Ο Τζον Στάινμπεκ υπήρξε ένας σπουδαίος μυθιστοριογράφος που έγραψε για την εργατική τάξη και την ύπαιθρο. Το έργο του αποτελεί μια αξιομνημόνευτη πολιτισμική κληρονομιά.
“I believe a strong woman may be stronger than a man, particularly if she happens to have love in her heart. I guess a loving woman is indestructible.”
― Τζον Στάινμπεκ, Ανατολικά της Εδέμ
Ο Τζον Ερνστ Στάινμπεκ ήταν Αμερικάνος συγγραφέας.
Γεννήθηκε στην κοιλάδα Σαλίνας της Καλιφόρνια το 1902. Πέθανε στη Νέα Υόρκη το 1968.
Υπήρξε μεγάλος εκπρόσωπος του νατουραλισμού και της κοινωνικής πεζογραφίας στη χώρα του. Ακόμη, στάθηκε εκφραστής του ρεύματος που έγινε γνωστό ως dust bowl litterature.
Παρά το γεγονός ότι η οικογένεια του ήταν σχετικά εύπορη, εκείνος ασχολήθηκε με τις ζωές των εργατών. Σε αντίθεση με πολλούς ομότεχνους του, οι ήρωες του είναι απόκληροι, φτωχοί αγρότες και μετανάστες που καλλιεργούν τη γη και ελπίζουν για ένα καλύτερο αύριο.
Μέσα από το έργο του εκπροσώπησε τους πληγέντες της Μεγάλης Ύφεσης. Περιγράφει με γλαφυρότητα την οικονομική δυσχέρεια που αντιμετώπισε η αμερικανική εργατική τάξη του ’30.
Ήδη από τα πρώτα του έργα, οι αφηγηματικές αρετές στο λόγο του ήταν εμφανείς. Με δύναμη έκφρασης αποτυπώνει το βαθύ σεβασμό που τρέφει για το έδαφος, το χώμα και τη γη. Τα γραπτά του διαπνέονται, σε μεγάλο βαθμό, από ποιητικά και ανθρωπιστικά στοιχεία, παρά την εμφανή νατουραλιστική προσέγγιση που ακολουθεί.
Η βιβλιογραφία του απαριθμεί συνολικά είκοσι επτά έργα: 16 μυθιστορήματα, έξι πραγματικές ιστορίες και πέντε συλλογές διηγημάτων.
Ο Τζον Στάινμπεκ έχει λάβει πληθώρα βραβείων για το συγγραφικό του έργο και θεωρείται σήμερα ένας από τους πιο ταλαντούχους μυθιστοριογράφους που έχει δει ποτέ η Αμερική.
O βίος και η λογοτεχνική του καριέρα
Ο γερμανός προπάππους του συγγραφέα, από την πλευρά του πατέρα του, λεγόταν Γιόχαν Άντολφ Γκροστάινμπεκ. Όταν μετανάστευσε στις ΗΠΑ συντόμευσε το όνομα του σε Στάινμπεκ.
Μέρος πρώτο / / Η oικογένεια και η παιδική του ηλικία
Ο πατέρας του υπήρξε λογιστής στην περιοχή του Μοντερέυ. Η μητέρα του, από την άλλη, ήταν δασκάλα και ενδιαφερόταν για τις τέχνες. Εκείνη ευθύνεται, κατά κύριο λόγο, για την καλλιτεχνική φύση του Τζον. Το αγαπημένο του βιβλίο, όντας παιδί, ήταν το Le Morte d’Artur του Σερ Τόμας Μάλορυ. Αφορά μια συλλογή για τους θρύλους του βασιλιά Αρθούρου που τον ενέπνευσε πολύ στο γράψιμο του.
Κατά κύριο λόγο, ο Τζον Στάινμπεκ έζησε μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία. Ήταν ντροπαλός, ταυτόχρονα έξυπνος, και σχημάτισε από νωρίς μια βαθιά εκτίμηση για την ύπαιθρο.
Ο Στάινμπεκ από σχετικά μικρή ηλικία αποφασίζει να αφοσιωθεί στο γράψιμο και να γίνει συγγραφέας. Σύμφωνα με τις τρεις αδελφές του, κλειδώνεται με τις ώρες στο δωμάτιο του για να γράψει ποιήματα και σύντομες ιστορίες.
Το 1919 αποφοιτά από το Λύκειο Σαλίνας και αρχίζει να παρακολουθεί μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ – μια απόφαση περισσότερο για να ικανοποιήσει τους γονείς του. Για τα επόμενα 6 χρόνια, εργάζεται ως βοηθός εργαστηρίου και εργάτης σε φάρμες για να στηρίξει οικονομικά τον εαυτό του. Στο πανεπιστήμιο πηγαίνει μονάχα σε μαθήματα που τον ενδιέφεραν, αδιαφορώντας για το πτυχίο του.
