Site icon Frapress

Τζον Κάρπεντερ: Ο Άρχοντας του Τρόμου

Τζον Κάρπεντερ

Δεν έχει σημασία ποια ταινία του Τζον Κάρπεντερ έτυχε να παρακολουθήσεις πρώτη στη ζωή σου. Για τους παλιότερους που μεγαλώσαν με τον πανικό της «Νύχτας Με Τις Μάσκες», τις κλειστοφοβικές ανάσες του «Ο Σταθμός 13 Δέχεται Επίθεση» ή την αργή μυσταγωγία της «Ομίχλης», η εμπειρία μιας ταινίας του ήταν πάντοτε μοναδική.

Για μια απίστευτη δημιουργική περίοδο που διήρκεσε λιγότερο από μία δεκαετία, ο Τζον Κάρπεντερ υπήρξε ο απόλυτος μαέστρος του τρόμου. Οι ταινίες του ήταν εξαιρετικά απλές, λιτές, γυρισμένες σε κλειστούς χώρους, με ελάχιστα μέσα, ένα λακωνικά γραμμένο σενάριο και καμιά επιτήδευση. Υπήρχε κάτι μονίμως συνωμοτικό, εντούτοις, ανάμεσα σε αυτές και το σκοτάδι της αίθουσας. Το χρησιμοποιούσαν για να γλιστρήσουν ύπουλα από την οθόνη και να τρυπώσουν μέσα σου.

Ολα αυτά φυσικά δεν έχουν μάλλον τίποτα απολύτως να πουν στους νεότερους θεατές. Γι αυτούς ο Τζον Κάρπεντερ θα πρέπει να μοιάζει με σκηνοθέτη της σειράς, ιδίως όταν οι μέρες της αλλοτινής του δόξας μοιάζουν πια τόσο μακρινές που θαρρείς ότι δεν συνέβησαν ποτέ. Τι να τους πει η «Νύχτα Με Τις Μάσκες» μετά τις τόσες απομιμήσεις που γνώρισε; Πόσο αστεία μπορεί να τους φαίνεται η sevent-ίλα που αναδύει η «Απόδραση Από Τη Νέα Υόρκη»;

Σε όλες αυτές τις απορίες ενδέχεται να απαντούν οι παρακάτω σελίδες. Ακόμη όμως κι αν δεν πάρουν πίσω την παραμικρή απάντηση, στέκουν για να θυμίσουν έναν άνθρωπο και μια εποχή που έκαναν το είδος του τρόμου να μοιάζει με βασιλιάς της κινηματογραφικής ζούγκλας.

«Στη Γαλλία είμαι δημιουργός, στη Γερμανία κινηματογραφιστής, στη Βρετανία σκηνοθέτης ταινιών τρόμου και στις ΗΠΑ απλά αλήτης».

Υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να υποστηρίξει κανείς κάθε μια από τις παραπάνω απόψεις σχετικά με τον Τζον Κάρπεντερ. Οσο κι αν οι γνώμες διίστανται όμως, αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς είναι ότι ο Κάρπεντερ υπήρξε μέγας ταινιοφάγος και θαυμαστής των φαινομενικά πιο ασύμβατων μεταξύ τους ειδών. Κι αν το σινεμά του εύλογα αγκαλιάζει με ευλάβεια κλασικά b-movies όπως το «Τhe Creature From The Black Lagoon» και sci-fi εμβλήματα όπως το «Τhe Thing From Another World», η λατρεία του για το γουέστερν και τα είδωλά του, Τζον Γουέιν, Σέρτζιο Λεόνε, Τζον Φορντ και Χάουαρντ Χοκς, φαντάζει λιγότερο αυτονόητη.

Διόλου τυχαία ο «Σταθμός 13 Δέχεται Επίθεση» αποτελεί μια ανορθόδοξη διασκευή του «Ρίο Μπράβο» που σκηνοθέτησε ο τελευταίος. Κάθε ταινία του Τζον Κάρπεντερ βρίθει από αμέτρητες σινεφίλ αναφορές, ενώ δεν παραλείπει να μνημονεύει τα φιλαράκια και συνοδοιπόρους του στις κινηματογραφικές ανατριχίλες, χαρίζοντας τα ονόματά συναδέλφων του όπως ο Τζορτζ Ρομέρο και ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ σε χαρακτήρες των έργων του.

