Ο κόσμος “των μεγάλων” μέσα απ’ τα τρυφερά μάτια ενός παιδιού…
Και σήμερα σκόνταψα.
Παραπάτησα κι έκανα μερικά βήματα με τα χέρια να σηκώνονται και να ανοίγουν από μόνα τους δίχως να τους το πω εγώ. Σαν το θείο Τάκη που όποτε έπαιζε στο ραδιόφωνο το αγαπημένο του τραγούδι, άφηνε επιτέλους την καρέκλα, άνοιγε τα χέρια κι έκανε παρόμοια βήματα κάνοντας κύκλους γύρω από τον εαυτό του, όπως ο πλανήτης Γη πάνω στον οποίο ζούμε όπως λέει η κυρία δασκάλα. «Αυτός ο χορός λέγεται ζεϊμπέκικο κι είναι αντρικός χορός. Όταν μεγαλώσεις λίγο ακόμη θα σου τον μάθω» μου έλεγε κάθε φορά.
Στην αυλόπορτα με περίμενε όπως πάντα η τροφαντή και μαλακή σα ζυμαράκι κυρία Τούλα.
Η κυρία Τούλα ήταν τροφαντή. Η μαμά μου είχε πει όταν την ρώτησα αν η κυρία Τόυλα είναι έγκυος πως όταν ήταν μικρή είχε καταπιεί ένα μπαλόνι και για αυτό είχε χοντρή κοιλιά.
Κρίμα, θα ήθελα να αποκτήσω επιτέλους έναν φίλο, είχα σκεφτεί. Εξάλλου, είχα τόσα πολλά παιχνίδια που δεν μου έφτανε ο χρόνος να παίζω με όλα. Το ξανά σκέφτηκα όμως κι είπα πως τελικά ήταν καλύτερα έτσι, γιατί τώρα η κυρία Τούλα αγαπά και προσέχει αποκλειστικά εμένα…
Πήρε το σακίδιο μου κι αμέσως ένιωσα τόσο ελαφρύς που φοβήθηκα μη φυσήξει ξαφνικά ο άνεμος και πετάξω μακριά.
Έτσι, κρατήθηκα απ’ το φουστάνι της και μπήκαμε στο σπίτι.
Πήγαμε κατευθείαν στην κουζίνα. Μου έδωσε να πιο μία κούπα ζεστό κακάο.
Όση ώρα καθόμουν στον πάγκο της κουζίνας με τα πόδια μου να κρέμονται σαν δυο τεράστια μακαρόνια και την κούπα να μου ζεσταίνει τα χέρια η κυρία Τούλα τηγάνιζε πατάτες και λουκάνικα. Γιαμ, γιαμ! Μαγείρευε το αγαπημένο μου φαγητό.
Η κοιλιά μου έκανε σαν χαλασμένο τρακτέρ. Μετά από αρκετή ώρα επιτέλους έστρωσε να φάμε και το στομάχι μου σταμάτησε να κάνει ήχους.
Αφού έπλυνα τα χέρια, τα πόδια και τα δόντια μου, η κυρία Τούλα μου έδωσε ένα ζευγάρι κίτρινες πιτζάμες, τις οποίες σιχαινόμουν αλλά τις φόρεσα δίχως να γκρινιάξω γιατί νύσταζα τόσο πολύ που δεν ήθελα να με πάρει ο ύπνος πάνω στο καπάκι της τουαλέτας.
Η κυρία Τούλα με ξάπλωσε στο κρεβάτι και με σκέπασε, δίνοντας μου ένα σβουριχτό φιλί στο μάγουλο.
Της χαμογέλασα. Την αγαπούσα την κυρία Τούλα
Μετά σκοτάδι.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου το δωμάτιο το ‘χε καταπιεί το σκοτάδι. Δεν μπορούσα να σηκωθώ. Αν πατούσα στην μοκέτα στα σκοτεινά θα ‘βγαινε ο μπαμπούλας που φιλοξενούσα κάτω απ’ το κρεβάτι μου και θα μου τρώγε τα πόδια. Όμως εγώ τα ήθελα τα πόδια μου. Πώς αλλιώς θα έτρεχα και θα έπαιζα με τα παιδιά στο σχολείο!
Έτσι έβαλα τα κλάματα. Η πόρτα άνοιξε και μετά άκουσα ένα “τσαφ”.
