Αυτή τη φορά δε θα καταπιαστώ με ένα θέμα που αφορά την εγχώρια πολιτική σκηνή ή ένα σοβαρό κοινωνικό θέμα αλλά αντιθέτως επέλεξα να γράψω ένα άρθρο αφιερωμένο σε έναν τεράστιο καθηγητή (αυτό θα το θεωρούσε σίγουρα ειρωνικό σχόλιο για τα κιλά του και θα μου την «έλεγε») που έφυγε από την ζωή αιφνίδια, ακριβώς έναν χρόνο πριν. Ο λόγος για τον Σταύρο Κωνσταντακόπουλο, ο οποίος ήταν επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο όπου δίδασκε Πολιτική Θεωρία.
Ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έκανε μεταπτυχιακό στο Παρίσι (Paris II, Doctorat d’ Etat). Από το 1992 ως το 2003 δίδαξε στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Από το 2003 μέχρι και τις αρχές του 2015 δίδαξε στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Συνέγραψε το βιβλίο «Ατομικισμός, επανάσταση και δημοκρατία» σχετικά με την πολιτική θεωρία του Τοκβίλ, ενώ αρθρογραφούσε στα περιοδικά “Αξιολογικά”, “Σύγχρονα Θέματα”, “Δοκιμές”, “Νέα Εστία”, “Πολίτης” καθώς και στην “Εφημερίδα των Συντακτών” και την “Αυγή”.
Από τα φοιτητικά του χρόνια συμμετείχε στο κίνημα της Αριστεράς, ως στέλεχος της Ε.Κ.Ο.Ν.- ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ. Ήταν επίσης μέλος της Κ.Ε. του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και συντονιστής της Οργάνωσης των Πανεπιστημιακών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Η κατάσταση στην εξόδιο τελετή που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα καθώς και στην ταφή στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ακράτα, ήταν βαριά φορτισμένη. Φίλοι, συνάδελφοι, αλλά και φοιτητές του Σταύρου μαζεύτηκαν μια ακόμη φορά για να του πουν το τελευταίο αντίο. Παντού κυριαρχούσε η θλίψη και το γιατί. Γιατί μας άφησε τόσο νωρίς; Τα δάκρυα στα μάτια των περισσοτέρων ήταν εμφανή όπως εμφανής ήταν και η λύπη όλων ανεξαιρέτως για τον χαμό ενός τόσο σπουδαίου ανθρώπου. Ανάμεσα σ’ εκείνους που ήρθαν ν’ απονείμουν φόρο τιμής στον Σταύρο ήταν και ο Πρωθυπουργός της χώρας, Αλέξης Τσίπρας, καθώς και πολλά από τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Χρόνια συνοδοιπόροι και συναγωνιστές στους αγώνες της Αριστεράς δεν μπορούσαν να λείπουν από μια τέτοια στιγμή.
Όσο ήμουν φοιτητής στο προπτυχιακό επίπεδο του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου είχα την χαρά και την τιμή να γνωρίσω από κοντά τον Σταύρο Κωνσταντακόπουλο. Στην αρχή είχαμε μια μικρή κόντρα λόγω των διαφορετικών μας προτιμήσεων σε ποδοσφαιρικές ομάδες. Ο Σταύρος ήταν λάτρης του Ολυμπιακού ενώ εγώ της ΑΕΚ. Μάλιστα, θυμάμαι ενδεικτικά ότι είχαμε μάθημα κάποια στιγμή μια μέρα μετά τον αγώνα Ολυμπιακός-ΑΕΚ όπου είχε υπερτερήσει η ΑΕΚ. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να πάω στο μάθημα με κασκόλ της ΑΕΚ. Το τι ειπώθηκε μεταξύ μας εκείνη την μέρα κατά τη διάρκεια του μαθήματος το αφήνω στην φαντασία σας. Η πρώτη φορά που μιλήσαμε οι δυο μας μετά από ένα μάθημά του, ενώ βρισκόμουν στο πρώτο έτος των σπουδών μου, ήταν χαρακτηριστικότατη για το πώς θα κυλούσαν τα πράγματα μεταξύ μας. Σας παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα του διαλόγου που είχαμε: – Κύριε Σταύρο, θα μπορούσα να σας κάνω μια ερώτηση; – Τι κύριε Σταύρο ρε μ@#$κα; Ή Σταύρο θα με λες ή κύριο Κωνσταντακόπουλο. – Μπορώ να σας λέω Σταυρούλη; -Ακόμα καλύτερα.