Μέρος δεύτερο / / Ξενιτεύεται για να κυνηγήσει το όνειρο του
Το 1925 παρατάει τη σχολή και μετακομίζει στη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του προσπαθεί να δημοσιεύσει κάποιο έργο του. Παράλληλα, εργάζεται ως ρεπόρτερ και ως μέλος ενός συνεργείου που κατασκευάζει κτίρια. Το 1929 εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα Cup of Gold (Το χρυσό κύπελλο), μια αποτυχημένη ρομαντική νουβέλα με πρωταγωνιστή τον πειρατή Χένρι Μόργκαν.
Αμετανόητος επιστρέφει στην Καλιφόρνια για να επικεντρωθεί στην τέχνη του. Καταπιάνεται με διάφορα επαγγέλματα για βιοποριστικούς λόγους. Σε ένα από αυτά γνωρίζει την Κάρολ Χέννινγκ με την οποία παντρεύονται τον Ιανουάριο του 1930. Δύο χρόνια αργότερα δουλεύει πάνω σε μια συλλογή διηγημάτων ονόματι The Pastures of Heaven (Τα λιβάδια του ουρανού). Η συλλογή απαριθμεί συνδεόμενες μεταξύ τους ιστορίες για μια κοιλάδα κοντά στο Μοντερέυ. Με τη δεύτερη του νουβέλα To A God Unknown (Σ’έναν άγνωστο θεό, 1933) έκανε την ισχυρότερη του κατάθεση για τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και γης.
Μέρος τρίτο / / Από μπεστ σέλερ σε blockbuster
Αργότερα ο συγγραφέας ξεκινάει να γράφει μια σειρά από «ιστορίες της Καλιφόρνια» σχετικά με τις αμμοθύελλες που σάρωσαν τις πεδιάδες των ΗΠΑ και του Καναδά από το 1930 μέχρι το 1936 (φαινόμενο dust bowl). Οι ιστορίες αυτές τοποθετούνται ανάμεσα σε καθημερινούς ανθρώπους κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Τα προβλήματα και οι πιέσεις που αντιμετώπιζαν τα εργατικά συνδικάτα την εποχή εκείνη ήταν σοβαρά. Ο Στάινμπεκ εκφράζει την αλληλεγγύη του μέσα από το In Dubious Battle (Σε αμφίβολη μάχη, 1936), ένα χρονικό για μια δραστική απεργία από ντόπιους συλλέκτες σταφυλιών, και το Of Mice and Men (Άνθρωποι Και Ποντίκια, 1937).
Την ίδια περίοδο γράφει για την San Francisco Chronicle. Η συνεργασία τους ανάγεται σε μια σειρά από άρθρα για τους μετανάστες εργάτες αγροκτημάτων και τις δυσκολίες που βιώνουν. Το υλικό που συνέλεξε αποτυπώθηκε στο ιδιαίτερο The Grapes of Wrath (Τα σταφύλια της οργής, 1939). Σήμερα θεωρείται το magnum opus του Στάινμπεκ και το καλύτερο μυθιστόρημα για την εργατική τάξη της δεκαετίας του 1930. Πρόκειται για ένα επιτυχημένο παράδειγμα κοινωνικής διαμαρτυρίας στη σφαίρα της μυθοπλασίας. Ο συγγραφέας παραδίδει ένα πειστικό αφιέρωμα στη θέληση του ανθρώπου για επιβίωση. Με το βιβλίο αυτό καθιερώνεται μαζί με τον Φώκνερ και τον Χέμινγουεϊ ως ένας από τους τρεις μεγάλους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς. Το 1940 το μυθιστόρημά του αποσπά το Βραβείο Πούλιτζερ.
Μέρος τέταρτο / / Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
Το 1943 ο Στάινμπεκ υπηρετεί ως πολεμικός ανταποκριτής για την εφημερίδα New York Herald Tribune. Την ίδια χρονιά παίρνει διαζύγιο με την Κάρολ Χέννινγκ και νυμφεύεται την Γκουίν Κόνγκερ, με την οποία αποκτούν δύο παιδιά. Θα χωρίσουν εφτά χρόνια αργότερα.
Οι εμπειρίες του από τον πόλεμο αποτυπώνονται στο χαρτί σε nonfiction έργα όπως το Bombs Away: The Story of a Bomber Team (1942), μια συλλογή από τις αποστολές που (Once There Was a War, 1958), και ένα αφηγηματικό άλμπουμ (A Russian Journal, 1948) με φωτογραφίες του Robert Capa. Η πιο ενδιαφέρουσα του δουλειά αυτό το διάστημα είναι το Sea of Cortez (Η Θάλασσα του Κορτέζ, 1941), που συνέγραψε με τον επιστήμονα Edward F. Ricketts. Ο τελευταίος επηρέασε πολύ το γράψιμο του Στάινμπεκ. Υπήρξαν στενοί φίλοι για περίπου 10 χρόνια. Το από κοινού βιβλίο τους παρέχει εργαλεία για τη βαθύτερη κατανόηση πολλών θεμάτων και συμπεριφορών που εμφανίζονται στα μυθιστορήματα του Στάινμπεκ.