Το δωμάτιο γέμισε ξανά με φως. Είδα την μαμά με εκείνα το πολύ περίεργα ψηλά παπούτσια, που είχαν από μία λεπτή, μακριά οδοντογλυφίδα πίσω τους. Προχωρούσε στο διάδρομο και αυτά χαρούμενα τραγουδούσαν “τακ-τακ, τακ-τακ”.
Έτρεξα και την πήρα αγκαλιά.
-Πρόσεχε. Θα μου τσαλακώσεις την φούστα.
“Μα σ’ αγαπώ μαμά” της είπα και προσπάθησα να μην κλάψω αν κι η καρδιά μου πονούσε. Νομίζω πως πληγώθηκε από τις φωνές της μαμάς.
-Εντάξει. Κι γω σ’ αγαπώ. Πήγαινε να ντυθείς και φώναξε την Τούλα να σου ετοιμάσει το σακίδιο σου. Θα ‘ρθει ο Τάσος να σε πάρει.
Η καρδιά μου ξαφνικά σταμάτησε να πονά και χοροπηδούσε μέσα μου ευτυχισμένη.
“Επιτέλους, πόσες μέρες είχα να τον δω” σκέφτηκα.
Τον τελευταίο καιρό έλειπε όλο σε δουλειές και μακρινά ταξίδια. Νόμιζα πως πέθανε. Αλλά τελικά η κυρία Τούλα μου είπε πως ο μπαμπάς, δηλαδή ο Τάσος, είχε πολλές δουλειές και γι’ αυτό δεν έρχονταν να με πάρει τα Σαββατοκύριακα.
Ήθελα να φωνάξω “γιούπι, γιούπι” από την χαρά μου όπως κάνω και στο σχολείο όταν κερδίζουμε την άλλη τάξη στο ποδόσφαιρο.
Κρατήθηκα όμως. Δεν ήθελα να θυμώσει η μαμά.
-Θα έρθεις κι εσύ;
-Εγώ εχώ δουλειές και τώρα πρέπει να βγω.
Την είδα που έβαλε στην τσάντα της ένα κουτάκι με λευκές καραμέλες για μεγάλους. Δοκίμασα μία φορά κρυφά απ’ την μαμά και με πήρε αμέσως ο ύπνος. Η κυρία Τούλα είπε πως κοιμήθηκα όοοοολη την υπόλοιπη μέρα. Από τότε η μαμά τις έκρυβε για να μην ξανά φάω.
Μετά ήπιε ένα γεμάτο ποτήρι κρασί που έστεκε πάνω στο κομοδίνο της.
Το κρασί είναι κόκκινο. Μια φορά την είχα ρωτήσει γιατί πίνει αίμα στο ποτήρι, μήπως ήταν βαμπίρ, όπως εκείνος ο Έντι στην τηλεόραση. Μου είπε όμως πως αυτό που έπινε ήταν κρασί. Κι ότι το κρασί φτιάχνετε από ώριμα σταφύλια που τα πατάνε με γυμνά πόδια και μετά το βάζουν σε ένα βαρέλι και το ξεχνάνε κάπου σκοτεινά για καιρό.
Κατέβηκε την σκάλα πηγαίνοντας περά-δώθε.
Έμοιαζε σαν σκιάχτρο που το κουνούσε ο άνεμος.
Γέλασα με τη σκέψη μου, αλλά μετά στεναχωρήθηκα.
Η μαμά ξέχασε να με φιλήσει. Η κυρία Τούλα πάντα όταν έφευγε, αν και σπάνια μου έδινε ένα μεγάλο φιλί που κρατούσε πολλή ώρα.
Γύρισα στο δωμάτιο μου για να ετοιμαστώ.
Στο αυτοκίνητο καθόμουν μπροστά, στη θέση δίπλα στον Τάσο.
Πρώτη φορά έμπαινα σε αυτό το αυτοκίνητο. Πρέπει να ήταν καινούργιο. Μέσα είχε παντού ξύλο και τα καθίσματα ήταν τόσο μαλακά που ήθελα να κάθομαι εκεί για πάντα. Αρκεί το “για πάντα” να διαρκούσε μέχρι την άλλη Παρασκευή που είχα να πάω στα γενέθλια ενός συμμαθητή μου.
Ο Τάσος πριν ξεκινήσουμε μου φόρεσε τη ζώνη. Με έσφιγγε. Ένιωθα σαν το ρολό κοτόπουλο που τύλιγε με σπάγκο η κυρία Τούλα πριν το βάλει στο φούρνο. Αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα.