Όσο περνούσε ο καιρός και αρχίσαμε ν’ αποκτούμε περισσότερη οικειότητα ο ένας με τον άλλον, τα αστεία μέσα στο μάθημα έδιναν και έπαιρναν. Διάφοροι συμφοιτητές μου, με σταματούσαν στην σχολή και μου έλεγαν «Δεν χάνουμε μάθημα όταν είσαι εσύ με τον Κωνσταντακόπουλο γιατί ξέρουμε ότι θα γελάσουμε σίγουρα». Βέβαια, ο Σταύρος, δεν είχε ανάγκη εμένα. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε τρομερή αίσθηση του χιούμορ αλλά και μεγάλα επίπεδα αυτοσαρκασμού. Απλά εγώ ήμουν συνήθως εκείνος ο φοιτητής που τον τσιγκλούσε και του έδινε αφορμή για περαιτέρω αστεία σχόλια κατά τη διάρκεια του μαθήματος. Κάποιες φορές ίσως να ξέφευγα λιγάκι και να του χαλούσα το μάθημα αλλά εκείνος φρόντιζε πάντα να με βάζει στη θέση μου συνήθως με κόσμιο τρόπο και χωρίς να μου την «λέει» πολύ. Συνήθως.
Το ιδιαίτερο χιούμορ του όμως δεν ήταν το μόνο πράγμα που απάρτιζε την πολυσύνθετη προσωπικότητά του. Ο Σταύρος ήταν ένας άνθρωπος με βαθύ δημοκρατικό φρόνημα, με πολλές γνώσεις, που δεν σταματούσε ποτέ να διαβάζει και ν’ ασχολείται με την εγχώρια -και όχι μόνο- πολιτική σκηνή της χώρας μας. Προσπαθούσε μέσα από τα μαθήματα του να μας διδάξει έννοιες όπως ο αλτρουισμός, η αλληλεγγύη στον συνάνθρωπο μας και γενικά να μας εμφυσήσει μια ιδεολογία όπου το να κοιτάμε μόνο την πάρτη μας δεν πρέπει να είναι ο δρόμος που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε. Υπέρμαχος του δημόσιου πανεπιστημίου, μας προέτρεπε να διαβάζουμε το οτιδήποτε αρκεί να διαβάζουμε κάτι, όπως έλεγε. Μας δίδασκε ότι η γνώση είναι το πιο πανίσχυρο όπλο που έπρεπε να κραδαίνουμε για να βγούμε πανέτοιμοι μια μέρα στην αγορά εργασίας.
Ο Σταύρος ήταν ένας άνθρωπος με τον οποίο δεν μπορούσες ν’ αντιπαρατεθείς εύκολα. Στις σπάνιες περιπτώσεις που δεν είχε δίκιο, με τα επιχειρήματά του σε έκανε ν’ αμφιβάλλεις στην τελική αν έχεις εσύ δίκιο! Το πλούσιο λεξιλόγιό του καθώς και η μεγάλη ευρυμάθειά του καθιστούσαν δύσκολο σε κάποιον να μπορέσει να τα βγάλει εύκολα πέρα μαζί του. Σε κάποια άλλη συζήτηση μας πάλι, τον είχα αποκαλέσει «αρσενική Λιάνα Κανέλλη» και η απάντηση που έλαβα ήταν «Εγώ δεν σε έβρισα». Πληρωμένη απάντηση όπως άρμοζε σε έναν -ειρωνικό με το γάντι- Σταύρο Κωνσταντακόπουλο. Ήταν πάντα ετοιμόλογος και μπορούσε να συζητήσει μαζί σου για οποιοδήποτε θέμα. Πολλές φορές μόλις τελείωνε το μάθημα ή και στα διαλλείματα συζητούσαμε για ξένες τηλεοπτικές σειρές. Συνήθιζε να βλέπει πολλές μέχρι τα άγρια χαράματα. Μου είχε προτείνει κι εμένα αρκετές. Εννοείται πως έβλεπα ότι μου πρότεινε. Πολλές φορές ίσως όχι γιατί μου άρεσαν και μένα, απλά και μόνο για να έχω κάτι παραπάνω να συζητάω μαζί του.
