Η μητέρα μου πάντα έλεγε πως η τηλεόραση θα κατέστρεφε το μυαλό μου. Ήμουν μικρός και τα κρύα μελαγχολικά πρωινά του Σαββάτου ήταν το καταφύγιό μου.
Καναπές γωνία, μπροστά από το παράθυρο, με θέα τα παχνιασμένα λουλούδια και τα παιδιά των τσιγγάνων, που φώναζαν το ένα στο άλλο κάτω από αλουμινένιες καμινάδες. Δεν μπορούσα να πω αν τα λόγια της ήταν χρησμός ή κατάρα. Το έπιπλο φαίνονταν ιδιαίτερα σταθερό και το κουτί της τηλεόρασης αν και ογκώδες, ποτέ δεν θα το χαρακτήριζα απειλητικό. Όμως από την γωνιά μου στον καναπέ μπορούσα στιγμές στιγμές σχεδόν να δω τα ζοφερά σενάρια να παίζουν στο μυαλό της, κάνοντας γκελ από τον έναν γκρίζο κρόταφο στον άλλον.
Τη μία φορά η τηλεόραση κατέρρεε πάνω στο απροστάτευτο παιδικό μου κορμί, την άλλη φορά πήγαινα πολύ κοντά της, απορροφημένος από κάποια εικόνα και ο στατικός ηλεκτρισμός που μου σήκωνε τις τρίχες του πήχη με κάρφωνε πάνω στο μηχάνημα από τα μαλλιά της κεφαλής, παπ!, με βία συρραπτικού. Σε όλα τα σενάρια θύμα ήταν το τρυφερό μου παιδικό κεφάλι και η καημένη γυναίκα, που με γέννησε είναι σκυμμένη πάνω από το κάπως πεπλατυσμένο πλέον πρόσωπό μου, λικνιζόμενη σε κατάσταση πένθους και μουρμουρίζει “του τα έλεγα, του τα έλεγα”, μα τότε ποιος την ακούει και τι σημασία έχουν πια τα λόγια της….
Κάπως έτσι λοιπόν έπαψα να παίρνω τη μητέρα μου στα σοβαρά και η αξιοπιστία της υποβαθμίστηκε σε ΒΒΒ+ με αρνητική προοπτική, τουλάχιστον εκείνα τα πρωινά του Σαββάτου, που κάνουν κρύο ό,τι εποχή και αν είναι.
Ένας ακόμα λόγος, που πεισματικά με κάρφωνε στην βαθουλωμένη γωνία του παλιού μας καναπέ ήταν πως τα Σάββατα ήταν ημέρα γενικής καθαριότητας. Ένα ανάλγητο χέρι άνοιγε από τα ξημερώματα τα παντζούρια “για να ξεμυρίσει το σπίτι” και όλη η ζέστη της νύχτας χάνονταν στο άπειρο βάθος των παραθύρων. Αποτέλεσμα: τα πόδια μου ήταν ήδη παγωμένα, όταν τίναζα το πάπλωμά μου. Δεν είναι να απορείς, λοιπόν που ένα μικρό παιδί κατέφευγε καλυμμένο στρώματα σεντονιών σε μία γωνίτσα και εκεί προσπαθούσε να ξεχαστεί στην τηλεόραση, περιμένοντας σαν τη χρυσαλίδα στο κουκούλι τη μεταμόρφωση, όχι του ίδιου, αλλά του σπιτιού, και όχι προς τα εμπρός, αλλά προς τα πίσω, από βρώμικο σε καθαρό και από βρωμερό σε ευωδιαστό.
Όσο η μητέρα μου πάλευε να ξεκάνει το έργο του χρόνου, εξάλλου ζωή σημαίνει αγώνας ενάντια στη φθορά και τη σκόνη, ο πατέρας μου ταξίδευε μέσα στο παγωμένο μας σαλόνι τυλιγμένος σύννεφα καπνού, με το τσιμπούκι φυτρωμένο στα χείλη. Μέσα από την κουζίνα ακούγονταν ο ανεμιστήρας και το λάδι, που τσίριζε πνίγοντας αυγό και λουκάνικο σε μία ένωση, που όποιος την έχει δοκιμάσει ξέρει πως είναι ιερή.
