Site icon Frapress

Μεταμοντέρνες νευρώσεις και παράλογο για μια κονσέρβα τόνο

Στο θεατρικό έργο του Christopher Durang «Γελώντας Άγρια» μια κονσέρβα τόνος γίνεται η αφορμή για να ξεδιπλωθούν όλες οι νευρώσεις και οι ανησυχίες της ανθρωπότητας από το 1980 έως σήμερα.

«γελώντας άγρια εν τω μέσω αδυσώπητης θλίψης»

«Είναι τόσο δύσκολο να ζεις κάθε μέρα, και να πρέπει να επιβιώσεις. Έχεις ν’ αντιμετωπίσεις τόσους ανθρώπους. Πήγα στο σουπερμάρκετ ν’αγοράσω μια κονσέρβα τόνο κι ένας ηλίθιος στεκόταν μπροστά [….] Οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν πολύ αναίσθητοι. Τους μισώ. Γι’ αυτό, σήκωσα τη γροθιά μου και τον βάρεσα με πολλή δύναμη στο κεφάλι και ούρλιαξα: “Θα κάνετε στην άκρη, παλιομαλάκα;!!!”»

Δύο άτομα, μια Γυναίκα κι ένας Άνδρας, συναπαντώνται και συγκρούονται πάνω από μια κονσέρβα τόνο σε ένα σουπερμάρκετ της Νέας Υόρκης. Με αφορμή αυτό το θραυσματικό καθημερινό περιστατικό στο θεατρικό του Christopher Durang «Γελώντας Άγρια»  οι πρωταγωνιστές αρχικά ξετυλίγουν κατ’ επίφαση σε δύο ξεχωριστούς in tandem συνειρμικούς μονολόγους το νήμα των φοβικών και δυσανεκτικών σκέψεών τους απέναντι στην αδήριτη πραγματικότητα και την αδιέξοδη παροντική τους κατάσταση που τους προκαλεί απελπισία και πνιγμονή, μόνο και μόνο για να παγιδευτούν εκ νέου εντός του ιστού που έπλεξαν σε μια αναζήτηση λύτρωσης η οποία αναβάλλεται επιτείνοντας το αίσθημα της frustration.

Γραμμένο και ανεβασμένο τη δεκαετία του ’80 στις underground σκηνές της πόλης που ποτέ δεν κοιμάται αλλά και μεταφυτευμένο εν Ελλάδι από την θεατρική ομάδα «Χρυσοθήρες» τον Μάιο του 2000» τα άγχη και οι νευρώσεις του μεταμοντέρνου υποκειμένου λίγο πριν την αυγή της νέας χιλιετίας που, όμως, φαίνεται ότι καλά κρατούν ακόμη και σήμερα. Αρχιτεκτονικά σκαρωμένο σε μορφή ενός τριπτύχου πράξεων (τιτλοφορημένων ως εξής: «Γελώντας Άγρια», «Άγριο Ψάξιμο», «Άγριο Όνειρο»).

Άνδρας/Γυναίκα: το αρχετυπικό δίπολο στις δύο πρώτες πράξεις του έργου βρίσκεται αγεφύρωτα χωρισμένο με απουσία οποιασδήποτε αλληλεπίδρασης:H σκηνοθετική οδηγία επιβάλλει ότι ακόμα και στο τρίτο μέρος όπου οι υποκριτές συμβιώνουν στην σκηνή στα πλαίσια μιας ονειρικής συνάντησης, ενός από κοινού βρασμού των ενυπνίων τους, δεν κοιτιούνται στα μάτια παρά μόνο πριν την τελική λύση.Εκ προοιμίου παρεξηγημένοι και συσχετισμένοι μονάχα στην ακαριαία στιγμή της βίαιης σύγκρουσης.

Έτσι, ο καθένας παραλαμβάνει ξέχωρα την σκυτάλη του λόγου και εξαπολύει μύδρους για όλα αυτά που ταλανίζουν τον ψυχισμό του: τον παραλογισμό των διαπροσωπικών σχέσεων, την αποξένωση και την αλλοτρίωση, τα θεμέλια της αμερικανικής pop και τηλεοπτικής κουλτούρας, την ψυχιατρική που εμπορευματοποιεί ανθρώπινες ψυχές, την οικογένεια, τα New Age κινήματα, τον καθωσπρεπισμό και την αδιέξοδη λογική της καθολικής εκκλησίας.

