Ένας νέος στον χώρο της δικηγορίας, μας μιλάει για το επάγγελμά του στα χρόνια της κρίσης
” Ο Γιάννης Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1987 στην Αθήνα. Ο εφηβικός του έρωτας ήταν να καλύπτει την τροχιά μιας μπάλας, αλλά στις Πανελλήνιες ο έρωτας πέρασε τη φάση του και εκείνος στη Νομική Θεσσαλονίκης. Σαν φοιτητής εργάστηκε για τέσσερα χρόνια ως αθλητικός δημοσιογράφος, σε εφημερίδα, sites και ραδιόφωνο. Η Νομική όμως ήρθε σαν γκολ στο 90’ να του κλέψει εν τέλει την καρδιά και απ’ το 2014 ασκεί για καλή ή κακή του τύχη δικηγορία στην Αθήνα, κερδίζοντας στο δίπολο μπάλα ή γραβάτα. “
Σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να μη φανώ γλαφυρός, θα συνδύαζα τα
Αυτό που θέλω να πω, με τις τόσο.. εύστοχες παρομοιώσεις μου, είναι πως η δικηγορία στην Ελλάδα από το 2010 και μετά θυμίζει έντονα την πορεία μεγάλης ελληνικής ομάδας στο ποδόσφαιρο. Φθίνει. Η αγορά είναι δύσκολη. Σε όλα τα επίπεδα.
Πρώτα από όλα η δικομανία υπήρξε στην Ελλάδα η αγαπημένη συνήθεια του Έλληνα.
Του σκότωνες τον γάιδαρο, αγριοκοίταζες το σκύλο του, καθόσουν απειλητικά με τα χέρια στις τσέπες έξω απ’ το σπίτι του; Πάρε μια μήνυση. Πήγαινε δικαστήρια, λάβε μανούρα.
Η χαρά των δικηγορικών γραφείων δηλαδή. Σε δουλειά να βρισκόμαστε.
Από το 2011 και μετά που το παράβολο της μήνυσης αυξήθηκε από τα 10 ευρώ στα 100 (συν εκείνο της πολιτικής αγωγής κατά 500%!), το κόστος κατάθεσης μιας οποιασδήποτε απλής μήνυσης έγινε σχεδόν απαγορευτικό. Ποιος έχει 150 ευρώ για να μανουριάσει στο γείτονα ή να τσακώνεται στα ακροατήρια για το αν είχε στοπ ή αν αγριοκοίταξε ο απέναντί την γκόμενά του στην καφετέρια; Αυτές οι εποχές έχουν δύσει πιο πολύ και απ’ τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ.
Πέρα απ’ την πλάκα όμως, πλέον ο Έλληνας απευθύνεται σε δικηγόρο για να μπει σε νόμους για υπερχρεωμένα νοικοκυριά, στις νέες διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα και σε εκείνες τις νομικές κινήσεις που είναι κυριολεκτικά αναγκαίες ή αναπόφευκτες.
Σε ένα τέτοιο λοιπόν οικονομικό περιβάλλον, η άσκηση της δικηγορίας είναι σε κάθε περίπτωση δύσκολη, πόσο μάλλον για έναν νέο δικηγόρο και πόσο μάλιστα όταν ο μέσος όρος της αγοράς για έναν συνεργαζόμενο, με μπλοκάκι, συνάδελφο είναι στα 600-700 ευρώ (εξαιρούνται φυσικά κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις που ευτυχώς υπάρχουν ακόμα εκεί έξω).
Προσωπικά είχα την τύχη να «πέσω» σε πολύ καλά χέρια όταν ξεκίνησα.