Αλλά νομίζω πως ξεστρατίζω. Αυτό δεν είναι μία ιστορία για την καθημερινότητα των παιδικών μου Σαββάτων, ούτε μία ιστορία για το βασανιστήριο των σπιτιών, που όλο το βράδυ πρέπει να είναι ζεστά και όλο το πρωί παγωμένα. Oύτε και μία ιστορία για την τηλεόραση, αν και η μητέρα μου πάντα ξεκινά ιστορίες για την τηλεόραση. Δεν είναι καν ιστορία, πρόκειται για αυστηρώς ξεδιαλεγμένα γεγονότα από μία ηλικία που τα πάντα είναι γεγονός, κάτι που καθιστά την αφήγησή μου τόσο πιο σημαντική, μιας και από μία ατελείωτη ραχοκοκκαλιά παγωμένων Σαββάτων τράβηξα με απερίγραπτη προσοχή και φροντίδα έναν μόνο σπόνδυλο και τον εκθέτω εδώ, στα μάτια σας, που ίσως και να του επιφυλάσσουν ακόμα περισσότερο κρύο από εκείνο των αναμνήσεών μου.
Ας είμαστε, λοιπόν προσεχτικοί κριτές και αν είναι να εξασκήσουμε κάπου την αυστηρότητά μας, ας ξεσπάσουμε (και εγώ μαζί σας!) στην όποια αδυναμία του αφηγητή και όχι στο ίδιο το γεγονός, που όπως όλα τα γεγονότα είναι μονίμως θύματα αφήγησης.
Εκείνο το Σάββατο η τηλεόραση έχει ανοίξει την βέλτιστη ώρα, ακριβώς μετά τις διαφημίσεις, ακριβώς πριν το κυρίως πρόγραμμα, κάπου στην μέση των τίτλων αρχής, κάτι που έκανε την προσμονή γεμάτη ανυπομονησία, όχι όμως κουραστική. O Taz στριφογύριζε ακούραστα, μερικές φορές ακόμα και σε ταχύτητες, που μόνο η μητέρα μου έπιανε και εγώ από το άνοιγμα της κουβέρτας, που με κάλυπτε τον έβλεπα γεμάτο σάλια να στρίβει και να στρίβει κυνηγώντας, πάντα κυνηγώντας και σπάνια πιάνοντας, κάτι που ήταν αρκετά θλιβερό αλλά οι επιλογές ως προς τα κινούμενα ήταν τότε περιορισμένες και έτσι υπόμενα μαζί του το βάρος της κάθε αποτυχίας τουρτουρίζοντας σιωπηλά.
Εξίσου σιωπηλά και προσεχτικά, για να μην ταράξει τη δουλειά της μητέρας μου, ο πατέρας μου διέσχιζε το δωμάτιο φυσώντας καπνό, διορθώνοντας τη θέση του τσιμπουκιού με μία κίνηση του σαγονιού, σαν την ράβδο της ατμομηχανής, που κυλά τους τροχούς. Ίσως επειδή η ομελέτα του δεν χρειάζονταν ακόμα την προσοχή του, ίσως γιατί σε κάποια του εισπνοή βρήκε μία βαθύτερη απόλαυση, που ήθελε να την εξερευνήσει στην ακινησία, έμεινε για λίγο στη μέση του σαλονιού, όρθιος με τα μάτια γαλήνια να ατενίζουν προς το γενικότερο οπτικό πεδίο, που εκείνη τη στιγμή περιλάμβανε την τηλεόραση και με πηχυαία γράμματα, τον τίτλο του κινουμένου σχεδίου. Ύστερα από μία στιγμή προσοχής τα μάτια του πετάρισαν προς την κουζίνα, όχι πριν μονολογήσει μηχανικά “Τασμανία πρωτεύουσα Χόμπαρτ”, και ξεφυσώντας την απάντηση στο αόρατο ερώτημα γεωγραφίας χαθεί από τα μάτια μου.
