Εκεί όπου η τέχνη του λόγου συναντά την τέχνη της φωτογραφίας.
1. Ηχόχρωμα – Μαρία Παναγιώτου
Αέναη η μαγεία της φωνής,
ένας άκρατος αχός
αναδιπλώνεται στα ενδόμυχά σου.
Τα πάθη τα ανυπότακτα
που δεν κατάφερες ουδέποτε να ενσαρκώσεις,
παρά μόνο να τιθασεύσεις
σε μειλίχια καλούπια λογικής.
Ποιο άραγε το ηχόχρωμα του ερωτευμένου;
2. Ο Καληνυχτάκιας (Σατυρικόν) – Πολέμαρχος
Είχαμε αράξει κι οι δυο, σε ένα μπαράκι γνωστό
απέναντι ο ένας από τον άλλον
Σ’ είχα κοζάρει τρελά, και η δικιά μου καρδιά
είχε αποκτήσει κενό μεγάλο.
Σε κάποια φάση που λες, αισθάνομαι πως με θες
και παίρνω θάρρος για να σου μιλήσω
Με το που σκάω κοντά, έτσι εντελώς ξαφνικά
θέλω από το άγχος μου να κατουρήσω.
Και κάπου εκεί στη φυγή, τρώω μια αναλαμπή
όπως πηγαίνω προς την τουαλέτα
Το βλέμμα μου στα κλεφτά, πέφτει σε εσένα ξανά
Φασώνεσαι με μια φίλη, την Λέτα
Ξενέρωσα την ζωή, ζήτησα λογαριασμό
και η Ρουμάνα στο μπαρ, ρωτάει κεράσει ποτό
βρε δεν γαμιέσαι κι εσύ, εκνευρισμένος της απαντώ
καληνυχτάκιας ξανά, είναι της μοίρας μου μάλλον γραφτό
Εν τέλει ο κολλητός, με πείθει ως πιο σοφός
να πιούμε το κερασμένο ποτάκι
και του Dj η μουσική, μας συνεπήρε κι αυτή
στο τέλος άνοιξα και μπουκαλάκι
Έχουμε γίνει στουπί, ο κολλητός δεν αργεί
Μου τα ‘χει κάνει μια ώρα τσουρέκια
Τράβα μαλάκα ως εκεί, αν θες πάμε και μαζί
έτσι στηρίζονται φίλε τα ”αδέρφια”
Για το δικό μας καλό, πριν ξεκινήσω εγώ
βλέπω έναν τύπο παιδιά, με μπράτσα, χωρίς λαιμό
την πλησιάζει κοντά, βάζει το χέρι του στο πισινό
καληνυχτάκιας ξανά είναι της μοίρας μου μάλλον γραφτό.
3. Η πόλη που δεν σε πνίγει – Βάσια Σιουγιούδη
Πρέπει να την αγαπήσεις την πρωτεύουσα για να δεις τι εννοώ.
Μετά το πρώτο μου βροχερό φθινοπωρινό απόγευμα στο Μετς, ήξερα ότι είσαι η πόλη μου. Είσαι η πόλη που σεργιάνισα, που χόρεψα, που έζησα.
Είσαι η πόλη μου γιατί τριγυρνώ στα χιλιοπερπατημένα στενά του κέντρου σου και νιώθω πως τα ανακάλυψα εγώ. Γιατί με έκλεισες στην αγκαλιά σου όταν το σπίτι έμοιαζε να με πνίγει και οι τοίχοι στένευαν. Γιατί κάθε μέρα εξερευνώ και μια καινούρια γωνιά σου. Γιατί ο κόσμος σου είναι πολύς, γιατί με έκανες να πιστέψω ότι όλα μπορούν να συμβούν. Γιατί τελικά όλα συμβαίνουν.
Η πρώτη βόλτα στο Ζάππειο, όταν ακόμα παιδί δεν καταλάβαινα πολλά. Τα φώτα σου μου χτυπούσαν έντονα τα μάτια και οι φωνές του πλήθους μου τρυπούσαν τον εγκέφαλο. Η δεύτερη που θυμάμαι ήταν με τον παππού και την ξαδέρφη, στους πρόποδες της Ακρόπολης. Ο παππούς ήξερε τα πάντα για σένα και είμαι σίγουρη ότι από αυτόν πήρα την αγάπη που σου έχω.
Οι βόλτες που θυμάμαι πιο πολύ όμως, είναι αυτές νωρίς το απόγευμα και αργά το βράδυ.
Με βροχή ή με χιόνι, με ήλιο ή και χωρίς, στα βήματά μου πάντα με συνόδευε η μυρωδιά σου.
Αυτή που η φίλη μου έλεγε πως έχει το κέντρο σου, και δεν την πίστευα μέχρι να σε περπατήσω ολάκερη.
Οι βόλτες που θυμάμαι πιο πολύ, μυρίζουν σχεδόν όλες γιασεμί ή και παγωμένες μπύρες.
Βόλτες. Λίγα λεπτά ή και ώρες, χρόνος κοινός, χρόνος που μας δένει. Με άλλους ή με τον εαυτό μας. Αν δεν υπήρχαν αυτές, ίσως να έλειπαν κομμάτια από την ψυχή μας. Τουλάχιστον, έχω την περηφάνια, σχεδόν το προνόμιο, να λέω πως αυτές οι βόλτες έγιναν εδώ. Στην πρωτεύουσα που λατρεύω να μισώ όσο και να την αναπολώ, τις στιγμές που είμαι μακριά της.