Αφού παρακινήθηκα να τελειώσω άμεσα τη σχολή, τηρήθηκε η υπόσχεση και ξεκίνησα άσκηση σε ένα πολύ μεγάλο ποινικό γραφείο της Ελλάδας, με την κεφαλή όμως να έχει πολύ ανθρώπινη επαφή με τους ασκούμενους και τους συνεργάτες του, πράγμα πραγματικά σπάνιο. Ο επί κεφαλής Δ.Κ., πραγματική πηγή έμπνευσης για μένα και «δάσκαλος», ήταν από την πρώτη μέρα από πάνω μου, στην Ευελπίδων, στο Εφετείο, στο γραφείο, με μεγάλη υπομονή και όρεξη να μου «μάθει». Ακόμα και οι συνεργάτες που είχε επιλέξει ήταν στο ίδιο πνεύμα, με αποτέλεσμα να υπάρχει πολύ οικογενειακό κλίμα, αν και «ποινικοί».
Είχα την τύχη να είμαι σε όλα τα επίπεδα η εξαίρεση. Δεν ισχύει το ίδιο όμως για όλους. Μη πω ότι το πιθανότερο είναι να ισχύει το αντίστροφο.
Για να μη μιλήσω για τις ασφαλιστικές εισφορές, που από το 2016 και το στράγγισμα των αποθεματικών των νομικών ταμείων, έχουν ανέλθει σε δυσθεώρητα ύψη.
Ενδεικτικά ένας νέος δικηγόρος πχ. με εισόδημα 10.000 ευρώ το χρόνο, αποδίδει περίπου 3.500 ευρώ σε ασφαλιστικές εισφορές, άλλα 1.400 ευρώ σε φόρο εισοδήματος, άλλα 650 σε τέλος επιτηδεύματος, ακόμα 200*12= 2.400 ευρώ σε ενοίκιο, 120ευρώ εισφορά υπέρ ΟΑΕΔ, συν τα έξοδα για συνδρομές, λογαριασμούς, έξοδα κίνησης, μελάνια, φωτοτυπίες. Δεν θέλω να κάνω το λογαριασμό γιατί μπορεί να βάλω τα κλάματα και δεν το θέλω.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμα και αυτή η νέα μορφή δικηγορίας στην Ελλάδα, δεν παύει να είναι ένα επάγγελμα, που δεν έχει «ταβάνι». Αν έχεις όρεξη να δουλέψεις από το πρωί, έως το βράδυ, θα δικαιωθείς. Ο κόσμος εκτιμά πλέον πολύ το νέο δικηγόρο, που θα νοιαστεί και θα τρέξει πολύ περισσότερο την υπόθεσή του.
Είναι τόσο μεγάλη η χαρά που αντλείς επικοινωνώντας με τον κόσμο, εξυπηρετώντας πολλές φορές το λαϊκό αίσθημα, είτε δικαιοσύνης, είτε ικανοποίησης, που πάνε χαλάλι τα διαβάσματα και το καθημερινό τρέξιμο.
Τίποτα δεν συγκρίνεται με το πρώτο ραντεβού με τον πελάτη, τα πραγματικά περιστατικά που θα λάβεις, το πώς θα διαβάσεις την υπόθεση, τα πρώτα τρεξίματα γι’ αυτή και το χαμόγελο που θα πάρεις όταν στο τέλος τον δεις ικανοποιημένο. Και κυρίως είναι επάγγελμα με πολλή επαφή, που ανάλογα και τον άνθρωπο, έχει πολύ περισσότερο ενδιαφέρον, από μία αποστειρωμένη εργασία. Αν έπρεπε να διαλέξω δύο θετικά του επαγγέλματος, θα ήταν αυτά. Η προσωπική επαφή με τον εντολέα και η προοπτική.
Είναι ένα επάγγελμα που ακόμα έχει μία προοπτική.
Και αυτό στην Ελλάδα του 2016 είναι κάτι τόσο σπάνιο, όσο και τα πρωταθλήματα γνωστής αθηναϊκής ομάδας, που φοράει χρώματα, που παραπέμπουν σε πολιτικό κόμμα που έβγαλε μεγάλες προσωπικότητες όπως είναι ο Στέφανος Τζουμάκας και ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος.
Και πιστέψτε με αυτό είναι κάτι που δεν με χαροποιεί. Ούτε τα πρωταθλήματα, ούτε ο Τζουμάκας. Γιατί τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο τον αγαπώ.
Παπαδόπουλος Ιωάννης,
Δικηγόρος Αθηνών