Πόσο υπέροχο είναι και -επίσης- πόσο οδυνηρό να είσαι η εξαίρεση.
Αλφρέ ντε Μυσσέ
Ο ελληνικός καφές χυμένος απρόσεχτα σε μια ραγισμένη λουλουδάτη κούπα ανάσαινε νωχελικά ζεστό αέρα, ρεμβάζοντας στο μεταλλικό τραπεζάκι της αυλής. Φόρεσες βιαστικά τις λαστιχένιες μπότες και έπιασες στα γεμάτα φουσκάλες χέρια σου την τοπική εφημερίδα.
Ταξίδεψες το βλέμμα σου για λίγο στους ηχηρούς τίτλους του πρωτοσέλιδου, που στέκονταν περήφανοι έτοιμοι να σαγηνεύσουν με το νόημα τους το ενδιαφέρον κάθε αναγνώστη. Ρούφηξες μια γεμάτη γουλιά κι εκείνη, κατεβαίνοντας, έκαψε τα τοιχώματα του λαιμού σου.
Διάβασες κάνα δύο άρθρα ίσα-ίσα για να ενημερωθείς για την επικαιρότητα κι απογοητευμένος, κάνοντας την έναν τσαλακωμένο χάρτινο μπόγο, την άφησες απότομα στο τραπέζι. Εκείνη κουτρουβαλώντας βρέθηκε πλάι στην Ασπρούλα, που προφυλαγμένη από τον πρωινό ήλιο έγλυφε τα μουστάκια της κάτω από τη δροσερή σκιά του τραπεζιού.
Κατέβηκες κάπως ανόρεχτα τα ασβεστωμένα σκαλιά νιώθοντας το κορμί σου ακόμα βαρύ απ’ τον βραδινό ύπνο. Η συρμάτινη πόρτα βόγκηξε σαν την έσυρες. Οι γαλότσες σου βούλιαξαν στο μουσκεμένο απ’ τις πρωινές δροσοσταλίδες χώμα. Επιθεώρησες τα ολάνθιστα παρτέρια σου κάνοντας μια σύντομη βόλτα.
Φόρεσες κάτι γάντια, από καιρό ξεχασμένα πάνω σε ένα σχεδόν πορτοκαλί απ’ την σκουριά καρφί του φράχτη κι άρχισες να ξεριζώνεις μανιωδώς τα ζιζάνια-επαναστάτες που φύτρωναν απειλητικά ξανά και ξανά ανάμεσα στις ρίζες των πολύχρωμων λουλουδιών σου.
Ένα πράσινο βουνό νεκρών χόρτων δημιουργήθηκε σιγά-σιγά σκεπάζοντας ένα μικρό τμήμα της νωπής χωμάτινης επιφάνειας του κήπου. Ύστερα, πήρες από την ποδιά σου το κλαδευτήρι κι ακουμπώντας μαλακά τις κατακόκκινες τριανταφυλλιές προσπάθησες να κόψεις με προσοχή τα ξερά τους κλαδιά.
Ξαφνικά, διέκρινες ένα άνθος λιγάκι παράξενο, μιας και δεν είχε το γνώριμο κόκκινο χρώμα. Αντίθετα, ήταν λες κι έπεσε σε κάποια σημεία των πετάλων του λευκή μπογιά με αποτέλεσμα να αποκτήσει μια απαλή ροζ απόχρωση, που μπλέκονταν με την κόκκινη, δημιουργώντας ένα περίεργο οπτικό αποτέλεσμα.
Το κλαδευτήρι γλίστρησε από τα χέρια σου, ενώ ένα αγκάθι τρύπησε το σκληρό ύφασμα του τζιν πουκαμίσου σου.
«Ωχ, το είδε.» ψιθύρισαν οι μωβ πετούνιες μεταξύ τους.
«Τι λέτε να το κάνει;» ρώτησαν αγχωμένες και με μια φωνή οι κίτρινες ντάλιες.
«Μακάρι Θεέ μου να μη το κόψει.» παρακάλεσαν τρέμοντας οι γαρδένιες κι έκρυψαν τα ολόλευκα άνθη πίσω απ’ τα πυκνά και γυαλιστερά τους φύλλα για να μη βλέπουν.
«Σωπάστε! Θα μας ακούσει ανόητες.» επέβαλε την τάξη η αυταρχική αμυγδαλιά, που τα κλαδιά της απλώνονταν άτακτα πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Στο μέτωπο σου έσταξε κρύος ο ιδρώτας και ταξίδεψε μέχρι κάτω, βαθιά στη βάση του προσώπου. Πετάρισες κάμποσες φορές τα πυκνά σου βλέφαρα. Μάταια. Το παράξενο τριαντάφυλλο παρέμενε εκεί στητό με τα πέταλα του ανοιχτά να χαμογελούν κοιτώντας τον πρωινό ήλιο.
Σταδιακά το πρόσωπο σου άρχισε να γίνεται κόκκινο από θυμό. Η ομοιομορφία του παρτεριού με τις τριανταφυλλιές που κόπιασες κάποτε για να φυτέψεις, είχε μόλις σπάσει σαν εύθραυστο πορσελάνινο βάζο.
Τα χαρακτηριστικά σου σκλήρυναν. Σκούπισες απότομα τον ιδρώτα από το πρόσωπο με το πουκάμισο. Το σκληρό του ύφασμα σε γρατζούνησε. Μόρφασες. Πέρασες αποφασιστικά το κλαδευτήρι ανάμεσα στα δάχτυλα σου.
Τέντωσες τον ξύλινο λαιμό του κλαδιού και πέρασες ανάμεσα του τις κοφτερές λεπίδες που λαμπύρισαν με αυταρέσκεια στο ηλιακό φως.
«Κρακ, κρακ, κρακ…»
Ο ξερός ήχος των λεπίδων που διαπερνούσε βίαια την τρυφερή σάρκα του κλαδιού σύρθηκε ύπουλα σα φίδι στα μονοπάτια του κήπου κάνοντας τα υπόλοιπα φυτά να παγώσουν από φόβο.
Το τριαντάφυλλο έπεσε νεκρό πάνω στο χώμα.
Τα πέταλα του πήραν εκείνη τη νεκρική θαμπάδα των ανθρώπινων ματιών όταν αντικρίζουν το Θάνατο. Πήρες το τριαντάφυλλο και το πέταξες σε μια πλαστική σακούλα που είχες φέρεις μαζί σου. Ύστερα έριξες μέσα και τα νεκρά ζιζάνια και σαν γέμισε σηκώθηκες για να τα πετάξεις.
Τότε η ακρωτηριασμένη τριανταφυλλιά αναδύθηκε σε λυγμούς με τα υπόλοιπα άνθη που γέννησε ο ύπερός της να κλείνουν θλιμμένα τα πέταλα τους.
Η αυταρχική αμυγδαλιά έγειρε τα κλαδιά της και την αγκάλιασε παρηγορητικά.
Οι πετούνιες, οι γαρδένιες και οι ντάλιες ζάρωσαν λυπημένες στις θέσεις τους.
Μία πεταλούδα άνοιξε τα πιτσιλωτά φτερά της και πέταξε ψηλά δείχνοντάς του το δρόμο προς τους άλλους κήπους. Εκείνους που είναι λουσμένοι πάντα στο φως και κάνει μόνο καλοκαίρι…