Το γεγονός αυτό δεν έμελλε να μείνει ασυντρόφευτο. Όταν αργότερα ο Taz έδωσε την θέση του στον ροζ πάνθηρα και εκείνος ξεκίνησε για την Κίνα, μία τυχαία επίσκεψη στην τουαλέτα έδωσε στον πατέρα μου την ευκαιρία να τραγουδήσει σε έναν εσωτερικό, αργό ρυθμό, “Κίνα πρωτεύουσα Πεκίνο” και να χαθεί στο βάθος του διαδρόμου. Περού πρωτεύουσα Λίμα, Μογγολία πρωτεύουσα Ουλάν Μπατόρ, Νότια Αφρική πρωτεύουσα Πρετόρια. Τα λόγια του πατέρα μου φανέρωναν άγνωστες πτυχές του ανθρώπου, που με μεγάλωσε, σαν τα μέρη που σου δείχνουν οι απρόσμενες στροφές.
Καμία χώρα δεν ήταν πολύ μακριά, καμία πρωτεύουσα άγνωστη. Καζακστάν πρωτεύουσα η Αστάνα. Καμία γη ανεξερεύνητη. Ρουάντα πρωτεύουσα το Κιγκαλί. Αλίμονο στις επαρχίες, κρίμα τα χωριουδάκια, ωιμέ οι κωμοπόλεις, ήταν όλα τους φυλακισμένα πίσω από τις ρυτίδες του μετώπου του και γκρίζαραν σιωπηλά με τον καπνό του τσιμπουκιού του, ανήμπορα να δραπετεύσουν στην ασφάλεια της ανωνυμίας και το προστατευτικό σκοτάδι της άγνοιας.
Πολύ σύντομα, και προς μεγάλη χαρά της μητέρας μου, η τηλεόραση του Σαββάτου έδωσε την θέση της στις τροπικές ζούγκλες του Ισημερινού, τα ποτάμια της Ασίας και τις επαρχίες της Κίνας μέχρι που τελικά χάθηκε κάπου μεταξύ Ταγγέρης και Σαν Φερνάντο, ίσως επιπλέοντας στα στενά του Γιβραλτάρ, ίσως παρασυρόμενη στο λιμάνι της Αλγεθίρας, μα δεν θυμάμαι πολύ καλά και για αυτό συγχωρέστε με. Γεγονός είναι πως σύντομα καταλάβαμε πως κανείς δεν μπορούσε να πιάσει τον πατέρα μου αδιάβαστο στην γεωγραφία και μαζί με αυτήν την ανακάλυψη ήρθε και η μύχια επιθυμία να κάνουμε ακριβώς αυτό. Παράτησα την γωνία μου στον καναπέ και πλέον ρωτούσα τον πατέρα μου για μακρινές χώρες της Αφρικής, για πόλεις της Σουηδίας και χωριά του Μαρόκου. Κάθε φορά η απάντησή του ήταν ακαριαία, σίγουρη, αδιαμφισβήτητη και την ακολουθούσε ένα μακρόσυρτο σύννεφο καπνού, που αντικαθιστούσε με δαχτυλίδι αν η ερώτηση ήταν ανυπόφορα ειδική, για να με παρηγορήσει για την προσπάθεια ή ίσως για να συγχαρεί τον εαυτό του.
