Ο Όρσον Γουέλς αποδεικνύει με τη ζωή του ότι η ευφυία και το ταλέντο δε φέρνουν πάντα την ευτυχία.
Καλησπέρα, κυρίες και κύριοι. Το όνομά μου είναι Όρσον Γουέλς. Είμαι ηθοποιός. Είμαι συγγραφέας. Είμαι παραγωγός. Είμαι σκηνοθέτης. Είμαι μάγος. Έχω εμφανιστεί στη σκηνή και στο ραδιόφωνο. Γιατί υπάρχουν τόσο πολλοί από μένα και τόσο λίγοι από εσάς;
Ο Τζορτζ Όρσον Γουέλς γεννήθηκε στις 6 Μαΐου 1915 στην Κενόσα του Γουισκόνσιν. Ο πατέρας του ήταν γανωματής και εφηύρε τα σκεύη συσσιτίου του αμερικανικού στρατού. Η μητέρα του ήταν πιανίστρια. Ο γιος τους ήταν γεννημένος σόουμαν και παιδί θαύμα.
“Ήμουν κακομαθημένος με έναν πολύ περίεργο τρόπο ως παιδί, γιατί όλοι μου λέγαν, από τη στιγμή που ήμουν σε θέση να ακούσω, ότι ήμουν απολύτως θαυμάσιος, και ποτέ δεν άκουσα μία αποθαρρυντική λέξη για χρόνια, βλέπετε. Δεν ήξερα τι είχα μπροστά μου.”
Σύμφωνα με ρεπορτάζ εφημερίδων, ο Όρσον Γουέλς σε ηλικία δύο ετών μπορούσε να συνομιλεί σαν ενήλικας. Στα τρία του πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή, στα οκτώ ζωγράφιζε κι έκανε τρυκ και στα δέκα μάγευε το κοινό στην παράσταση “Ο Ανδροκλής και το λιοντάρι”, όπου έπαιζε και τους δύο ρόλους. Ως και κουνέλι ντύθηκε για μια ρεκλάμα σε κάποιο κατάστημα του Σικάγο.
Όταν χώρισαν οι γονείς του, ο Όρσον Γουέλς πέρασε στη φροντίδα συγγενών και κηδεμόνων. Μπήκε οικότροφος στην προοδευτική Σχολή Αρρένων Τοντ στο Ιλινόις, όπου τελειοποίησε τη σκηνική του παρουσία και τη δεινότητά του ως μάγος. Έπειτα ταξίδεψε για χρόνια στην Ευρώπη και ζούσε πουλώντας τους πίνακές του σε τουρίστες.
Το 1934 συνάντησε τον παραγωγό και ηθοποιό Τζον Χάουσμαν, που έγινε μέντορας και ταυτόχρονα βασανιστής του για δύο δεκαετίες. Ο Γουέλς κάποτε σ’ έναν καβγά, του πέταξε στο κεφάλι ένα κουτί καυσίμων που είχε πάρει φωτιά.
Ο Χάουσμαν τον έφερε σε επαφή με τον θεατρικό κόσμο της Νέας Υόρκης, που αποτέλεσε θαυμάσιο σκηνικό για τις τρελές του ιδέες, μεταξύ των οποίων μια αφρικανική εκδοχή του Μακβέθ με μαύρους ηθοποιούς. Οι δυο τους ίδρυσαν το θέατρο Μέρκιουρι και το 1938 παρουσίασαν στο ραδιόφωνο τον “Πόλεμο των Κόσμων” του Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς, προξενώντας πανικό στις ΗΠΑ με την αναγγελία επίθεσης από εξωγήινους και κάνοντας διάσημο τον 23χρονο Όρσον Γουέλς.
Το 1941, έχοντας γυρίσει μόλις μια-δυο ταινίες μικρού μήκους που δεν είχαν προβληθεί, ο Γουέλς έκανε τον Πολίτη Κέιν. Σήμερα η ταινία είναι αναγνωρισμένη ως μία από τις πλέον σημαντικές στην ιστορία του κινηματογράφου, τότε όμως διέλυσε την καριέρα του.
Οι εφημερίδες τον έθαψαν, επειδή είχε πλάσει ένα διόλου κολακευτικό πορτραίτο του μεγιστάνα του Τύπου Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ και πολλές αίθουσες αρνήθηκαν να το προβάλουν. Η ταινία πάτωσε και άργησε να αναγνωριστεί από την κριτική. Ο ίδιος κατηγορήθηκε για κολοσσιαίο εγωισμό του και γιατί προσπάθησε να κάνει πάρα πολλά σε πολύ νεαρή ηλικία.
“Αν θέλετε ένα happy ending, αυτό εξαρτάται, βέβαια, από το πού θα σταματήσετε την ιστορία σας.”
Για τα επόμενα 45 χρόνια της ζωής του, ο Γουέλς πλήρωνε τα σπασμένα. Καθώς ποτέ πια δεν του εμπιστεύθηκαν τον πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο των ταινιών του, γύρισε ατελή αριστουργήματα, συναρπαστικές ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού που ξεπερνούσαν τις προσδοκίες και ελάχιστες αποτυχίες που σήμερα εκτιμούνται μόνο από σκληροπυρηνικούς σινεφίλ ή από σκηνοθέτες.
