Μπέρτολτ Μπρεχτ
γράφει ο Σπύρος Γούλας
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
γράφει η Μαρία Στρατήγη
Ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι γεννήθηκε στις 19 Ιουλίου 1893 και 37 χρόνια αργότερα, στις 14 Απριλίου 1930, αυτοκτόνησε. Θεωρείται ένας από τους κατεξοχήν εκπροσώπους του Ρωσικού Φουτουρισμού στις αρχές του 20ου αιώνα. Από πολύ μικρός ανέπτυξε ένα πάθος για τη Μαρξιστική θεωρία, ενώ το 1908 έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος. Θεωρείται ο κύριος εκπρόσωπος των Ρώσων Φουτουριστών, ο κύκλος των οποίων εξέδωσε το 1912 μανιφέστο με τίτλο «Χαστούκι στο γούστο του κοινού». Από πολύ νωρίς η ποίηση του ήταν επιθετική, προκλητική, καθώς και με έντονα στοιχεία υπεροψίας, υπερβολής και αυτοαναφοράς. Με το ξέσπασμα, όμως, της Οκτωβριανής επανάστασης ο Μαγιακόφσκι τάσσεται με κάθε τρόπο στο πλευρό των Μπολσεβίκων. Οραματιζόταν μια καλλιτεχνική αναγέννηση, η οποία πίστευε πως θα πραγματοποιούνταν μέσω της τσαρικής ανατροπής. Με στρατευμένα ποιήματα («Ωδή στην Επανάσταση», «Ξελασπώστε το μέλλον», «Αριστερή Πορεία») εξυμνεί την Επανάσταση, αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζει κι ένα ουμανιστικό όραμα για την ανατροπή του κατεστημένου το οποίο εκφράζεται με μια πρωτοποριακή στιχουργία. Ήταν ένας από του ελάχιστους σοβιετικούς συγγραφείς που του επετράπη να ταξιδεύει ελεύθερα ως ανταποκριτής σοβιετικών εφημερίδων, γεγονός που επηρέασε τα έργα του. Μετά την αυτοκτονία του, ο σοβιετικός τύπος επιτέθηκε στον ποιητή, ο οποίος τον χαρακτήρισε «φορμαλιστή» και «συνοδοιπόρο» και όχι «Καλλιτέχνη του Λαού», όπως συνηθιζόταν για τους στρατευμένους καλλιτέχνες. Σε μια προσπάθεια αποκατάστασης του ονόματος του ποιητή, ο Στάλιν τον χαρακτήρισε τον ως τον «Καλύτερο και πιο ταλαντούχο ποιητή της σοβιετικής μας εποχής».
Επίκαιροι Αμίλητοι
Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες περί δημοκρατικής τάξης,
ανάμεσά μας οι αμίλητοι ζούνε.
Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
των ανυπόταχτων τα μούτρα τσαλακώνουν.
Ετούτων των αμίλητων το πετσί,
περίεργα θα ’λεγες είναι φτιαγμένο.
Τους φτύνουνε καταπρόσωπο
κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά το πρόσωπο το φτυμένο.
Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
και που το παράπονό τους να πούνε;
Απ’ του μισθού τα ψίχουλα,
πώς να αποχωριστούνε;
Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.
Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!
Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δε μας μένει
Ναζίμ Χίκμετ
γράφει η Κατερίνα Αδαμοπούλου
Η ποίηση δεν γνωρίζει σύνορα και απόδειξη τούτου αποτελεί η λογοτεχνική συνεισφορά του Τούρκου ποιητή, Ναζίμ Χικμέτ [Nâzım Hikmet], που αγωνίστηκε, με όπλο του μονάχα τους στίχους των ποιημάτων του, για να διαδώσει τα πανανθρώπινα ιδανικά της ειρήνης και της ελευθερίας.
Ο Χικμέτ γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου του 1902 στη Θεσσαλονίκη, σε νεαρή ωστόσο ηλικία εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το πρώτο του ποίημα θα εκδοθεί, κατά το 1918, φέροντας την υπογραφή κάποιου Μεχμέτ Ναζίμ. Ο τουρκικός πόλεμος της Ανεξαρτησίας, τον βρίσκει ενταγμένο στον στρατό του Κεμάλ Ατατούρκ, κάπου στα βάθη της Ανατολίας. Αν και μέλος ενός εθνικού στρατού εγκαταλείπει γρήγορα τις μάχες. Αιτία στάθηκε η μοιραία γνωριμία του με τα συγγράμματα των εμπνευστών του “Κομμουνιστικού Μανιφέστου”, Karl Marx και Engels.