Αν η μητέρα μου πριν ήταν ορκισμένη πολέμιός μου, πλέον ήτανε συνένοχος σε αυτήν την άνευ προηγουμένου προσπάθεια απομυθοποίησης του συζύγου της. Τι μας ωθούσε να βρούμε το κενό στις γνώσεις του μπαμπά; Ποια ηδονή θα μας χάριζε το ράγισμα της πανοπλίας του; Εγώ δεν ήξερα καν που έπεφτε η Φθιώτιδα, η δε μητέρα μου είχε μία γενική γνώση της Ελλάδας, αλλά όχι της βόρειας Ευρώπης, ούτε της Λατινικής Αμερικής και ας μην μιλήσουμε για την ανατολική Ρωσία και εκείνα τα χωριουδάκια που φύτρωναν πολυσύλλαβα στη σκιά του Καυκάσου. Ήμασταν δοσμένοι στον αγώνα, για ένα όμως θέμα που μας άφηνε αδιάφορους, υπέρ μίας νίκης που δεν κανείς από τους δυο μας δεν μπορούσε να βεβαιώσει τον άλλον για τη σημασία της. Δεν ξέραμε τι θέλαμε να αποδείξουμε, ούτε σε ποιον, αλλά ήμασταν αποφασισμένοι να δούμε τον μπαμπά να τα χάνει, ανήμπορο να απαντήσει. Αν το καταφέρναμε αυτό, κάπως θα καταφέρναμε να δικαιολογήσουμε όλη την προσπάθεια, εξάλλου είναι γνωστό πως από τα αποτελέσματα βγαίνει η θεωρία.
Σύντομα αυτό που ξεκίνησε σαν αστείο εξελίχθηκε σε δουλειά πλήρους απασχόλησης. Εξέταζα άτεγκτος τον πατέρα μου, με τα χέρια απλωμένα στις κίτρινες σελίδες του Άτλα για να κρύβουν τα ονόματα, μία δικλείδα ασφαλείας που ουδόλως τον ενδιέφερε να παραβιάσει, καθώς διάβαζε τα αθλητικά. Ο Χαλκιάς, ο Γκούμας και ο Μπασινάς μπερδεύονταν με απόλυτη φυσικότητα στις απαντήσεις του και ακόμα και εγώ που είχα τις απαντήσεις μπροστά μου, τελικά κουραζόμουν και μπέρδευα ποιος ήταν στο κάτω μέρος της Κίνας και ποιος κάτω από τα δοκάρια. Τότε παραδεχόμουν την ήττα μου και τον άφηνα να βυθιστεί στην ανάγνωση και τους καπνούς του τσιμπουκιού του.
Η μητέρα μου από την άλλη αποφάσισε από τις εσχατιές του κόσμου να εστιάσει στο χωριό των παιδικών της χρόνων, στο σπίτι της γιαγιάς μου, που ήταν χωμένο στο λευκό βουνό του όλο το χρόνο. Ο πατέρας μου επέδειξε την ίδια ευκολία να πηδάει από ήπειρο σε ήπειρο με το να πηδάει από χωριό σε χωριό. Και αν κάποτε η μητέρα μου πίεζε την μνήμη της ακόμα περισσότερο, να θυμηθεί τα χωριά, που επισκέφτηκε στα είκοσι κάτι της, νεαρή δασκάλα, και που τα βρήκε κρυμμένα στα σύννεφα και στην καρδιά του βουνού, αλίμονο, ο πατέρας ήξερε εκείνα τα μέρη καλύτερα από τα άλλα. Χαμογελώντας τότε της έστελνε δύο δαχτυλίδια καπνού το ένα μετά το άλλο, κατευθείαν πάνω στα μαύρα της φρύδια, και γελούσε, γιατί αν θυμόταν με ακρίβεια όλον τον κόσμο, το χωριό που μεγάλωσε και την συνάντησε και τα γύρω του χωριά ήταν κάτι τόσο ξεκάθαρο στη μνήμη του όπως για κάποιον άλλον άνθρωπο τα δάχτυλα της παλάμης.