Όλα αυτά με ένα ιδιαίτερο αντικληρικαριστικό μένος απέναντι σε ζητήματα όπως η ομοφυλοφιλία και η χρήση μέσων οικογενειακού προγραμματισμού, τη θρησκευτική ενοχοποίηση του σεξ, τη βαριά σκιά των παγκόσμιων απειλών που ακονίζουν νύχια και δόντια σε προμήνυμα ενός πανανθρώπινου αφανισμού (ο ιός του HIV, κλιματική αλλαγή και καταστροφή, πυρηνικά όπλα και απόβλητα με κυρίαρχο το παράδειγμα του Τσέρνομπιλ) αποδεικνύοντας ότι το μεγάλο τραύμα του «απανθρωπισμού» του Άουσβιτς, του «σημείου μηδέν» (Nullpunkt) και του «τέλους του παιχνιδιού» παραμένει ανεπούλωτα επίπονο για τη μετανεωτερικότητα.

Με άλλα λόγια, ο Durang καταφέρνει να συμπυκνώσει σε μια περιορισμένη, σχεδόν στιγμιοτυπική και αποσπασματική φόρμα η οποία προσιδιάζει στις κινηματογραφικές τεχνικές του τρέιλερ και του μοντάζ, τα άγχη / δυνάστες του fin de millénaire  ώστε κατόπιν μέσω μιας δυναμικής επιτάχυνσης να οδηγηθεί στην ακαριαία έκρηξη όλων των εμβληματικών χαρακτηριστικών που (από)συναρμολογούν τον μεταμοντέρνο υποκείμενο/δούλο: ανώνυμο, αλλοτριωμένο και απομονωμένο, όπως οι πρωταγωνιστές, διαρρηγμένο και τεμαχισμένο, δοσμένο μέσα από μια ιμπρεσιονιστική συγκόλληση, αποσυναρμοσμένο και ανερμάτιστο δίχως ψυχολογική συνοχή ή ολοκληρωμένη προσωπικότητα, τοποθετημένο σε ένα κόσμο φθοράς, εντός μιας ατμόσφαιρας αποκάλυψης, εντός ενός κόσμου του οποίου ο απώτερος σκοπός και το τελικό νόημα παραμένουν τελείως ανεξιχνίαστα.

Κατ’ αναλογία παρόμοιους ανοικειωτικούς δρόμους ακολουθεί και η αφηγηματική διαχείριση του υλικού, παραδείγματος χάριν η απεμπλοκή του χωροχρόνου από αιτιακές σχέσεις, επαναληπτική αταξία και μη ολοκλήρωση των συμβάντων, θρυμματισμός στη ροή της συνείδησης, παρείσφρηση του ονείρου και του παράλογου.

Σε αυτές τις συντεταγμένες, λοιπόν, δίνεται -και μάλιστα από νωρίς στο κείμενο- το ερμηνευτικό κλειδί του τίτλου οποίος παραπέμπει στο «Happy Days» του Beckett -εύφημη μνεία στην τριανδρία του θεάτρου του παραλόγου Beckett, Ionesco, Adamov αλλά και ευθεία δήλωση από πλευράς του Durang σχετικά με τους γενεαλογικούς προγόνους του έργου του- όπου η Winnie σε μια προσπάθειά της να θυμηθεί τους «κλασικούς» λέγει από μνήμης:

«Τέλος πάντων, τι σημασία έχει, αυτό είναι που λέω πάντα, αρκεί κάποιος…ξέρεις…πως πάει εκείνη η θαυμάσια έκφραση…γελώντας άγρια…κάτι κάτι γελώντας άγρια εν τω μέσω αδυσώπητης θλίψης»

Αναφερόμενη με τη σειρά της στο «Ode on a distant Prospect of Eton College» του Thomas Gray. Το «άγριο» τούτο γέλιο (και μάλιστα «εν τω μέσω αδυσώπητης θλίψης») προτάσσεται ως η μοναδική δυνατή ατομική  απάντηση απέναντι σε έναν σύγχρονο κόσμο σε αποσύνθεση, άλογου και γι’αυτό του αρμόζει μια μη λεκτική απάντηση.

Επιπλέον, η επιλογή αυτού του τίτλου εικονοποιεί με ακρίβεια τις δύο κυρίαρχες διαθέσεις στο εν λόγω έργο του Durang και κατ’επέκταση την αμφίθυμη στάση του μεταμοντέρνου ατόμου: την οργή και το χιούμορ.

