Μία από τις καλύτερες αναλύσεις που πρόκειται να διαβάσετε ποτέ σχετικά με το Memento, το αριστούργημα των αδερφών Nolan.
Γράφει ο Σέργιος Γκανέτσος
Η ταινία σκηνοθεσίας Christopher Nolan και σεναρίου Jonathan Nolan ήταν η απαρχή του στυλ και του θέματος που επέλεξε ο σκηνοθέτης να συνεχίσει την καριέρα του. Όπως στο Interstellar παίζει με το χωροχρόνο, όπως στο Inception συνθλίβει την πραγματικότητα μέσα στις ονειρικές διαστάσεις, το Memento έχει ως κύριο χαρακτηριστικό του το περίεργο ταξίδι πάνω στον άξονα του χρόνου.
Σχετικά με την υπόθεση: Ο βασικός μας ήρωας, Leonard, μετά από ένα ατύχημα που είχε, αφού κάποιοι διέρρηξαν το σπίτι του και σκότωσαν τη γυναίκα του, τον χτύπησαν, είναι ανίκανος να δημιουργήσει νέες αναμνήσεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως θυμάται τη ζωή του ως τη στιγμή του ατυχήματος, όμως από εκεί και πέρα, βασίζεται σε σημειώσεις και φωτογραφίες για να μπορεί να προχωρήσει. Στην προσπάθεια του να εξιχνιάσει το έγκλημα και να βρει το δολοφόνο της συζύγου του, οι προσωπικές του σημειώσεις είναι οι μόνες που εμπιστεύεται καθώς τα άτομα που συναντά μπορεί να θέλουν να εκμεταλλευτούν το πρόβλημά του.
Η ταινία μας, όσο κι αν ακούγεται περίεργο ξεκινά με τον πρωταγωνιστή μας να σκοτώνει το δολοφόνο της γυναίκας του. Όμως αυτό δεν είναι μία απλή αφήγηση «στη μέση των πραγμάτων» κι έπειτα περιμένουμε flashbacks για να δούμε τι έγινε. Και θα εξηγήσω παρακάτω.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι το πως επιλέγει ο Nolan να μας αφηγηθεί την ιστορία του Leonard. Έτσι βλέπουμε παράλληλα δύο ιστορίες, οι οποίες όμως δεν είναι παράλληλες, αλλά διαδοχικές.
Η βασική ιστορία παρουσιάζεται κανονικά σε έγχρωμο φιλμ, ενώ η άλλη σε ασπρόμαυρο. Η μια ιστορία παρεμβάλλεται στην άλλη και εκτυλίσσονται κατά βάση σε επεισόδια που το ένα διακόπτει το άλλο. Η ιδιαιτερότητα της ταινίας όμως έγκειται στο εξής. Ενώ η ασπρόμαυρη ιστορία κυλάει κανονικά, η έγχρωμη πάει ανάποδα στο χρόνο.
Η επόμενη σκηνή που βλέπει ο θεατής είναι η προηγούμενη της ζωής του ήρωα. Οι δύο ιστορίες συνδέονται στο τέλος της ταινίας, οπού η ασπρόμαυρη τελειώνει και η έγχρωμη στην ουσία αρχίζει, όμως εμείς τη γνωρίζουμε ήδη αφού την έχουμε παρακολουθήσει απ’ το τέλος στην αρχή της.
Για να γίνει αυτό κατανοητό μπορούμε να φανταστούμε δύο αυτοκίνητα που συγκρούονται. Το αυτοκίνητο Α (ασπρόμαυρη ιστορία) τρέχει κανονικά σε μια ευθεία, ενώ το αυτοκίνητο Β (έγχρωμη) τρέχει με την όπισθεν. Τώρα μπορούμε να πούμε πως ο δρόμος που τρέχουν τα δυο αυτοκίνητα είναι ο χρονικός άξονας. Το αυτοκίνητο Α ξεκινά απ’ το σημείο 0 και το αυτοκίνητο Β στο σημείο 10. Ο Nolan επιλέγει να μας δείξει την ταινία του με την εξής σειρά επεισοδίων: 0-10-1-9-2-8-3-7-4-6 μέχρι που οι 2 ιστορίες ενώνονται στο σημείο 5 για να τελειώσει η ταινία. Ο σκηνοθέτης μας αφήνει κυριολεκτικά in medias res, ωστόσο ο θεατής γνωρίζει τόσο όσα έχουν συμβεί ως τότε, όσο και τα μελλούμενα.