Σας κούρασα; Ας μην πιστέψει ο αναγνώστης πως ξέχασα την ύπαρξή του, τα εξεταστικά του μάτια κουρνιάζουν στους ώμους μου και τα αισθάνομαι όλο και πιο κοντά, όλο και πιο πεινασμένα. Αφιέρωσα χρόνο και κόπο για να εξιστορήσω αυτήν την απίστευτη, οριακά εξωπραγματική ικανότητα του πατέρα μου, επειδή ήθελα να καταστήσω σαφή όχι μόνο την υπεράνθρωπη φύση της, αλλά και τη σημασία που απέκτησε για εμάς η άρνησή της. Υποσχέθηκα στην αρχή πως τίποτα από όλα αυτά δεν είναι ιστορία, είπα όμως ψέμματα, τουλάχιστον στο κομμάτι που κανείς δεν θα μου καταλόγιζε ευθύνη αν αποσιωπούσα προσεκτικά την αλήθεια.
Σε αντίθεση με τα γεγονότα της ζωής, που ξεκινάνε υποσχόμενα μα εκτροχιάζονται γεμάτα θλίψη περνώντας ανυποψίαστες γέφυρες και φαινομενικά ασφαλείς διαβάσεις, το τραίνο της δικής μου αφήγησης, παρόλο που είναι γεγονός, θα μεταμορφωθεί σε λίγο σε ιστορία. Και αυτό γιατί σε αντίθεση με τα γεγονότα που ποτέ δεν εξελίσσονται όπως τα θέλουμε και με τις ιστορίες που τις πλάθουμε στην παλάμη, αλλά τις ανακατεύουμε και με ψευτιά μαγαρίζοντας το μείγμα, η εξιστόρησή μου είναι μοναδική, γιατί ξεκίνησε με γεγονότα και θα καταλήξει με γεγονότα, με έναν τρόπο που όμως όλοι θα νομίζουν πως μοιάζει με παραμύθι. Ενάντια λοιπόν σε ό,τι ίσως περιμένετε, μία μέρα, όντως, ο πατέρας μου δεν κατάφερε να απαντήσει στην ερώτηση, που του έκανα και μαζί με αυτήν την απροσδόκητη τροπή παίρνει νόημα η αφήγησή μου.
Ήταν, τι άλλο, Σάββατο και με το παιδικό πείσμα να σιγοκαίει μέσα μου ήμουν για άλλη μία φορά καθιστός στην καρέκλα της κουζίνας, υπό τους ήχους του λαδιού, που τσίριζε και των γεμάτων καπνό εκπνοών του πατέρα μου. Ήμουν απαρηγόρητος. Είχα εξαντλήσει πλέον μαζί του την Αφρική, τα μάτια μου είχαν ρημάξει ένα τεράστιο τμήμα της Μογγολίας, διέσχισα με μία πρωτοφανή βιαιότητα τα σύνορα με την Κίνα και σε μία ανάσα ήμουν κιόλας στο τέλος της. Και εκεί, μεταξύ Μιανμάρ και Λάος, σιχάθηκα.
Μία απερίγραπτη κούραση με κυρίευσε και έκλεισα με δύναμη τον παλιό Άτλα. Ο πατέρας μου δεν φάνηκε να σοκάρεται. Τα μάτια του ταξίδευαν μισόκλειστα στις γραμμές της εφημερίδας, κάποτε αναζητώντας το σύστημα, κάποτε την νέα μεταγραφή. Η παραδοχή της ήττας μου δεν τον συγκίνησε στο ελάχιστο. Υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, θα είχα αναγνωρίσει την ομορφιά του παιχνιδιού, θα του είχα δώσει το χέρι, παραδεχτεί την ολοκληρωτική νίκη του στο ταμπλό που του είχα στήσει. Αλλά τίποτε από αυτά δεν πέρασε από το μυαλό μου και μία παιδική οργή με λέρωνε σαν το δοχείο του μελανιού που χύθηκε πάνω στο γράμμα.
Ήταν καθώς έβγαινα από την κουζίνα, με τον Άτλα περασμένο στη μασχάλη και τον απορροφητήρα να βουίζει, όχι αρκετά δυνατά για να καλύψει τα λόγια μου.
