Το “Ταξίδι στο Φεγγάρι” του Georges Méliès είναι ένα δεκατετράλεπτο μνημείο στην ιστορία του κινηματογράφου από τη μακρινή εποχή της βρεφικής του ηλικίας
Αν υπήρχε μια επετειακή ημέρα, κατά την οποία οι απανταχού fans του sci-fi κινηματογράφου θα γιόρταζαν, αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η σημερινή. Σαν σήμερα, την πρώτη Σεπτεμβρίου του – πολύ μακρινού – 1902, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό του Παρισιού το Le Voyage Dans La Lune (Το Ταξίδι στο Φεγγάρι).
Η ιστορική και καλλιτεχνική βαρύτητα αυτού του φιλμ, που μας έρχεται από τις απαρχές του κινηματογράφου, είναι δυσανάλογη με τα δεκατέσσερα λεπτά της διάρκειάς του.
Πίσω από το Ταξίδι στο Φεγγάρι βρίσκεται ο Georges Méliès, μια πολυσχιδής προσωπικότητα, στην οποία οφείλουν πολλά, όχι μόνο οι λάτρεις της επιστημονικής φαντασίας, αλλά και όλοι οι σινεφίλ ανεξαιρέτως.
Ο Méliès γεννήθηκε το 1861 στο Παρίσι. Παρότι ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας, η έλξη που ασκούσε πάνω του η σκηνή και οι τέχνες που εκτυλίσσονται πάνω της υπήρξε καταλυτική για τη ζωή και την πορεία του. Μαγεμένος από τα ταχυδακτυλουργικά τρικ στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στο Λονδίνο, έγινε ο ίδιος performer επιστρέφοντας στη Γαλλία.
Κατέληξε να πουλήσει το μερίδιό του στο οικογενειακό εργοστάσιο, προκειμένου να αγοράσει ένα θέατρο, το Théâtre Robert-Houdin, όπου έμελε να γίνει το κέντρο της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας ως σκηνοθέτη, παραγωγού, σκηνογράφου, ενδυματολόγου και ταχυδακτυλουργού. Την τελευταία αυτή του ιδιότητα αξιοποίησε στο έπακρο μέσα από τα φιλμ του, δημιουργώντας τα πρώτα special effects που επέκτειναν ιδιοφυώς τα όρια του δυνατού σε μια εποχή περιορισμένων και πρωτόγονων τεχνολογικών μέσων.
Ο κόσμος εκείνος του μέσου της μοντέρνας εποχής κατακλυζόταν από μηχανές. Η τεχνολογική εξέλιξη επέφερε ριζικές και αλλεπάλληλες καινοτομίες, των οποίων την επίδραση μόνο να σκιαγραφήσουν αδρά μπορούσαν, ακόμη και οι πιο φιλόδοξοι.
Το 1895 οι αδελφοί Lumière απέρριψαν χωρίς δεύτερη σκέψη την πρόταση του Méliès να αγοράσει ένα από τα μηχανήματά τους. Ο Cinematograph, κατά τους δημιουργούς του, προοριζόταν να υπηρετήσει την επιστήμη και όχι την ψυχαγωγία. Στην ίδια λογική, τα πρώτα φιλμ δεν περιείχαν στοιχεία αφήγησης. Ήταν ως επί το πλείστον απλές καταγραφές της καθημερινότητας, όπως η έξοδος μιας ομάδας εργατών από το εργοστάσιό τους ή σκηνές του δρόμου.
Κατ’ επέκταση και οι πρώτες κόπιες, τις οποίες εξασφάλισε ο Méliès προβάλλονταν εν είδει θεάματος στο κοινό, το όποιο δεν είχε έρθει ακόμα σε επαφή με το φιλμ ως μέσο τέχνης. Χρειάστηκαν άνθρωποι σαν αυτόν, για να καθιερώσουν τον κινηματογράφο, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα και συχνά γίνονταν δέκτες σφοδρής κριτικής. Οι επικριτές των πρώτων δημιουργών βουβών ταινιών τους αρνούνταν κάθε καλλιτεχνική υπόσταση.
Έχοντας εξασφαλίσει τον αναγκαίο εξοπλισμό και δουλευόντας ακατάπαυστα πάνω σε τεχνικά θέματα, ο Méliès και οι σύγχρονοί του σημάδεψαν τη βρεφική ηλικία του σινεμά. Η σπουδαιότερη από τις 500 (!) ταινίες που γύρισε, λαμβάνοντας θέση τόσο πίσω, όσο και μπροστά από τις κάμερες, ήταν το Ταξίδι στο Φεγγάρι. Το budget του ήταν αστρονομικό για τα τότε δεδομένα, ενώ οι φήμες θέλουν το κοινό του Théâtre Robert-Houdin, όπου πρωτοπροβλήθηκε, να χειροκροτά για ώρες.