Η αλλόκοτη αυτή επιλογή του «μπερδέματος» του χρόνου δεν είναι σαφώς απλά κάτι που ο Νόλαν κάνει χωρίς λόγο.
Ξεκάθαρη πρόθεση του είναι ο θεατής να χαθεί στο χρόνο, όπως χάνεται κι ο ήρωας, ο οποίος όπως εξομολογείται δεν έχει μετά το ατύχημα καμία αίσθηση του χρόνου. Η ταύτιση θεατή και ήρωα φαίνεται και στα λόγια του Burt, ρεσεψιονίστ του πανδοχείου που μένει ο Leonard : “It’s all backwards. Maybe you got an idea what you want to do next but you don’t remember what you just did.”
Tο ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σε μας. Γνωρίζουμε ήδη τι θα κάνει ο ήρωας μας και ταξιδεύουμε μαζί του πίσω στο χρόνο για να δούμε πως έφτασε στο τελευταίο σημείο.
Εδώ σημαντικό είναι να προστεθεί ένα ακόμα σημείο που κάνει το θεατή να χάνει την αίσθηση του χρόνου μαζί με τον ήρωα μας κι επομένως οδηγεί στην ταύτιση των 2. Κάθε σκηνή της έγχρωμης ιστορίας ξεκινά με το τελευταίο πλάνο της επόμενης σκηνής. Αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή η ιστορία κινείται ανάποδα στο χρόνο, όμως τα επεισόδια της εμφανίζονται κανονικά. Δηλαδή το επεισόδιο 1 και το επεισόδιο 2 , εμφανίζονται με τη σειρά 2-1, όμως εντός του επεισοδίου ο χρόνος κυλά κανονικά.
Παράδειγμα: Ο Λέοναρντ μιλάει με τον Burt, έρχεται ο Teddy, τον παίρνει και φεύγουνε μαζί, ενώ ακολουθεί ένας διάλογος μεταξύ τους. Στην επόμενη σκηνή, που μας τοποθετεί ακόμα πιο πίσω στο παρελθόν, ο Λέοναρντ βρίσκεται στο δωμάτιό του, κατεβαίνει, βρίσκει τον Burt και το επεισόδιο κλείνει με τον Teddy να έρχεται να πάρει τον Λέοναρντ.
Ο Νolan όμως δε μένει στο παιχνίδι με το χρόνο για να φέρει το θεατή στην θέση του ήρωα. Έχει πολλούς άσσους στο μανίκι του και τους χρησιμοποιεί ιδιοφυώς. Μερικά στοιχεία που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι η χρήση των πολλών κοντινών, γκρο πλαν, στο πρόσωπο του Leonard, για μια πολύ προσεκτική ματιά στις εκφράσεις του, ούτως ώστε να βιώσουμε την απορία του και την αγωνία του σε μία ζωή που επανεκκινείται μαζί με τη συνείδηση του, κάθε δηλαδή 5 με 10 λεπτά. Όσο μπορεί να συγκρατήσει τις κοντινές του αναμνήσεις.
Στο σημείο αυτό παίζει πολύ σημαντικό ρόλο το μοντάζ. Η έγχρωμη ιστορία ξεκινά με ένα πλάνο συνήθως έντονο, κι έτσι ο θεατής νιώθει να ξυπνά μαζί με τη συνείδηση του Λέοναρντ.
Ωστόσο, όταν τελειώνει περνάμε στην ασπρόμαυρη ιστορία κι έτσι το μυαλό μας «ξεκουράζεται» και χάνει τη συνέχεια της έγχρωμης ιστορίας, όπως ακριβώς χάνονται και οι πρόσφατες αναμνήσεις του ήρωα μας. Ένα ακόμα στοιχείο είναι το παιχνίδι με τους καθρέπτες, κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολα παρατηρήσιμο στη ροή της ταινίας. Ο ήρωας εξομολογείται: “ We all need mirrors to remind ourselves what we are”. O Christopher Nolan μας δίνει πολλές μικρές σκηνές όπου ο ήρωας μας κοιτάζεται στον καθρέπτη. Είναι σκηνές κατά κύριο λόγο που ο Leonard βρίσκεται σε μεγάλη σύγχυση, κι αναζητά τον εαυτό του.Ο θεατής τον βλέπει 2 φορές στην οθόνη, κι είναι η πιο μακρινή απόσταση που παίρνει ο ήρωας μας από εμάς, ακριβώς γιατί ούτε ο ίδιος κατανοεί τι συμβαίνει.