Κατ’αρχάς, αφενός ο Durang συγκαταλέγεται στη χορεία «οργισμένων συγγραφέων» της
Αμερικής -κατ’ αναλογία με τους άγγλους ομοτέχνους τους οι οποίοι κάνουν την εμφάνισή τους στα μέσα της δεκαετίας του 1950 με τα «Οργισμένα Νιάτα» («Look back in anger») του John Osborne- οι οποίοι εγκλωβισμένοι στην νέα πραγματικότητα των υπολογιστών και του ανελέητου ύστερου καπιταλισμού αρθρώνουν κραυγές κοινωνικά αιχμηρές και οργίλες εν ονόματι των περιθωριακών, προς ένα σύστημα κατ’ ουσίαν ανελεύθερο το οποίο συνθλίβει υπολογιστικά το άτομο ως μονάδα και ολότητα αλλά και τη σχέση του με τους άλλους και τον κόσμο.

Αφετέρου, το μαύρο χιούμορ, η βιτριόλικη σάτιρα, η χολωμένη διάθεση και η ανατρεπτική πρόθεση τον καθιστούν θιασώτη ενός μεταλμπικού θεάτρου αλλά και αιρετικό κριτή των κοινωνικοπολιτικών τεκταινομένων της σχολής ενός Τζόναθαν Σουίφτ.

Οργή και χιούμορ: το πρώτο αιχμηρά καταγγελτικό, βίαια επιθετικό ενώ το δεύτερο κυμαινόμενο από την ελαφρά ειρωνεία και τον μελαγχολικό (αυτό)σαρκασμό του απελπισμένου έως την αγανακτισμένη σάτιρα λειτουργώντας ως χαλαρωτικό της έντασης και προσφέροντας την απαραίτητη νηφαλιογόνο απόσταση ή σχάση ανάμεσα στο πρόσωπο και το βίωμα,αποτελούν τους δύο κυρίαρχους «χυμούς» που γεμίζουν τους αρμούς του κειμένου οι οποίοι εναλλασσόμενοι σε αναλογίες δίνουν την εκάστοτε χρωστική αλλά και το εντέλει υβριδικό αποτέλεσμα: την κραυγή και το μίσος του κοινωνικά απόκληρου και το μελαγχολικό γέλιο του απελπισμένου. Τα οχήματα αυτά του Durang, εντούτοις, δεν ενσαρκώνονται, δεν βρίσκουν μετάγγιση σε σωματικές σκηνές προωθητικές της δράσης, σπάνιες στην εσοδεία τους και βίαιες στην εκδήλωσή τους, αλλά καναλιζάρονται μέσα από -το πιο ισχυρό ίσως όπλο- τον λόγο.

Έναν λόγο που πετροβολεί επί δικαίων και αδίκων, αθυρόστομο, σπαρταριστό που δεν φοβάται να θέσει το δάκτυλο επί τον τύπον των ύλων, να πονέσει, να πληγώσει αλλά και να σιωπήσει λέγοντας, να ξεκαρδίσει βαραίνοντας. 

Οι ανωτέρω οριακές ανησυχίες, διαθέσεις και εμμονές κατατρέχουν την Γυναίκα και τον Άνδρα, σε πρώτο επίπεδο τους χωρίζουν αφού τους οδηγούν υπόγεια στη ρήξη αλλά εκ των υστέρων αποτελούν τους κόμπους της ίδιας θηλιάς που τους πνίγει και που στην τελική τους ενώνει. Η σύγκλιση, το πλησίασμα των δύο γίνεται υπόρρητα και στο επίπεδο της υβριδοποίησης της έμφυλης ταυτότητας δημιουργώντας στη θέση δύο alter ego ένα ανδρόγυνο κράμα.

Εξηγούμαι: η Γυναίκα εμφανίζει ανδρικά έμφυλα χαρακτηριστικά και τανάπαλιν ο Άνδρας γυναικεία.

Η Γυναίκα είναι εξωστρεφής, επιθετική, βίαιη, γεμάτη μίσος και μισάνθρωπος, δέρνει κυριολεκτικά τον Άνδρα, ρίχνεται στην τύρβη της κοινωνικής ζωής απ’ την οποία είναι εμφανώς βέβαια αποκλεισμένη.

Υποφέρει από τρέλα η οποία δεν μοιάζει διόλου με την κατεξοχήν γυναικεία «υστερία», αντιμετωπίζει το σεξ ωμά, εξακοντίζει δριμύ κατηγορώ απέναντι στο λεγόμενο Lifestyle ενώ τα μόνα της ζητούμενα φαίνονται να είναι η κονσέρβα τόνος και το να βελτιώσει τη ζωή της βρίσκοντας μια δουλειά.