Γεννημένος το 1948, ο Κάρπεντερ γύρισε -σαν παιδί κι αυτός- μια σειρά από φιλμάκια super 8, με τίτλους όπως «Gorgon the Space Μonster» και «Revenge of the Colossal Βeasts», μιμούμενος τα sci-fi έπη της δεκάρας που μεσουράνησαν στα 50s. Ο ίδιος ορκίζεται ότι θα κάνει ότι περνά από το χέρι του για να μη δουν ποτέ το φως της δημοσιότητας και προτιμά να θυμάται ως ξεκίνημα της καριέρας του τα φοιτητικά του χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Κεντάκι, όπου ο πατέρας του δίδασκε μουσική, και το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, όπου έγραψε το σενάριο του βραβευμένου με Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους «Τhe Resurrection Of Broncho Βilly».

Η εμπειρία αυτή στάθηκε η αφορμή να ξεκινήσει, με τον συμφοιτητή του και μελλοντικό σεναριογράφο του «Αlien» και της «Ολικής Επαναφοράς», Νταν Ο Μπάνον, να δουλεύει πάνω σε μια παρωδία επιστημονικής φαντασίας με ήρωες τέσσερις αστροναύτες που είχαν αποστολή να προετοιμάσουν το έδαφος για τον μελλοντικό αποικισμό του διαστήματος. Σταδιακά η ταινία αυτή πήρε διαστάσεις μεγάλου μήκους και από ένα απλό κολεγιακό φιλμάκι γεννήθηκε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο «Dark Star» (1974).

Παρά τη διανομή του στις αίθουσες, το «Dark Star» δεν έφερε τα προσδοκώμενα για τον Κάρπεντερ αποτελέσματα που ήταν μια βροχή προτάσεων από τα στούντιο για να σκηνοθετήσει πολυδάπανα γουέστερν! Οπότε και αναγκάστηκε να βγάλει τα προς το ζην γράφοντας το σενάριο για «Τα Μάτια Της Λόρα Μαρς» και δουλεύοντας σποραδικά στην τηλεόραση.

Ταυτόχρονα υπέγραψε τo -επίσης low budget- «Ο Σταθμός 13 Δέχεται Επίθεση» (1976) που προκάλεσε αίσθηση στο φεστιβάλ του Λονδίνου, τραβώντας την προσοχή του παραγωγού, Μουσταφά Ακάντ, ο οποίος έψαχνε κάποιον για να διεκπεραιώσει μια φτηνή ταινία φρίκης με ήρωα έναν μανιακό δολοφόνο με θύματα μπέιμπι-σίτερ. Γυρισμένη σε 21 μέρες με προϋπολογισμό μόλις 300.000 δολάρια, η «Νύχτα Με Τις Μάσκες» (1978) υπήρξε, όχι απλά μία από τις πιο επιτυχημένες εισπρακτικά ανεξάρτητες ταινίες, αλλά κι ένας σταθμός στο σινεμά τρόμου, προορισμένος να αλλάξει το είδος μια για πάντα. Η επιτυχία του φιλμ προσέφερε στον Τζον Κάρπεντερ μεγαλύτερη οικονομική άνεση για τις επόμενες ταινίες του, «Η Ομίχλη» (1980) και «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη» (1981), με τις οποίες αποχαιρετά σταδιακά τις ανεξάρτητες παραγωγές για να κινηθεί προς τη μεριά των στούντιο.

Σπάνια περίπτωση ανάμεσα στους συναδέλφους του, ο Κάρπεντερ κατάφερε να επιβάλει την παρουσία του ονόματός του στον τίτλο κάθε ταινίας ήδη από την εποχή του «Σταθμού 13». Αλλος ένας λόγος για να τον λατρέψουν οι «σκηνοθετο-κεντρικοί» Γάλλοι, που τον υποδέχτηκαν ως έναν παρεξηγημένο δημιουργό. Γιατί ανέδειξε πρώτος την αξία του b-movie και, ανανεώνοντας τα τέρατα που παραμόνευαν στα φτηνιάρικα σκηνικά τους με έναν πιο ασαφή και γι’ αυτό σύγχρονο και αποτελεσματικό τρόπο, εξαπέλυσε γνήσιο, αρχετυπικό κακό, που μπορεί όμως συχνά να μην πηγάζει από το έξω διάστημα, αλλά από μέσα μας. Αν και μερικές φορές το ένα δεν αποκλείει το άλλο.