Οι νουβέλες φαντασίας του συγγραφέα τη δεκαετία του 1940 είναι οι εξής: The Moon is Down (Το φεγγάρι έπεσε, 1942), μια ιστορία της νορβηγικής αντίστασης ενάντια στην κατοχή από τους Ναζί, Cannery Row (Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες, 1945), The Wayward Bus (Το δύστροπο λεωφορείο, 1947) και το The Pearl (Το Μαργαριτάρι, 1948) που μιλάει για έναν φτωχό Μεξικανό ψαρά που ανακαλύπτει ένα πολύτιμο μαργαριτάρι το οποίο φέρνει κακοτυχία στην οικογένεια του.
Μέρος πέμπτο / / Καλλιτεχνική πτώση, βραβείο Νόμπελ και μετέπειτα ζωή
Τον Δεκέμβριο του 1950, ο Στάινμπεκ νυμφεύεται την Ελέιν Σκοτ. Αυτός ο γάμος διαρκεί μέχρι τον θάνατο του Στάινμπεκ το 1968. Εκτός από το East of Eden (Ανατολικά της Εδέμ, 1952), το γράψιμο του βαθμιαία παρακμάζει μετά τον πρόωρο θάνατο του Ricketts το 1948. Η απώλεια του τον ρίχνει σε κατάθλιψη.
Στα μυθιστορήματα του πια επικρατεί υπερβολικός συναισθηματισμός. Η ατμόσφαιρα των ιστοριών του μοιάζει αποπνικτική και στερούνται βάθους και ουσίας. Ο συγγραφέας έλαβε μέτριους επαίνους το 1961 για το φιλόδοξο μυθιστόρημα του The Winter of Our Discontent (Ο Χειμώνας της πίκρας μας), μια μελέτη για την ηθική αποσύνθεση ενός ανθρώπου με υψηλά ιδανικά. Ένα χρόνο μετά εκδίδει και λαμβάνει ευνοϊκή κριτική για το Travels With Charley: In Search of America (Ταξίδι με τον Τσάρλι: Αναζητώντας την Αμερική), ένα οδοιπορικό τριών μηνών σε φορτηγό που οδήγησε τον Στάινμπεκ μέσα από σαράντα αμερικανικές πολιτείες.
Το 1962 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για «τη ρεαλιστική και ευφάνταστη γραφή του, ο συνδυασμός της οποίας δείχνει χιούμορ και έντονη κοινωνική αντίληψη». Στην επίσημη ομιλία που έδωσε στην Ακαδημία της Στοκχόλμης, μεταξύ άλλων, λέει:
“Ο ίδιος ο άνθρωπος έχει γίνει η μεγαλύτερη μας απειλή και η μοναδική μας ελπίδα.
Επίσης αναφέρει ότι ο ρόλος του συγγραφέα:
“…είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να αποκαλύπτει τα τρωτά σημεία και τα σφάλματα μας, να φέρει στο φως τα σκοτεινά και επικίνδυνα όνειρα μας, με σκοπό να βελτιώσει τη ζωή μας.”
Η δουλειά του Στάινμπεκ παραμένει δημοφιλής και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η γραφή του ξεχωρίζει για την οικουμενική της κοινωνική συνείδηση και την ανησυχία που θρέφει για την πεπατημένη. Στα τελευταία του χρόνια, παρότι αρνήθηκε να εγκατασταθεί στον πολιτικό συντηρητισμό, ασπάστηκε πλήρως τις αμερικάνικες αξίες και τάχθηκε υπέρ σε πολλές εθνικές πολιτικές. Φάνηκε θερμός υποστηρικτής του πολέμου στο Βιετνάμ και αρκετοί ενοχλήθηκαν. Με τις ενέργειες αυτές απογοήτευσε και έχασε τη στήριξη και τον σεβασμό από πολλούς θαυμαστές του οι οποίοι προηγουμένως τον θαύμαζαν για τις κοινωνικές του δεσμεύσεις.
Ο Τζον Στάινμπεκ απεβίωσε στις 20 Δεκεμβρίου 1968, στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 66 χρόνων. Όντας χρόνιος καπνιστής, υπέστη καρδιακή ανεπάρκεια. Σύμφωνα με τις επιθυμίες του, αποτεφρώθηκε. Η τεφροδόχος με τις στάχτες του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο στο Garden of Memories Park στην πόλη Σαλίνας.