Μια μικρή Βουδαπέστη κρυμμένη στα βάθη της Χερσονήσου του Αίμου. Τα Τίρανα αγαπούν την καλή μουσική και εμείς ερωτευόμαστε την ζεστή φιλοξενία…Δέσαμε!
Tirana Loves ήταν το σύνθημα παντού, την ημέρα των ερωτευμένων με τη μουσική, σε αυτό το τεράστιο πολιτιστικό «χωριό» των Βαλκανίων, ενώ στην ουσία η δικιά μας αγάπη για τα Τίρανα φούντωνε για τα καλά…
Όταν ο Σοφοκλής ήρθε σε επικοινωνία με τον θερινό αγγελιοφόρο, αγαπημένο μου φίλο και παραγωγό Mister Kentro, σίγουρα δε μπορούσαμε να πιστέψουμε στην απίστευτη πρόταση του, μα όπως αποδείχτηκε εκείνο που θα αδυνατούσαμε εν τέλει να διανοηθούμε, ήταν όλα όσα ζήσαμε στον κρυφό παράδεισο της Αλβανίας, στα πλαίσια του πρωτότυπου project ‘Tirana Loves’ . Σε ποια γωνιά της γης και ποια ευφάνταστη ψυχή ακριβώς, θα φλέρταρε ποτέ με την ιδέα της ύπαρξης του «Δημάρχου της Νύχτας», λόγου χάρη;
Έναν ιδιαίτερο τρόπο να γιορτάσει την υποτιθέμενη «μέρα των ερωτευμένων» σκαρφίστηκε ο Δήμος Τιράνων στην Αλβανία, ώστε να προωθήσει την πόλη του και να διευρύνει την πολιτιστική της διάσταση:
Σε συνεργασία με κάποια συγκεκριμένα μουσικά στέκια της πόλης, έφερε μουσικούς παραγωγούς/dj’s και λοιπούς καλλιτέχνες απ’όλη την Ευρώπη, να εμφανιστούν μόνο για ένα βράδυ (14 Φεβρουαρίου), προκειμένου να μοιραστούν τον έρωτά τους με τη μουσική και να γνωριστούν με την πόλη.
Τα έξοδα τους καλύφθηκαν προφανώς κατά μεγάλο μέρος από το Δήμο και κάπως έτσι δόθηκε η ευκαιρία σε πολλούς νέους καλλιτέχνες να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν πάνω από «παρθένα» εδάφη για πρώτη φορά, ενώ η διαφήμιση που προέκυψε από αυτό το εγχείρημα για τα Τίρανα, απεδείχθη τεράστια!
Πρόκειται για μια σύλληψη που βρίσκεται εντελώς εκτός φάσης με την ελληνική πραγματικότητα και τον τρόπο που προάγουμε τον τόπο μας και αναπτύσσουμε τον τουρισμό μας ( τι κάνουμε λέει; ). Είναι πραγματικά αξιοζήλευτη η επένδυση που οι ιθύνοντες της τοπικής κοινότητας έκριναν ως απαραίτητη και πολύ σημαντικός ο «χώρος» που έδωσαν στα βραδινά μαγαζιά της πόλης να «αναπνεύσουν», ώστε με τη σειρά τους να καρποφορήσουν και να συμβάλλουν στη συνολική ανάπτυξη (πολιτιστική και οικονομική)…
Από τη στιγμή που αφήσαμε πίσω την γκρίζα βιομηχανική ζώνη με την έντονη εικόνα μεταπολεμικής «εγκατάλειψης», λίγο μετά το αεροδρόμιο των Τιράνων, μείναμε με ανοιχτό το στόμα! Στο εσωτερικό της πόλης πιάσαμε τον εαυτό μας να χαζεύει κυριολεκτικά προς κάθε διεύθυνση, αφού όποια και αν ήταν η οπτική μας, μια διαφορετική αρχιτεκτονική και μια καινούρια αισθητική έκανε την εμφάνισή της από μοίρα σε μοίρα, έτσι χρειαζόμασταν πάνω από ένα δεκάλεπτο για να επεξεργαστούμε το συνολικό καρέ…
Η μεγάλη ποικιλομορφία ερεθισμάτων που δεχτήκαμε κατά τις πρώτες μας ώρες στα Τίρανα δε σταμάτησε μόνο στα κτίσματα. Ο Σοφοκλής και η παρέα του, (ή πιο σωστά η «φαμίλια του») φρόντισαν από το πρώτο λεπτό να είμαστε σε συνεχή επαφή με καινούριες φυσιογνωμίες (γνωρίσαμε μερικά από τα πιο σημαντικά πρόσωπα του εγχειρήματος αλλά ακόμη και μερικούς εγχώριους τηλεοπτικούς αστέρες) και έτσι ήταν αρκετά εύκολο να διαπιστώσουμε αυτή την μυστήρια «άγρια ομορφιά» των ανθρώπων και να παρατηρήσουμε αυτή τη δυσνόητη γλώσσα τους που μοιάζει σαν συνονθύλευμα πολλών βαλκανικών διαλέκτων εμποτισμένες με τούρκικο «μελάνι» . Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ούτε μια ρίζα λέξεως και να εξάγεις κάπως το δικό σου νόημα : η γλώσσα αυτή έμοιαζε ουρανοκατέβατη, όπως και ο πολιτισμός τους (κάτι το οποίο θυμίζει πολύ και χαρακτηρίζει και τους Ούγγρους στη Βουδαπέστη!)