Γιατί είπε ο Τάσος πως έτσι θα ήμουν πιο ασφαλής. Και ‘γω φαντάστηκα πως καθώς προχωρούσαμε ένα γιγάντιο φορτηγό να πέφτει επάνω μας κι να παίρνει φωτιά και αίμα να τρέχει παντού. Εγώ όμως θα έβγαινα από το αμάξι δίχως καμία γρατσουνιά. Βέβαια, όταν είχα δει ένα δυστύχημα στην τηλεόραση, η ξανθιά γριά κυρία που λέγανε πως τρέμει είπε πως όλοι οι επιβάτες είχαν πεθάνει.
Εγώ δεν είμαι όμως επιβάτης. Είμαι ο Γιώργος που φορά τη ζώνη-σπάγκο κι είμαι πιο ασφαλής.
Πριν φτάσουμε στο σπίτι του Τάσου, σταματήσαμε σε ένα ζαχαροπλαστείο και επιτέλους μου έλυσε τη ζώνη. Μπορούσα πια να αναπνεύσω άνετα φουσκώνοντας την κοιλιά μου μέχρι τέρμα.
Στην χαμογελαστή κυρία που μας χαιρέτησε μόλις μπήκαμε ο μπαμπάς ζήτησε να μας φέρει μία τούρτα. Μα εγώ του γκρίνιαξα γιατί δεν είχα σήμερα τα γενέθλια μου.
-Δεν είναι για σένα η τούρτα αγάπη μου.
-Και για ποιον είναι;
-Για την Έλλη, που έχει σήμερα τα γενέθλια της.
“Μα, ποια είναι πάλι αυτή.” σκέφτηκα ψιθυριστά για να μην ακούσει κανείς την σκέψη μου. “Να είναι σοκολάτα-φράουλα για να φάω και εγώ” είπα στην κυρία με το χαμόγελο.
-Ό,τι θέλει το αγόρι μου, έκανε ο Τάσος χαρούμενα.
Όταν πλήρωσε στο ταμείο μου αγόρασε μία τσίχλα μπανάνα.
Στο δρόμο για το σπίτι την μασούλησα τόσες πολλές φορές που έγινε σκληρή σαν πέτρα, μα τουλάχιστον είχε ακόμη γεύση μπανάνα. Δεν κατάφερα όμως να κάνω καμία φούσκα. Φαίνεται ήταν χαλασμένη.
Στο σπίτι μας άνοιξε μία κοντή κυρία, λίγο χοντρή με μακριά μαύρα μαλλιά και μάτια πράσινα, που είμαι σίγουρος πως φωσφορίζουν στο σκοτάδι. Αυτήν είναι η Έλλη μου είπε ο Τάσος.
Καθίσαμε όλοι μαζί γύρω από το χαμηλό τραπέζι του σαλονιού, που ήταν πλάι στο τζάκι. Όση ώρα τρώγαμε, ο Τάσος και η Έλλη κοιτιόντουσαν, όπως κοιτάω εγώ την κυρία Τούλα όταν έχω σπάσει κάποιο βάζο της μαμάς κι έχουμε συμφωνήσει να μην πούμε τίποτα για την σκανταλιά για να μην θυμώσει.
“Μα τι να είχαν κάνει”, αναρωτήθηκα. Αλλά λίγο το νόστιμο φαγητό της Έλλης, είχε φτιάξει πίτσα, λίγο η πλάτη μου που είχε ζεματιστεί τόση ώρα μπροστά από το τζάκι, το ξέχασα.
Τελειώνοντας το φαγητό ένιωθα την κοiλιά μου έτοιμη να σκάσει σαν βόμβα και φοβήθηκα μην πεταχτούν και κρεμαστούν τα έντερα μου στο φωτιστικό. Πώς θα μου τα κατέβαζαν μετά!
Η Έλλη σηκώθηκε και έφερε την τούρτα. Πάνω της έκαιγε ένα μικρό ροζ κεράκι. Της τραγουδήσαμε μαζί με τον Τάσο πρώτα στα ελληνικά κι ύστερα πάλι στα αγγλικά, που δεν τα ήξερα και τόσο καλά. Εκείνη με ένα “φου” φύσηξε το κεράκι και το καημένο πέθανε.
Ο Τάσος την αγκάλιασε και της έδωσε ένα φιλί στο στόμα.