Αυτό έρχεται να συνδεθεί με το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της ταινίας. Ενώ ο Νόλαν προσπαθεί, λοιπόν, να βάλει το θεατή στη θέση του πρωταγωνιστή, δε χρησιμοποιεί την πιο απλή μέθοδο: την υποκειμενική κάμερα. Δεν παίρνει, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, η κάμερα τον ρόλο των ματιών του ήρωα. Αυτό βέβαια γίνεται εντός του έργου κυριολεκτικά, αφού ο Leonard τραβάει φωτογραφίες για να θυμάται τι έχει συμβεί και να μπορέσει να πορευθεί ανάλογα.Ο Νόλαν μετατρέπει την κάμερα του σε υποκειμενική σε 2 πολύ συγκεκριμένα σημεία: στο πρώτο πλάνο της ταινίας, η κάμερα μας δείχνει το χέρι του ήρωα να «τινάσσει» μια φρεσκοτραβηγμένη φωτογραφία για να στεγνώσει, και είναι λες και κοιτάμε το χέρι απ τα μάτια του ήρωα.
Στο σημείο αυτό έχει επέλθει η «λύτρωση» του ήρωα κι έτσι είναι μια στιγμή απόλυτης κατανόησης από το θεατή γι’αυτό και επιλέγεται μάλλον η χρήση αυτού του πλάνου. Η δεύτερη φορά που επιλέγει την υποκειμενική κάμερα ο Νόλαν είναι στο σημείο σύνδεσης ασπρόμαυρης και έγχρωμης ιστορίας. Ακριβώς δηλαδή όταν ως θεατές γνωρίζουμε το παρελθόν και το παρόν του και καταννοούμε πλήρως τι έχει συμβεί. Και στις 2 περιπτώσεις μας ο ήρωας κοιτάει φωτογραφίες 2 διαφορετικών ατόμων που έχει δολοφονήσει. Επομένως, υπάρχει η υποκειμενική κάμερα και εκτός του έργου (κάμερα Νόλαν) και εντός (κάμερα Λέοναρντ). Σε μια αυθαίρετη, λοιπόν, χρήση της γλώσσας, η υποκειμενική κάμερα υψώνεται στο τετράγωνο και μας δίνει την απόλυτη ταύτιση θεατή και πρωταγωνιστή.
Η τελευταία σκηνή του έργου είναι υπέροχη, με τον φίλο του Λέοναρντ, Teddy, και τον άνθρωπο που εν τέλει σκοτώνει ο ήρωας ως βασικό ύποπτο για τη δολοφονία της γυναίκας του, να του εξομολογείται πως τον πραγματικό ένοχο τον έχει σκοτώσει εδώ και χρόνια. Και πως όλο αυτό το παιχνίδι μυστηρίου το αναπλάθει συνεχώς βρίσκοντας καινούργιους ενόχους για να αποκτά μια συνέχεια η πραγματικότητα του, που την έχει απωλέσει λόγω του ατυχήματος. Έτσι, κοιτώντας μέσα απ τα μάτια του ήρωα, τις φωτογραφίες 2 δολοφονημένων απ τον ίδιο «ενόχων» , ίσως ο Νόλαν θέλει να μας πει, πως ο Λέοναρντ βρίσκει τον πραγματικό του εαυτό, έναν δολοφόνο. Αυτό επιβεβαιώνεται στο τέλος, όταν μετά τα λόγια του Teddy, ο Λέοναρντ αποδέχεται ότι ίσως ο ίδιος κάνει λάθος, αλλά θα συνεχίσει να ψάχνει ενόχους, για να δίνει ένα νόημα στη ζωή του, και θέτει ως επόμενο στόχο του, το φίλο του, Teddy.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός πως παρόλο που θεατής και ήρωας ταυτίζονται τόσο πολύ, στο τέλος γίνεται μια μεγάλη διάκριση μεταξύ των 2. Η λύση βρίσκεται στη μέση της ιστορίας μας κι όχι στο τέλος. – Νοηματικά, γιατί χρονικά στο τέλος μας παρουσιάζεται. – Μόνο που η απώλεια μνήμης του Λέοναρντ δεν τον αφήνει να τη συγκρατήσει. Έτσι ο θεατής ταξιδεύει μέσω των σκηνών του Νόλαν προς τα πίσω, στο σημείο που η λύση είχε βρεθεί. Μόνο που ο θεατής δεν την ξεχνά. Ενώ ο ήρωας συνεχίζει να την αναζητά για πάντα…