Από την άλλη ο Άνδρας αναζητάει την εσωτερική του ισορροπία και γαλήνη μέσα από την πίστη σε New Age κινητοποιήσεις, συγκρατημένος, μετριοπαθής, εμφανώς ευαίσθητος, κοινωνικά ευάλωτος σε σημείο να γίνεται άθυρμα κάνει, ωστόσο, άθελά του come out ως αμφιφυλόφιλος με κλίση στην ομοφυλοφιλία προσφέροντάς μας μια στέρεη υπεράσπιση του ομοερωτισμού απέναντι στην τρέχουσα ηθική και τις εκκλησιαστικές υπερβολές που ρυθμίζουν την σεξουαλικότητα.

«Γιατί έχω κουραστεί. Κουράστηκα να είμαι ένας “ερασιτέχνης υπαρξιστής” [….] Διψώ για κάποιο νόημα. Διψώ για λίγη πίστη σε κάτι» θα πει ο Άνδρας.

«[…] θέλω ένα γεμάτο, πολύ γεμάτο ποτήρι, θέλω το ποτήρι μου να ξεχειλίζει. Και θέλω να νιώσω χαρά, όπως είχα νιώσει εκείνη την καλοκαιρινή μέρα για δέκα λεπτά- πριν αποφασίσω πως η ζωή είναι απαίσια και τρελαθώ. Θέλω να ξανανιώσω την χαρά της ζωής.» θα μοιραστεί ως ελπίδα της η Γυναίκα.

Σε αυτό το θέατρο του παραλόγου, όπου το συναίσθημα του παραλόγου συνίστασαι στην εξορία «τη στερημένη από τις αναμνήσεις μιας χαμένης πατρίδας ή από την ελπίδα μιας Γης της επαγγελίας» στην «απόσταση του ανθρώπου από τη ζωή του, του ηθοποιού από τη ζωή του», όπως το όρισε ο Καμύ, ή στη «δυσανεξία της ύπαρξης» κατά τον Ιονέσκο, ο Durang θα βάλλει τους πρωταγωνιστές σου να αψιμαχήσουν εκ νέου με ανθρωποκτονικές διαθέσεις.

Kυριολεκτικά σε μια συνάντηση στα όνειρά τους όπου θα ξαναζήσουν τις πλείστες όσες παραλλαγές της βίαιης συνάντησης τους πάνω απ’ την κονσέρβα τόνο αλλά και θα μπλέξουν ο ένας στα μύχια του άλλου. Αλλά σε αυτό το σημείο, και μόνο στα όνειρα, θα δοθεί η τελική λύση: ένα ασκαρδαμυκτί κοίταγμα, η αμοιβαία κατανόηση κι έπειτα η αναπνοή.

«Μην ξεχνάτε να αναπνέετε». Η αναπνοή, η διαδοχή της εισπνοής και της εκπνοής, ως η πλέον βασική βιολογική λειτουργία ανάγεται στο νόημα της ζωής όχι ως απάντηση στον παράφρονα κόσμο αλλά ως σανίδα σωτηρίας. Ό,τι μένει στο μεταμοντέρνο υποκείμενο ως σκευή για να επιβιώσει είναι αυτή η ελάχιστη οργανική εργασία διασπασμένη σε δύο φάσεις. Ίσως δεν είναι και λίγο.

Σημείωση 1: αφορμή για το ανωτέρω κείμενο υπήρξε η παράσταση του «Γελώντας Άγρια» στη Θεσσαλονίκη στο Vix Motrix(Έδισσον 4) με συντελεστές τους ακόλουθους: Μετάφραση: Χριστίνα Παπαδάκη, Δημήτρης Φραγκιόγλου, Σκηνοθεσία – μουσική επιμέλεια: Νίκος Ορτεζάτος, Σκηνικά – κοστούμια: Πέτρος Φραγκόπουλος, Επιμέλεια φωτισμών: Πολύβιος Σερδάρης, Φωτογραφίες: Ιωάννα Τοκμακίδου, Promo trailer: Πάρης Γρηγοράκης, Βοηθοί σκηνοθέτη: Νίκη Ιωαννίδου, Ελισάβετ Παρασκευοπούλου, Βοηθός παραγωγής: Θωμαή Ουζούνη, Ξύλινες κατασκευές σκηνικού: Woodetails, Κατασκευή κοστουμιού (το Βρέφος της Πράγας): Κική Ιωαννίδου, Παίζουν: Σοφία Σακελλαρίου, Πέτρος Φραγκόπουλος.

Σημείωση 2: το θεατρικό κυκλοφορεί στα ελληνικά Christopher Durang, Γελώντας Άγρια, μετάφραση: Χριστίνα Παπαδάκη, Δημήτρης Φράγκιογλου, εισαγωγή: Σάββας Πατσαλίδης, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2000

Σχόλια

Exit mobile version