ ένα μέρος του στρατού του. Μια μέρα, λοιπόν, που περνούσε από ένα στενό δρόμο, δέχτηκε κατακέφαλα ένα κεραμίδι, που τον σκότωσε. Κάποια μητέρα στρατιώτη, που πολεμούσε εναντίον του γιού της, του το έριξε για να τον εκδικηθεί. Έτσι, φαίνεται να προέκυψε κ φράση «του’ ρθε κεραμίδα» που λέγεται για κάποιο απροσδόκητο και δυσάρεστο γεγονός.

«Έφαγε χυλόπιτα»

Στην Ελλάδα ήδη από τα 1800 και μέχρι και το 1860, ο «κομπογιαννιτισμός» είχε σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ και τα διάφορα γιατροσόφια έδιναν και έπαιρναν. Ένας, ξακουστός για τις αγυρτείες του, κομπογιαννίτης, ήταν ο Παρθένης Νένιμος, ο οποίος λέγεται ότι έστελνε πολλούς Αρβανίτες στον άλλο κόσμο, δοκιμάζοντας τα φάρμακα του πάνω τους.

Μια από τις συνταγές του, πάντως, ήταν ο χυλός από σιτάρι, ψημένος στο φούρνο μαζί με μπαχαρικά, που τη σύστηνε στους βαριά ερωτευμένους. Αυτοί που αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση για να τους περάσει ο καημός, έπρεπε να φάνε από την πίτα αυτή για 3 συνεχόμενα πρωινά, τελείως νηστικοί. Από αυτό, λοιπόν, το περίφημο γιατροσόφι, έμεινε η περιβόητη φράση: «έφαγε χυλόπιτα».

10+1 ανέκδοτα και ρητά από όλο τον κόσμο

Σχόλια

Exit mobile version