“Δεν έχει σημασία. Ούτε που έχεις πάει σε αυτά τα μέρη, έτσι δεν είναι;”
Και τα λόγια μου έσταξαν θαρρείς από το ταβάνι πάνω του σαν υδράργυρος. Και δεν ξέρω αν ξαφνικά η εφημερίδα έγινε λιγότερο ενδιαφέρουσα ή ο Παναθηναϊκός λιγότερο σημαντικός, αλλά ο πατέρας μου σήκωσε τα μάτια του και τα ξέχασε πάνω μου γεμάτα έκπληξη, σαν να με κοίταζε για πρώτη φορά, έναν ξένον μαζί του στην κουζίνα.
Ποια θεϊκή οργή μου στέρησε την ικανότητα να περπατώ; Μείναμε ακίνητοι να κοιταζόμαστε πατέρας και γιος, αυτός με ένα τσιμπούκι που θα έπρεπε να σκαλίσει μα δεν σκάλιζε και εγώ με κάτι λόγια που έπρεπε να πάρω πίσω μα δεν πια δεν παίρνονταν. Η πιο βαριά σιωπή μας μπούκωνε τα αυτιά σαν βαμβάκι και δεν την ράγιζαν ούτε τα ουρλιαχτά του λαδιού, ούτε το μουγκρητό του απορροφητήρα. Μία εσωτερική φωνή ήλπιζε ο πατέρας μου να απαντήσει και να μας λύσει και τους δυο από αυτό το μαρτύριο. Αλλά δεν το έκανε. Με κοίταζε σιωπηλός, με το τσιμπούκι στο στόμα, τα πνευμόνια γεμάτα καπνό, που ξέχασε να εκπνεύσει και κάτι χέρια, που μία έσφιγγαν τα φύλλα της εφημερίδας, μία χαλάρωναν.
Ο πατέρας μου δεν απάντησε ποτέ σε εκείνη την ερώτηση και από εκείνο το Σάββατο και μετά δεν θα μας απαντούσε και σε καμία άλλη. Το ανάλγητο παιχνίδι γεωγραφίας τελείωσε τόσο απρόσμενα όσο είχε ξεκινήσει και όποιες περιστασιακές προσπάθειες να το ξεκινήσουμε ξανά έπεσαν στο κενό.
Πολλά χρόνια αργότερα, βρέθηκα ξανά στο πατρικό σπίτι. Η παλιά τηλεόραση δούλευε ακόμα, αλλά δεν έπιανε κανένα κανάλι και παρά τις χρόνιες προσπάθειες της μητέρας μου, ένα λεπτό στρώμα σκόνης κάλυπτε τα έπιπλα του σαλονιού. Τακτοποιώντας τα πράγματα του πατέρα μου βρήκα το παλιό του τσιμπούκι, τα δύο του ρολόγια και μία ντουζίνα αναπτήρες zippo, συλλογή που διατηρούσε με κάποια περηφάνια στο τελευταίο συρτάρι της βιβλιοθήκης.
Κάτω από το ληγμένο του δίπλωμα οδήγησης βρήκα έναν παλιό χαρτοφύλακα από το ταχυδρομείο. Μόνο αφού είχα αφήσει το σπίτι για να σπουδάσω στο εξωτερικό, ο πατέρας μου μας αποκάλυψε την πρώτη δουλειά που έκανε όταν είχε πρωτοέρθει από το χωριό στην Αθήνα. Υπάλληλος στα ΕΛΤΑ, τμήμα αλληλογραφίας. Έχετε επισκεφτεί ποτέ το τμήμα αλληλογραφίας; Όποιος εργάζεται εκεί, κάθεται σε ένα γραφείο και προσεκτικά αδειάζουν μπροστά του όλη την αλληλογραφία του ταχυδρομείου. Στα αριστερά του, πάνω στο πάτωμα, ένα τεράστιο πανέρι. Εκεί πήγαινε η αλληλογραφία εσωτερικού, στα δεξιά του, σε ένα άλλο πανέρι πήγαινε η εξωτερικού. Ο υπάλληλος έπαιρνε το γράμμα, εξέταζε τον παραλήπτη, για μία στιγμή ίσως και να χάζευε κάποιο ασυνήθιστο γραμματόσημο, και ύστερα ταξινομούσε κατάλληλα την επιστολή, το ερωτικό γράμμα, την ανακοίνωση του θανάτου ή την καρτ ποστάλ.