Λίγο πριν κατευθυνθούμε στο δωμάτιο μας προκειμένου να ετοιμαστούμε για τη μεγάλη βραδιά και την πρώτη εμφάνιση του Βαλάντη (Mister Kentro) στα Τίρανα, περάσαμε αρκετές ώρες με τους ιδιοκτήτες του Nouvelle Vague (το Σοφοκλή και τη «φαμίλια» του), και ήρθαμε σε επαφή με ένα πρωτόγνωρο είδος αληθινής φιλοξενίας ! Σίγουρα το γεγονός οτι ο κόσμος στην Αλβανία δεν έχει συνηθίσει μεγάλη εισροή τουριστών και το οτι δεν υπάρχει ο υπερκορεσμός της «ύπουλης μπίζνας» που συναντάμε στην Ελλάδα, είναι παράγοντες που οδηγούν ευθύς αμέσως σε μια πιο φιλική υποδοχή σε οτιδήποτε «ξένο».
Ίσως πάλι να μεταφράσαμε τη συγκίνηση και τη νοσταλγία των διαχειριστών του Nouvelle για την Ελλάδα (δεν πάνε και πολλά χρόνια άλλωστε από τότε που έφυγαν), με το δικό μας ρομαντικό τρόπο, ως σημάδι απέραντης αβροφροσύνης και αυθεντικής εγκαρδιότητας προς το μέρος μας. Όπως και να χει απολαύσαμε αυτή την αγάπη και τη χρωστάμε εις διπλούν πίσω. Τα παιδιά αυτά μας έμαθαν όχι απλά να εκτιμούμε τις καλές μουσικές· αλλά να τις αγκαλιάζουμε κιόλας σαν σύνολο. Μας έδειξαν πως η τίμια δουλειά βγάζει στο τέλος από το αίμα νερό και πώς μέσα από την κατήφεια (η δημοκρατία σε αυτό τον τόπο δεν έχει κλείσει ακόμη ούτε 25ετία σχεδόν, ας μην ξεχνάμε!), αναβλύζει το κέφι! Μας έμαθαν να «αγαπάμε»…
Ένα σφηνάκι παραδοσιακής βαλκανικής -φρουτώδους και ερυθρής παρακαλώ, ρακής, στους 60 βαθμούς αλκοόλ, σε ένα διάσημο τοπικό ρακοπωλείο (που όμως έμοιαζε περισσότερο με Σέρβικο ταβερνάκι τύπου «Mehana»), παρέα με μεγάλο μέρος των συμμετοχόντων του project, αποτέλεσε το ιδανικότερο ζέσταμα! Η πρώτη μεγάλη έκπληξη (μετά προφανώς από τη χειραψία μας με τον φυσικά φερόμενο ως «δήμαρχο της νύχτας», που ειδάλλως θα μπερδεύαμε για ντόπιο hip hip celebrity) ήταν η παρουσία του Ελβετού τίμιου εκπροσώπου της ragga μουσικής, Max Rubadub, στο τραπέζι των γνωριμιών (σημαντική στιγμή για τον παραγωγό των Balkan Riddims χωρίς αμφιβολία). Η δεύτερη; Μα φυσικά αφορά τον ενθουσιασμό μας όταν ανακαλύψαμε ότι μοιραζόμαστε το ίδιο κατάλυμα με τον δικό μας Θεσσαλονικιό ειδικό των edits, Dj Inko !
Mε ένα περίτεχνο και καλά μελετημένο warm up (ναι, δεύτερο ζέσταμα και όπως φαντάζεστε ακολούθησε απειρία «ζεσταμάτων» τη βραδιά αυτή), κινούμενο γύρω από «καρυδοιστορίες» και τροπικά beats, έκανε την αρχή ο local dj Amore Regis στο θερμόαιμο Nouvelle Vague. Τα δύο αντικριστά μπαρ του μαγαζιού, είχαν «ακονίσει» τα…φρούτα τους και ενώ τα ειδικά σουρωτήρια ‘Hawthorne’ άστραφταν, οι μπαρίστες ήταν σε θέση μάχης για ευφάνταστα πικάντικα coctail και για άφθονο επικοινωνιακό παιχνίδι. Ο Βαλάντης ανέλαβε το πιλοτήριο αφού φρόντισε πρώτα να δώσει μια παρεΐστικη γεύση στο χώρο. Όπως ήταν αναμενόμενο μας «σφαλιάρισε» για τα καλά με τις αστραπιαίες αλλαγές του και μας ξεσήκωσε μονομιάς με το χαρακτηριστικό φάσμα μπασογραμμών της επιλογής του και τα δυναμικά τύπου-moomba, beats.