Έχοντας, πλέον, ασπαστεί πλήρως την κομμουνιστική ιδεολογία – το 1922 εγγράφεται στο Κόμμα των Μπολσεβίκων καθώς και στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τουρκίας– ταξιδεύει για σπουδές στη Μόσχα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, θα έρθει σε επαφή με αρκετούς φουτουριστές και κονστρουκτιβιστές καλλιτέχνες και κυρίως με τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, γεγονός που θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το μετέπειτα έργο του. Στα χρόνια αυτά, θα εγκαταλείψει το μέτρο και την ομοιοκαταληξία στα ποιήματα του και θα υιοθετήσει τον ελεύθερο στίχο, που όπως υποστήριζε, αναδείκνυε καλύτερα τον πλούτο της τουρκικής γλώσσας και θα εισάγει στα τουρκικά γράμματα καινούρια θέματα προς ποιητική εξερεύνηση, συντελώντας στην γέννηση ενός νέου λογοτεχνικού ρεύματος.
Και να, τι θέλω τώρα να σας πω
Μες στις Ινδίες, μέσα στην πόλη της Καλκούτας,
φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο.
Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο `κει που εβάδιζε.
Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι
να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε, τ’ άστρα είναι μακριά
κι η γη μας τόση δα μικρή.
Ε, το λοιπόν, ό,τι και να είναι τ’ άστρα,
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό,
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο,
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει,
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε.
Η επιστροφή του στη Τουρκία [1928] θα συνοδευτεί με ένα αέναο κυνήγι μαγισσών με τις τουρκικές αστυνομικές αρχές, που θα λήξει μόνο με τον θάνατό του. Κάθε ποίημα ή δράση του, θα διώκεται από το κράτος ως προδοτικό, επαναστατικό ή επικίνδυνο. Σε όλη του τη ζωή, o Ναζίμ Χικμέτ θα βρίσκεται σε μια αίθουσα δικαστηρίου, για να απολογείται για τα ποιήματα και την ιδεολογία του. Σε μια από τις άπειρες απολογίες του ενώπιον της τουρκικής δικαιοσύνης είχε δηλώσει, “Είμαι ένας κομμουνιστής ποιητής και κάθε μέρα προσπαθώ να γίνω καλύτερος κομμουνιστής και καλύτερος άνθρωπος.” Το 1940 μετά από αλλεπάλληλες δίκες θα οδηγηθεί στη φυλακή της Προύσας, όπου θα παραμείνει για 12 σχεδόν χρόνια. Παράλληλα θα του αφαιρεθεί η τουρκική ιθαγένεια, την οποία θα ανακτήσει μετά θάνατον με υπουργικό διάταγμα. Στο διάστημα της φυλάκισής του, τα έργα του θα ωριμάσουν ποιητικά και η γλώσσα του γίνεται πιο απλή.
Η περιπέτειά μου άρχισε
μια νύχτα που το χιόνι έφτανε ως τα γόνατα,
με τράβηξαν απ’ το τραπέζι του δείπνου,
με πέταξαν σ’ ένα περιπολικό,
με πακετάρισαν σ’ ένα τρένο
και μ’ έκλεισαν σ’ ένα δωμάτιο.
Εδώ και τρεις μέρες συμπληρώθηκαν εννιά χρόνια.
Έπειτα από την αποφυλάκιση του, καταφεύγει πάλι στην Σοβιετική Ένωση, όπου θα παραμείνει μέχρι και τον θάνατό του, το 1963. Κατά την διαμονή του στο ανατολικό μπλοκ, θα συγγράψει και το μοναδικό του μυθιστόρημα, υπό τον τίτλο “Η ζωή είναι ωραία, αδελφέ μου” .