Για να ανταπεξέλθει στον επικούρειο βίο του, στράφηκε σταδιακά στην ηθοποιία. Προς το τέλος της ζωής του, ο Γουέλς ήταν μια αυτο-παρωδία. Απίστευτα παχύς, πασίγνωστος για τη φωνή του, εμφανιζόταν μεθυσμένος στην τηλεόραση και παρίστανε τη γραφική ιδιοφυία. Κράδαινε πούρα, αναπολούσε την ερωτική του ζωή κι ενίοτε έκανε μαγικά κόλπα σε διάφορα σόου.
Έπαιζε συχνά πλάι σε ιδιότυπες παρτενέρ όπως η Πία Ζαντόρα ή και η Μις Πίγκι, ενώ ο ιδιωτικός του βίος βυθιζόταν στην παράνοια. Ανίκανος, μόνος και δυσκίνητος από το πάχος, περιφερόταν στο κρησφύγετο του στο Λόρελ Κάνιον με μια τεράστια κελεμπία και ούρλιαζε στον βοηθό του. Κάποτε ζήτησε ένα ψαλίδι από τον υπηρέτη του. “Τι να το κάνετε”, ρώτησε ο νεαρός. “Για να στο μπήξω”, είπε ο Γουέλς.
Στις 10 Οκτωβρίου 1985, ο καταπονημένος Όρσον Γουέλς έκανε την τελευταία του εμφάνιση σε talk show, όπου θυμήθηκε πάλι κάποια ανέκδοτα από τις παλιές μέρες του θεάματος, επέστρεψε σπίτι του, έπαθε καρδιακή προσβολή και δύο ώρες αργότερα πέθανε.
“Μη ρωτάτε τι μπορείτε να κάνετε για τη χώρα σας. Ρωτήστε τι έχει για μεσημεριανό.”
“Ο γιατρός μού είπε να κόψω το δείπνο για τέσσερις”, παρατήρησε κάποτε ο Γουέλς, “εκτός κι αν συμμετέχουν άλλοι τρεις”. Ήταν σωστός Γαργαντούας, όπως το πιο διάσημο δημιούργημά του, ο Τσαρλς Φόστερ Κέιν. Είχε φτάσει τα 180 κιλά.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, το πάχος σε συνδυασμό με την πλατυποδία τον δυσκόλευε στην κίνηση. Οι αστράγαλοι του έτριζαν κάτω από το βάρος του και έχουν κυκλοφορήσει φήμες ότι κάποτε σφηνώθηκε μέσα στο αυτοκίνητό του και χρειάστηκε να το διαλύσουν για να καταφέρουν να τον βγάλουν. Μολονότι στην τηλεόραση έπαιζε τον χαρωπό χοντρούλη, ο Γουέλς ήταν τρομερά ευαίσθητος σ’ αυτό το θέμα…
“Αν δεν υπήρχαν οι γυναίκες θα καθόμασταν ακόμα οκλαδόν σε μια σπηλιά τρώγοντας ωμό κρέας, γιατί δημιουργήσαμε τον πολιτισμό, προκειμένου να εντυπωσιάσουμε τις κοπέλες μας. “
Το φαγητό δεν ήταν όμως το μόνο πάθος του. Ο Όρσον Γουέλς ήταν και μέγας γυναικάς, με αδυναμία σ’ ένα συγκεκριμένο είδος γυναικείων εσωρούχων. Λόγω της ιδιοτροπία του, ψώνιζε ο ίδιος γυναικεία εσώρουχα στις ερωμένες του, κατά προτίμηση από την μπουτίκ Joel Parks, στο Μπέβερλι Χιλς.
Η τάση του Γουέλς να κοιμάται με γυναίκες άλλων, ενίοτε τον έβαζε σε μπελάδες. Κάποτε κόντεψε να του στοιχίσει τη ζωή. Όταν γύριζε μια ταινία στη Βραζιλία το 1942, ένας ζηλιάρης σύζυγος τον πυροβόλησε απ’ το παράθυρο, ενώ ήταν ξαπλωμένος. Οι σφαίρες σφήνωσαν στο κεφαλάρι του κρεβατιού.
Ντυμένος μόνο με ένα μεταξωτό κιμονό, ο Γουέλς έπεσε μπρούμυτα και σύρθηκε για να αποφύγει τα πυρά. Πήγε σε ένα κοντινό ξενοδοχείο και τηλεφώνησε σ’ έναν γνωστό του που κατείχε κυβερνητικό πόστο, για να του διαθέσει αστυνομική προστασία.
Αντ’ αυτού, εκείνος του είπε να πάει σ’ ένα μπορντέλο για να ηρεμήσει. Ο Γουέλς υπάκουσε και, πάντα φορώντας μόνο ένα κιμονό, πήγε στο πλησιέστερο μπορντέλο πολυτέλειας για μια νύχτα σεξοθεραπείας. Αργότερα θυμόταν το συγκεκριμένο όργιο ως το καλύτερο της ζωής του. “Τίποτε δεν βελτιώνει την απόδοση όσο ένας πυροβολισμός”, ισχυριζόταν….
“Δεν υπάρχει βιογραφία τόσο ενδιαφέρουσα, όπως αυτήν στην οποία ο βιογράφος είναι παρών. “