Εγώ πάγωσα. Μετατράπηκα σε παγωτό γρανίτα.
Μα πως ήταν δυνατόν ο Τάσος να φιλάει στο στόμα εκείνη την γυναίκα. Μόνο την μαμά θα έπρεπε να φιλάει εκεί. Ένιωσα το πρόσωπο μου να βρέχεται από δάκρυα. Έβγαλα την γλώσσα μου και τα έφαγα όλα ένα-ένα πριν προλάβουν να τα δουν.
Την άφησε από την αγκαλιά του και μου πε: Δώσε και εσύ ένα φιλί στο μάγουλο της Έλλης, δώρο για τα γενέθλια της.
Εγώ όμως δεν ήθελα να την φιλήσω. Ποτέ των ποτών.
Έτσι, έτρεξα μέχρι την κουζίνα.
Έψαξα στα σκουπίδια και βρήκα την τσίχλα που ‘χα φτύσει πριν φάμε. Είχε πετρώσει. Έβαλα όλη μου τη δύναμη μαζί και λίγο σάλιο. Την ζούλιξα και την έπλασα σε σχήμα καρδιάς όπως μας έμαθε η κυρία δασκάλα με την πλαστελίνη.
Την κόλλησα σε ένα κομμάτι εφημερίδας. Έτρεξα πάλι πίσω σαν σίφουνας.
Της έδωσα χαμογελώντας το δώρο μου. Εκείνη μου ανταπέδωσε το χαμόγελο και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Τα χείλη της ήταν ζεστά και πολύ απαλά.
Τότε ο Τάσος πήρε το έργο μου και το έσκισε πετώντας το στη φωτιά.
“Τι αηδίες είναι αυτά”, μου είπε νευριασμένος με το κεφάλι του να γίνεται κόκκινο σαν κέτσαπ.
Εκείνη την ώρα ένιωσα την καρδιά μου να σπάει. Πονούσε πολύ.
Για να μην κλάψω σκέφτηκα την κυρία Τούλα που με περίμενε στο σπίτι και ήξερα πως μ’ αγαπάει γιατί μου το έχει πει πάνω από εκατό φορές, ίσως και διακόσιες.
Ο Τάσος μου ζήτησε συγνώμη, αφού πρώτα τον σκούντηξε στο μπράτσο η Έλλη.
Τώρα η καρδιά μου πονούσε λιγότερο.
Φάγαμε από ένα κομμάτι τούρτα. Όταν τελείωσα το δικό μου, η Έλλη μου έβαλε άλλο ένα. Δεν μπορούσα βέβαια να το φάω γιατί η κοιλιά μου είχε φουσκώσει. Έτσι, μάζεψε τα πιάτα, καθάρισε το τραπέζι κι ήρθε ύστερα και κάθισε πλάι στον Τάσο ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο του.
Περίεργα πράγματα συμβαίνουν, σκέφτηκα.
Ο Τάσος καθάρισε τον λαιμό του βήχοντας. Ίσως του ‘χε σταθεί καμιά μπουκιά από την τούρτα και δεν μπορούσε να πάρει αέρα. Μετά όμως άπλωσε το ένα του χέρι πάνω από το δικό μου και το κράτησε σφιχτά, ενώ με τ’ άλλο αγκάλιασε την Έλλη από τους ώμους. Με κοίταξε στα μάτια.
Χαμήλωσα το πρόσωπο μου. Δεν ήθελα να δει στα μάτια μου πόσο πολύ μου είχε λείψει.
Η κυρία Τούλα μου λέει συχνά πως τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής μας. Δεν έχω καταλάβει τι σημαίνει αλλά δεν ήθελα να δει ο Τάσος την ψυχή που κατοικεί μέσα στο δικό μου σώμα.
-Αγόρι μου, θέλω να σου πω κάτι πολύ σημαντικό για μένα.
Σήκωσα το πρόσωπο και τον κοίταξα και γω μέσα στα μάτια.
-Εγώ και η Έλλη όπως έχεις καταλάβει μιας κι είσαι ένα πανέξυπνο αγόρι είμαστε ζευγάρι και σκοπεύουμε να παντρευτούμε, αφού σε λίγο καιρό η Έλλη θα φέρει στον κόσμο το αδερφάκι σου.
Η Έλλη γύρισε με κοίταξε κι αυτή στα μάτια και χάιδεψε την κοιλιά της.