Θεωρείται μια από τις επιδραστικότερες ταινίες όλων των εποχών και όχι χωρίς σοβαρούς λόγους.
Η πλοκή είναι σχετικά απλή. Μια μικρή ομάδα αστρονόμων ταξιδεύει στο φεγγάρι μέσα σε μια κάψουλα. Εκεί συναντούν τους άγριους κατοίκους της Σελήνης, σκοτώνουν το βασιλιά τους και διαφεύγουν, φέρνοντας ένα από τα πλάσματα αιχμάλωτο στη Γη. Την προσγείωσή τους στον Ατλαντικό ακολουθούν πανηγυρικοί εορτασμοί.
Η τέχνη του μοντάζ ήταν κάτι σχεδόν άγνωστο μέχρι τότε, όμως, παρόλη τη θεατρική φυσιογνωμία του φιλμ, εν προκειμένω αξιοποιείται στην υπηρεσία της ιστορίας. Τα τρικ και οι τεχνικές καινοτομίες σίγουρα αποτελούν τα πιο πρώιμα δείγματα special effects, αλλά η σημασία του συγκεκριμένου φιλμ δεν εξαντλείται εδώ.
Οι επιρροές από τις νουβέλες του Ιούλιου Βερν είναι ολοφάνερες, όπως επίσης και τα δάνεια από τη θεατρική féerie παρισινή παράδοση. Το Ταξίδι στο Φεγγάρι φτάνει όμως παραπέρα από τις πηγές του και αγγίζει όλα εκείνα τα ιδιαίτερα στοιχεία του genre της επιστημονικής φαντασίας. Επιστημονικές αποστολές, άλλες μορφές ζωής, περιπέτεια, πολιτικά σχόλια (πολλοί βλέπουν στο φιλμ μια αντιιμπεριαλιστική σάτιρα) και πάνω από όλα η ανθρώπινη ανάγκη για την εξερεύνηση του αγνώστου και κατάκτηση της γνώσης.
Οι αστρονόμοι προσγειώθηκαν στον Ατλαντικό, επιστρέφοντας με ασφάλεια στη Γη. Αντίθετα, το Le voyage dans la lune ταξίδεψε πέρα από αυτόν τον ωκεανό με πιο επεισοδιακό τρόπο. Την τεράστια επιτυχία του στις ΗΠΑ καπιλεύτηκαν οι πειρατές της εποχής με πρώτο τον Edison, χωρίς ποτέ ο Méliès να λάβει αποζημίωση. Σε μια εποχή πριν τα μεγάλα στούντιο με τα γιγαντιαία budget, οι δημιουργοί ήταν οι ευάλωτοι και η πειρατεία ήταν αυτονόητα ηθικά χρωματισμένη.
Εκτός από την ασπρόμαυρη κόπια, υπήρξαν και εξήντα φιλμ χρωματισμένα στο χέρι, καρέ-καρέ. Όπως πολλά άλλα, λιώθηκαν προκειμένου να υπηρετήσουν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όλα πλην ενός, που ανακαλύφθηκε το 1993 σε άθλια κατάσταση, χάρη σε έναν ανώνυμο δωρητή. Η αποκατάστασή του θεωρήθηκε σχεδόν αδύνατη, αλλά εν τέλει ολοκληρώθηκε το 2011. Πολλά καρέ ήταν τόσο κατεστραμμένα, ώστε χρειάστηκε να παρθούν από την – καλύτερα σωζώμενη – ασπρόμαυρη κόπια.
Η έγχρωμη version του Le voyage dans la lune συνοδεύεται από τη σύγχρονη μουσική των Γάλλων Air. Kαι αυτό δε θα πρέπει να μας ξενίζει. Αφενός μιλάμε για ένα sci-fi φιλμ, οπότε του αξίζει μουσική οποιασδήποτε εποχής. Αφετέρου, ο ίδιος ο Méliès δεν απαιτούσε ποτέ να χρησιμοποιείται μια συγκεκριμένη μουσική συνοδεία για τα έργα του, αλλά άφηνε τα διάφορα θέατρα να επιλέγουν ελεύθερα το συνοδευτικό score.
Κάπου εδώ ίσως θα ταίριαζαν μερικές σκέψεις για τη σχέση οράματος και πράξης, ή για το πώς η φαντασία προοικονομεί την όποια εξέλιξη, αλλά όλα αυτά έχουν ειπωθεί αρκετές φορές με καλύτερα λόγια. Εξάλλου αυτά τα 14 λεπτά κινηματογραφικής ιστορίας δεν αξίζουν κανένα κλισέ.