Την άλλη όψη, όμως, του νομίσματος αποκάλυψε κυνικά ο ίδιος ο Τζον Κάρπεντερ, όταν κάποτε ρωτήθηκε γιατί πια τόση εμμονή με το όνομά του στον τίτλο: «Γιατί, ποιος άλλος θα έκανε αυτές τις ταινίες;». Αλήθεια, ποιος άλλος θα ανακάτευε σλάπστικ κωμωδία, ρομαντική κομεντί, θορυβώδη δράση και ανατολίτικες, πολεμικές τέχνες σε μια ηχηρή εξτραβαγκάντζα με τίτλο «Χαμός στην Τσάινα Τάουν», σαν αυτές που ούτε καν η βιομηχανία του Χονγκ Κονγκ δεν είχε γεννήσει ακόμη συνειδητά με ταινίες όπως το «Chinese Ghost Story».

Ο «Χαμός Στην Τσάινα Τάουν» (1986) αγνοήθηκε κι αυτός από κοινό και κριτικούς, όμως ο Κάρπεντερ αντί να δεχτεί προτάσεις, όπως το «Χρυσό Παιδί», το «Τop Gun» και η «Ολέθρια Σχέση» (γιατί του θύμιζε υπερβολικά το «Ρlay Misty For Μe» του Κλιντ Ιστγουντ), που θα άλλαζαν για πάντα το κασέ και την περιθωριακή του δράση, αποφάσισε να επιστρέψει στις ρίζες του. Εκεί που ανήκε πάντα. Στον φτηνό αλλά πιο αποτελεσματικό τρόμο των πολυαγαπημένων του b-movies με τον «Πρίγκιπα Του Σκότους» (1987) και το «Ζουν Ανάμεσά Μας» (1988).

Οι ταινίες τρόμου δεν πρέπει να έχουν happy end. Η καριέρα του Κάρπεντερ πήρε την κατιούσα, αδυνατώντας όπως οι περισσότεροι σκηνοθέτες του είδους που μεγαλούργησαν στα 70s να προσαρμοστεί στη νέα εποχή των ακριβών ψηφιακών εφέ και των αμέτρητων «μπου!». Συνεχίζει όμως, ακόμη και σε αποτυχίες, όπως τα πρόσφατα «Vampires» (1998) και «Φαντάσματα Του Αρη» (2001) να παντρεύει τη μυθολογία της Αγριας Δύσης με τα guilty pleasures των drive-in κινηματογράφων, αφήνοντας μια επιπλέον νοσταλγική παρακαταθήκη δίπλα στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών.

Μπορεί οι ταινίες του Τζον Κάρπεντερ να προκάλεσαν ρίγη ανατριχίλας σε εκατομμύρια ανθρώπους για τον ίδιο όμως έγιναν αφορμή να γνωρίσει τους τρεις μεγάλους έρωτες της ζωής του. Με τον πρώτο, την Εϊντριεν Μπαρμπό, γνωρίστηκε στα γυρίσματα της «Ομίχλης» όπου εκείνη πρωταγωνιστούσε και παντρεύτηκαν για να χωρίσουν πέντε χρόνια αργότερα.

Ο δεύτερος, η Σάντι Κινγκ, ξεσκόνιζε σενάρια για λογαριασμό του Κόπολα και άλλων ανεξάρτητων σκηνοθετών, για να προαχθεί μετά το γάμο τους σε μόνιμη παραγωγό του. Τα εύσημα της πιο μακροχρόνιας σχέσης του Κάρπεντερ κατέχει ωστόσο ο… Κερτ Ράσελ. Οι δυο άνδρες γνωρίστηκαν το 1979 στην τηλεοπτική βιογραφία «Εlvis» με θέμα της ζωή του βασιλιά του rock n roll, και από τότε ο Ράσελ κατέχει δικαιωματικά τον τίτλο της επίσημης μούσας του σκηνοθέτη, ερμηνεύοντας τον macho πρωταγωνιστικό ρόλο σε πέντε ταινίες του.

 

Σχόλια

Exit mobile version