Πως η φωτογραφία προσδίδει τόσο με την παρουσία όσο και με την απουσία της τεράστια δύναμη σε ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα…
Η φωτογραφία αποτέλεσε για την λογοτεχνία, με την ανακάλυψη της, ένα μέσο τεκμηρίωσης αλλά και πιστοποίησης όλων όσων διαπραγματεύεται ο εκάστοτε συγγραφέας. Όλο αυτό όμως δεν αποτελεί μονάχα ένα τεκμήριο αλλά ένα είδος εκμοντερνισμού- μετά το 1839. Οι λέξεις και οι περιγραφές πλέον μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά με τους τόνους και τις υποδιαστολές βάζοντας εκεί ψηλά και το ενδιαφέρον του αναγνώστη, έχοντας όλα εκείνα τα στοιχεία που χρειάζεται κανείς για να μπορέσει να κατανοήσει σε βάθος αυτό που διαπραγματεύεται. Ένα σύνολο, δηλαδή, που στοχεύει να κατευθύνει πιο εύκολα, πιο ομαλά χωρίς φανταστικά κενά.
Δίνεται λοιπόν μια δυνατότητα πρωτόγνωρη στους αναγνώστες αλλά και στους δημιουργούς να καταφέρουν να συμπλέξουν αυτές τις δύο οντότητες, αλλά ποια αλλάγή δεν σηκώνει θύελλα αντιδράσεων στον χώρο που την δέχεται; Έχουμε λοιπόν, στον έναν αντίποδα, την αλήθεια οπτικοποιημένη και τις περιγραφές να την στηρίζουν για να την θρέψουν. Τι γίνεται όμως όταν στον άλλον αντίποδα στέκεται η ανάγκη για μυθοπλασία και η πρόκληση της φαντασίας που προκαλείται μονάχα με την απουσία μιας εικόνας και των γενικότερων πληροφοριών;
Οι εκφάνσεις της λογοτεχνίας και της φωτογραφίας, συνδυαστικά, πολύπλευρες. Σε θεωρητικό επίπεδο, για παράδειγμα, η περιγραφή ενός εικονικού περιεχομένου. Ακόμη, δεν είναι λίγες και οι ποιητικές συλλογές που βασίστηκαν σε κύκλους φωτογραφιών, όπως του Καβάφη ή μυθιστορήματα που ”ντύθηκαν” από αυτές για να προσδώσουν τόσο ενδιαφέρον όσο και καλαισθησία, πχ σε ένα εξώφυλλο. Πλέον, είναι ελάχιστα τα έργα που δεν συνοδεύονται από μια καλλιγραφία, ένα σχέδιο.Τα περισσότερα, μάλιστα, στηρίζονται ακριβώς σε δύο επίπεδα, στις φωτογραφίες και στο διήγημα.
Ας αναλογιστούμε όμως και τον κυρίαρχο ρόλο που έχει παίξει ο όρος φωτογραφία σε τραγούδια και γραπτά. Πόσο δύναμη μπορεί να κρύψει αυτή η λέξη ακόμα και με την απουσία της σαν στοιχείο με την φυσική της ιδιότητα.
Η Κική Δημουλά, Ελληνίδα ποιήτρια, αποτελεί έναν δημιουργό που μεσα από τα γραπτά του, υπαινίσσεται συχνά πως: ”Η στιγμή πεθαίνει στο στιγμιότυπο.” Η ίδια πολλές φορές χειρίζεται μια φωτογραφία σαν έναν συνομιλητή, ένα πρόσωπο που αποτελεί ένα παγωμένο παρελθόν με το οποίο αναβιώνει στιγμές…
[…]από τα πέρατα μιας νοσταλγίας
παίρνω ειδήσεις σου:
κατάντησες θαμών
κάποιας παλιάς φωτογραφίας σου
διαπρέποντας στη χάρτινη έντασή της.
Αυτό, αποτέλεσε την αρχή για ένα ταξίδι αποτύπωσης όσων συνέβησαν αλλά και μια κραυγή διαμαρτυρίας για τα τότε γεγονότα. Ο ίδιος, μέσα σε λίγες ώρες καταγράφει τις πρώτες γραμμές για αυτό που μόλις είχε συμβεί, ένα ποίημα με τίτλο ”Επιτάφιος”. Αυτό το ποίημα αποτέλεσε εκδοτική επιτυχία για καιρό πολύ και ύστερα από χρόνια, στέλνεται ένα σωθέν αντίτυπο στον νέο τότε συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, όπου και αυτός συγκλονισμένος από τους στίχους, αποφασίζει να τους συνοδέψει με το πιάνο του…