Το καλοκαίρι του 1963, ένα χρόνο αφότου η ΕΣΣΔ τον ανακήρυξε Σοβιετικό πολίτη, η καρδιά του επαναστάτη- ποιητή θα σταματήσει να χτυπάει για πάντα, στις 3 Ιουνίου.
* Αρκετά από τα ποιήματά του Χικμέτ έχουν μελοποιηθεί από τον Τούρκο συνθέτη, Ζουλφού Λιβανελί, ενώ στην Ελλάδα την μελοποίηση των έργων του ανέλαβαν ο Μάνος Λοΐζος και ο Θάνος Μικρούτσικος.
Λουί Αραγκόν
γράφει ο Άκης Δαγλής
Ο Louis Aragon γεννήθηκε το 1897 στο Παρίσι, όπου και απεβίωσε το 1982. Είχε μία πολύ δραστήρια ζωή, και διετέλεσε ποιητής, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος. Η πολιτική του δράση ήταν έντονη ιδίως κατά την διάρκεια σημαντικών ιστορικών γεγονότων, όπως ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος.
Ανατράφηκε από την μητέρα του και την γιαγιά του, ενώ ο πατέρας του δεν τον αναγνώρισε ποτέ σαν γιο του, κάτι που τον στιγμάτισε για όλη του την ζωή, εμφανές και στα γραπτά του. Έμαθε την αλήθεια για την ταυτότητα του πατέρα του στα 19 του, καθώς έφευγε για να πάει στο μέτωπο του Α’ παγκοσμίου πολέμου από το οποίο κανένας (ούτε ο ίδιος) δεν πίστευε πως θα κατάφερνε να γυρίσει πίσω.
Έχοντας αναμειχθεί με τον Ντανταϊσμό από το 1919 ως το 1924, στην συνέχεια έγινε ιδρυτικό μέλος του Σουρεαλισμού το 1924 μαζί με τους Andre Breton και Philippe Soupault. Στην δεκαετία του 20, ο Aragon έγινε συνοδοιπόρος του Γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος στο οποίο και εντάχθηκε το 1927. Στην συνέχεια ξεκίνησε να γράφει στην εφημερίδα του κόμματος και αργότερα, έγινε γραμματέας έκδοσης της εφημερίδας ‘’Commune’’ προσπαθώντας να προσελκύσει διανοούμενους και καλλιτέχνες για κοινή δράση εναντίον του φασισμού. Στην συνέχεια, δέχτηκε πρόσκληση να διευθύνει μαζί με τον συγγραφέα Jean-Richard Bloch την καθημερινή απογευματινή εφημερίδα ‘’Ce soir’’.
Το 1939 παντρεύτηκε την Elsa Trilet, συγγραφέα γεννημένη στην Ρωσία. Η Elsa έγινε η μούσα του την δεκαετία του 40. Οι δύο τους κατά την διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου συνεργάστηκαν με τα Γαλλικά μέσα ενημέρωσης και το 1939 ο Aragon τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό. Μετά την λήξη του πολέμου, ο Aragon έγινε ένας από τους ηγετικούς διανοούμενους αρθρογράφους με πολιτικές ευθύνες στην ‘’Comite National des Ecrivains’’.
Με το τέλος της εφημερίδας ‘’Ce soir’’, το 1953, ο Aragon έγινε διευθυντής του λογοτεχνικού τμήματος της εφημερίδας ‘’L’ Humanite’’, το οποίο τμήμα λεγόταν ‘’Les lettres francaises’’. Ο Aragon υποστηριζόμενος από τον διευθυντή του, ξεκίνησε μία μάχη εναντίον του Σταλινισμού. Το 1956 βραβεύτηκε με το βραβείο Ειρήνης Lenin. Από δω και πέρα, ξεκίνησε έναν σκληρό αγώνα εναντίον την απολυταρχία της Σοβιετικής και στήριξε με ζήλο το κίνημα των μαθητών του Μαΐου του 68. Παράλληλα με την δημοσιογραφική του δράση, διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος του εκδοτικού οίκου ‘’Editeurs francais reunis (EFR)’’.
Το 1972, χωρίς εκδοτικά και συζυγικά καθήκοντα, μπόρεσε πλέον να ξανά – γυρίσει στις σουρεαλιστικές του ρίζες. Τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του, εξέδωσε 2 μυθιστορήματα.