Ο πατέρας μου κάθισε σε ένα τέτοιο γραφείο δεκαπέντε χρόνια. Πόσες φορές θα του ήρθε κάποιο γράμμα από το Μεξικό, ή τη Βραζιλία; Πόσες φορές έπρεπε να επαναλάβει στον εαυτό του, πως η Γκαμπαρόνε βρίσκεται στην Μποτσουάνα, οπότε κακώς πηγαίνει στο πανέρι της Λατινικής Αμερικής; Πόσες φορές έλεγξε τον δικό του κίτρινο Άτλα για να μην μπερδέψει τα γράμματα και πόσες φορές το έκανε ξεδιάντροπα από προσωπική απόλαυση; Να δει που είναι αυτό το Μπαγκλαντές, γιατί τόσα γράμματα στη Βουλγαρία, πόσο μεγάλο είναι τέλος πάντων το Μιλάνο; Δεν μπορώ να φανταστώ πόσες φορές ευχήθηκε να έκανε και αυτός κάποιο μακρινό ταξίδι. Αλλά κάτι μέσα μου με διαβεβαίωνε πως το έκανε με κάθε γράμμα, που ταξινομούσε και κάπως έτσι η ανάμνηση εκείνου του σιωπηλού Σαββάτου με έκαιγε και με έκαιγε και με έκαιγε. Τόσο πολύ, που κάθισα στο διπλό κρεβάτι των γονιών μου για να πάρω ανάσες, γιατί ο πατέρας μου δεν είχε ποτέ του ταξιδέψει στο εξωτερικό.
Ο χαρτοφύλακας άφηνε κομμάτια φτηνού συνθετικού δέρματος στις παλάμες μου. Ξέρετε, ήταν από εκείνους τους πολύ φτηνούς, μα πρακτικούς χαρτοφύλακες. Ο πατέρας μου τον κουβαλούσε όλα αυτά τα χρόνια, γεμάτο στυλό μπικ, χαρτιά με τσακισμένες άκρες και μερικές φορές σπάνια γραμματόσημα, που έβρισκε στη δουλειά. Την συλλογή γραμματοσήμων που διατηρούσε την βρήκα στο συρτάρι του κομοδίνου του, ακόμα μία μικρή έκπληξη, που είχε κρύψει πίσω από τους καπνούς του τσιμπουκιού του.
Δεν ξέρω τι κερδίσατε από όλα αυτά τα Σάββατα. Οι ιστορίες τελειώνουν με τον κακό να πληρώνει για τις κακίες του, μα αισθάνομαι πως στη δική μου ιστορία δεν εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα. Ο πατέρας μου δέχτηκε την ερώτησή μου με μία σιωπή, που δεν θα του αναγνώριζε κανένας αργότερα, μιας και δεν υπήρχαν μάρτυρες της σκληρότητάς μου. Για εμένα, το όποιο ηθικό δίδαγμα έχει γίνει μία πυκνή μπάλα σίδερο και έχει καθίσει στο λαιμό μου. Όμως ο παλιός χαρτοφύλακας τρέμει μέσα στα χέρια μου και τόσα χρόνια μετά, πέντε στην Αγγλία για το πτυχίο και τρία στην Αμερική για το διδακτορικό, ακόμα δεν έχω ξεχάσει εκείνο το μάθημα γεωγραφίας, που μου έδωσε ο πατέρας μου.