Κάθε φορά που έβλεπα στο πρόγραμμα μου ότι είχα μάθημα με τον Σταύρο απλά δεν έβλεπα την ώρα για να κατέβω στο Πάντειο. Δεν το έβλεπα καν σαν μάθημα. Το έβλεπα σαν μια ευκαιρία να μάθω κάποια πράγματα από έναν άνθρωπο που είχε το χάρισμα να στα μεταδίδει χωρίς να καταντάει βαρετός ή ανιαρός. Μπορούσε πανεύκολα να εκλαϊκεύσει βαριές επιστημονικές έννοιες και να τις κάνει κατανοητές σε όλους μας. Κάθε φορά που μιλούσε για τον Τοκβίλ το πρόσωπο του έπαιρνε μια άλλη έκφραση. Όπως είχε παραδεχθεί πολλές φορές και ο ίδιος, ήταν ο αγαπημένος του πολιτικός στοχαστής. Σε μια από τις τελευταίες συνομιλίες που είχαμε μου είχε πει πως το βιβλίο που είχε αρχίσει να συγγράφει με τίτλο «Νεοφιλελευθερισμός και Δημοκρατία» δεν πήγαινε και πολύ καλά πράγμα το οποίο τον άγχωνε πολύ. Έπινε πάρα πολλούς καφέδες τη μέρα όπως μας είχε εκμυστηρευτεί και ο ίδιος σε κάποια από τα μαθήματά του πράγμα που τον καθιστούσε μόνιμα σε μια κατάσταση υπερέντασης.
Γράφοντας και αφιερώνοντας όλες αυτές τις λέξεις στη μνήμη του Σταύρου, μου έχουν έρθει παράλληλα πολλές άλλες ιστορίες που δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί σας γιατί το άρθρο θα καταστεί πολύ μεγάλο και βαρετό στο να το διαβάσει ολόκληρο κάποιος. Και αυτά τα λέω ελπίζοντας πως κάποιος αναγνώστης που έχει φτάσει μέχρι εδώ δεν έχει ήδη βαρεθεί να διαβάζει. Απλά έκρινα σκόπιμο, με αφορμή την συμπλήρωση ενός χρόνου από τον ξαφνικό χαμό αυτού του Δασκάλου με δέλτα κεφάλαιο, να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις μου για το πώς τον έβλεπα εγώ ο ίδιος αλλά και για να υπάρχει ένα κείμενο που θα μου θυμίζει όλα αυτά που πέρασα μαζί του. Εκείνος σίγουρα θα με ειρωνευόταν αν ήξερε ότι αφιέρωσα λίγο από τον χρόνο μου για να γράψω κάποια πράγματα γ’ αυτόν αντί να κάτσω να διαβάσω παραδείγματος χάρη.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι ο Σταύρος μας άφησε μια περίοδο όπου η παρουσία του και η ανάμειξη του στα πολιτικά δρώμενα της χώρας μας θα ήταν άκρως απαραίτητη αλλά και άκρως σημαντική. Μπορούσε ακόμα να προσφέρει πάρα πολλά. Ήδη βέβαια είχε κατορθώσει να προσφέρει πολλά. Αγωνιζόταν διαρκώς για ένα δημόσιο πανεπιστήμιο όπου οι φοιτητές θα μπορούσαν να έχουν απεριόριστη πρόσβαση στην γνώση και τη μάθηση. Νοιαζόταν και αγαπούσε πολύ τους φοιτητές του και ήθελε μόνο να τους βλέπει να προοδεύουν. Μας έχει αφήσει παρακαταθήκη τα συγγράμματά του καθώς και όλα εκείνα που με προσήλωση ακούγαμε όλοι στα μαθήματά του.
Σταύρο, μπορεί να έχεις φύγει ένα χρόνο τώρα αλλά θα ζεις για πάντα μέσα στις καρδιές μας μέσω όλων εκείνων που μας δίδαξες. Το σημαντικότερο: να είμαστε πρώτα και πάνω απ’ όλα άνθρωποι. Κάτι που φαίνεται να έχει ξεχαστεί σήμερα. Και που ξέρεις; Ίσως μια μέρα σε ανταμώσω και πάλι από κοντά. Τότε θα σου πω όλα εκείνα που δεν πρόλαβες να δεις και να σχολιάσεις με τον καυστικό και πύρινο λόγο σου.