Νόμιζα πως βούλιαζα σιγά-σιγά σε έναν βάλτο και οι φίλοι μου, η Ντόρα και ο Μπουτς δεν ήταν εκεί για να με βοηθήσουν να βγω…
Ένιωθα απογοητευμένος.
Έτσι δεν νιώθεις όταν περιμένεις κάτι πολύ και τελικά αυτό που έρχεται είναι κάτι άλλο;
Όπως όταν πηγαίνουμε με την μαμά που και που στα Goody’s και ενώ της έχω ζητήσει “coca-cola” το junior που μου φέρνει έχει μέσα πορτοκαλάδα.
Και τώρα ένιωθα την καρδιά μου να γίνεται νιανιά από την απογοήτευση που έκατσε πάνω μου βαριά.
Εγώ τόσο καιρό περίμενα πως οι δουλειές του Τάσου που τον κρατούσαν μακριά μου θα τελείωναν και θα γύριζε στο σπίτι γιατί τελικά αγαπούσε την μαμά και δεν ήθελε να πάρει εκείνο το χαρτί διαζύγιο που παίρνουν τα ζευγάρια όταν σταματούν να αγαπιούνται και δεν μπορούν να μένουν πια μαζί.
Από την άλλη όμως ένιωθα και μια μικρή χαρά.
Θα αποκτούσα ένα αδερφάκι. Δεν θα έπαιζα πια μόνος. Θα γινόμασταν φίλοι όταν θα μεγάλωνε λίγο και θα παίζαμε μαζί. Κι έτσι θα έβρισκα και ‘γω κάποιον να μοιράζομαι τα παιχνίδια μου. Θα τελείωναν επιτέλους οι βαρετές κι άνοστες ώρες που έπαιζα τελείως μόνος μου…
Ήμουν πολύ πολύ μπερδεμένος.
Το μέσα μου έκλαιγε από απογοήτευση και φώναζε από χαρά ταυτόχρονα.
Μη ξέροντας λοιπόν τι να κάνω, έβαλα πάλι τα κλάματα.
Τότε η Έλλη σηκώθηκε και μου έκανε μία μεγάλη αγκαλιά. Μέσα στα χέρια της ένιωσα πολύ όμορφα. Ήταν ζεστά και τρυφερά. Σταμάτησα να κλαίω.
Σκούπισα τα μάτια και την μύτη μου που έτρεχε στο λευκό της πουλόβερ και την αγκάλιασα και ‘γω.
“Αύριο πριν πάμε στο λούνα παρκ θα καθίσουμε σαν μεγάλοι να το συζητήσουμε.” μου ψιθύρισε ήρεμα στο αυτί.
Κούνησα πάνω κάτω το κεφάλι μου για να δείξω πως συμφωνώ.
Είχα κουραστεί πολύ. Δεν μπορούσα να μιλήσω άλλο.
Ο Τάσος με σήκωσε στην αγκαλιά του και με πήγε στο δωμάτιο που είχε φτιάξει για μένα. Με ξάπλωσε με τα ρούχα, βγάζοντας μου τα παπούτσια και με τύλιξε με την κουβέρτα που είχε επάνω της ζωγραφισμένο τον φίλο μου τον Γουίνι.
Μου χάιδεψε το μέτωπο με τα δάκτυλα του που θύμιζαν τα λουκάνικα της κυρίας Τούλας και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο για καληνύχτα.
“Θα τα πούμε αύριο αγόρι μου, τώρα ηρέμησε και ξεκουράσου” είπε κι η φωνή του χάιδεψε κι αυτή τα αυτιά μου.
-Εντάξει μπαμπά. Αλλά θα με πας αύριο στο λούνα παρκ, έτσι; τον ρώτησα ελπίζοντας.
Κούνησε το κεφάλι του και βγήκε απ’ το δωμάτιο.
Τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν. Δεν μπορούσα να τα κρατήσω άλλο ανοιχτά.“Αύριο θα πάμε στο λούνα παρκ, κι είχα τόσο καιρό να πάω με τον μπαμπά.
Αχ, και σε λίγο καιρό θα πηγαίνω με τον αδερφό μου και θα κάνουμε κόντρες στα συγκρουόμενα” σκέφτηκα χαρούμενα κι άφησα ένα χασμουρητό να βγει από μέσα μου.
Έκλεισα τα μάτια και μετά σκοτάδι.