O χώρος του Nouvelle Vague ενέπνευσε κατά μεγάλο ποσοστό τον Mister Kentro να δώσει το 100% του εαυτού του, μιας και τα πολύχρωμα χειροποίητα ντεκόρ με τις έξυπνες μουσικές πινελιές, το αίσθημα της εσωτερικής θέρμης που προκαλεί ο φωτισμός σε συνδυασμό με τους «απασχολημένους» τοίχους και η ποιότητα του κόσμου, θυμίζουν μια νοητή προέκταση του «Θηρίου» – ένα από τα θρυλικότερα και μουσικά μπαρ της Αθήνας (σταθμός για κάθε Dj που σέβεται τον εαυτό του).
Η νύχτα δεν είχε καν προλάβει κυριαρχήσει και στις 11 μ.μ. σχεδόν σημειώθηκε η πρώτη κορύφωση στη διάθεση του κόσμου (ο οποίος ίσως να μην «ξεφάντωνε» εμφανώς με την τυπική κατά American Pie έννοια, αλλά διατηρούσε ένα θετικό κλίμα και ένα σταθερό κούνημα στους γοφούς, απολαμβάνοντας πραγματικά το set).
Τα φώτα βέβαια δε μπορούσαν να μη στραφούν και στο Δήμαρχο της πόλης (τον original, της …ημέρας), ο οποίος πραγματοποίησε μια νυχτερινή τσάρκα σε όλα τα bar που συμμετείχαν στην κίνηση του Tirana Loves. Μιλήσαμε μαζί του και ανακαλύψαμε ότι πίσω από το νεαρό αυτό πρόσωπο κρύβεται ένας φιλόδοξος μαχητής και ένας ακομπλεξάριστος τύπος με όρεξη δουλειά. Ελπίζουμε να συντηρήσει αυτά τα χαρακτηριστικά και να μην αποτελέσει ένα ακόμη πρόσωπο που απλώς εξυπηρετεί το μεσσιανισμό, δίνοντας κενές ελπίδες σε μία χώρα που ακόμη χτίζεται και αγωνιά να ξεπλυθεί από τη διαφθορά…
Παρότι στην Αλβανία δεν είθισται το ξενύχτι μέχρι πρωίας (πόσο μάλλον τις καθημερινές), ο κόσμος στο Nouvelle Vague δυσκολεύτηκε να αποχωρήσει πριν τις 2 μ.μ., ενώ αργότερα μάθαμε πως «είχαμε κλέψει» τον περισσότερο κόσμο από την ευρύτερη περιοχή, του περίφημου «μπλοκ» με τα πιο καλαίσθητα νυχτερινά στέκια.
Σταθήκαμε επιπλέον τυχεροί διότι είχαμε στη διάθεση μας μια ακόμη μέρα περιπλάνησης στην πόλη. Μια πόλη που σίγουρα ανέχεται το περπάτημα καθώς μπόλικη βλάστηση ξετρυπώνει από παντού (επιτρέποντας χαλαρούς περιπάτους), είναι βομβαρδισμένη από τη φυσική ομορφιά που δημιούργησε το νερό, ενώ το μέγεθός της δεν ξεπερνά (δημογραφικά) τη Θεσσαλονίκη.
Η βαριά συν όμως γευστική και χορταστική κουζίνα (ακόμη ονειρευόμαστε στον ουρανίσκο μας τους χωριάτικους «γιουφκάδες» που δοκιμάσαμε σε ξεχωριστό παραδοσιακό ταβερνάκι, του προαστίου Vishaj), οι αναβαθμισμένες (πολιτιστικά και αρχιτεκτονικά) περιοχές του κέντρου των Τιράνων, το τρομακτικά χαμηλό κόστος διαβίωσης, η εργατικότητα των Αλβανών και το πάθος τους για την ανοικοδόμηση του κράτους τους και την εξύψωση της κοινωνίας τους, είναι μόνο μερικοί από τους λόγους που ερωτευτήκαμε μόλις μέσα σε δυο εικοσιτετράωρα.
«Athens Loves Tirana» και απλά δεν το γνωρίζει ακόμα!
Ένας ανεξερεύνητος κόσμος σε περιμένει να τον ανακαλύψεις…