Συνοψίζοντας, η ποιητική δράση του Aragon ήταν ποικίλη. Αναρίθμητα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί και έχουν γίνει διάσημα ως τραγούδια. Ο Aragon, σαν μυθιστοριογράφος, περικλείει όλο τον πολιτισμό του 20ου αιώνα, δηλαδή σουρεαλιστικό μυθιστόρημα, κοινωνικός ρεαλισμός, ρεαλισμός, νέο μυθιστόρημα. Δικαίως χαρακτηρίστηκε σαν μία από τις ιδρυτικές προσωπικότητες του μυθιστορήματος της εποχής του.
Ύπνος βαρύς σαν μόλυβδος: (στον Philippe Soupault)
Ο αγουροξυπνημένος κοιμώμενος ατενίζει τη ζωή με μάτια μικρού παιδιού
Κοιμώμενε πιο σύννεφο σκιάζει το γαλάζιο του μετώπου σου
Ο άνθρωπος κουνάει ένα κεφάλι πιο βαρύ κι από την καταιγίδα
Θα ήθελε να παίξει στις τέσσερις γωνιές μα δεν μπορεί Είν’ ολομόναχος
Η σφαίρα του ήλιου ματαίως του δίνεται
Ματαίως τα γείσα των γεφυρών
Ματαίως
Ο Ερρίκος ο Δ΄ τον προσκαλεί σ’ ένα παιχνίδι κυνηγητό
Ο κόσμος κυλά κατ’ απ’ τα πόδια του και δίπλα του οι περαστικοί έχουν πάντα το ίδιο πρόσωπο
Οι πιο βιαστικοί μοιάζουν πιο νέοι κι οι πιο ηλικιωμένοι βαριούνται τη ζωή τους(2) Βλέποντας την δεν θα πιστεύαμε πως η πόλη δεν είναι από χαρτόνι ούτε πως τα βράδυα Ψεύτικη σαν τις κόρες των ματιών των γυναικών και των επιστήθιων φίλων
Τι κινδύνους διατρέχω Ακίνητος στο παραπέτο του σύμπαντος
Αν ήταν να χαθώ σ’ αυτή τη δαγεροτυπία η όψη των σπιτιών στις οχτώ η ώρα θερινή
Ο ίλιγγος η διακόσμηση γίνονται το πρόσωπο της ζωής
Το πρόσωπο της κόρης εκείνης που τόσο αγάπησα
Για τις παλάμες της τα μάτια της και την ηλιθιότητα της
Πόσο ψευδόσουν υπέροχα τοπίο του έρωτα
Κι εκείνη η μικρή σπηλιά στο κούφωμα των ώμων σου
Και τ’ ανατριχιάσματα που κυλούσαν σαν τις σταγόνες στο πρόσωπο μου
Οργή οργή μα τραγουδούσες με χαμηλή φωνή σαν να ‘σουν η πιο αθώα στη γη
Και δεν έβρισκες παρά σύμφωνα κουφά
Ήχοι τραβηγμένοι από το αίμα για να ονοματίσουν τα χείλη τα χάδια
Ό,τι χόρευε ανάμεσα σε δυο σώματα η φλόγα της επιθυμίας κερί
Το βούισμα των μυγών στα φρούτα είμαι εγώ
Κι όταν αφηνόμουν ελεύθερος άφηνες με νόημα το μπράτσο σου να κρέμεται ώριμο Μπορεί δίχως κόπο να νυστάζει
Δεν είναι νεκρό Κινείται σ’ έναν κόσμο πιο ελαστικό
Μη μου μιλάτε για το φως του ήλιου
Προσμένω την κόρη της ανάμνησης να ξαναγεννηθεί
Τρύπα φρικτή στη μνήμη
Μια λίμνη που μπορεί κανείς να δει ανθρώπους να πνίγονται να καταβυθίζονται να κρατούν από την ασφυξία το λαιμό τους αλλά να μην μπορούν να πιουν ούτε μια
γουλιά νερό
Καμία μεταμέλεια δεν δύναται να σε ξυπνήσει
Κι αισθάνεσαι το κρεβάτι κάτω από τους νεφρούς σου
Ίσαμε και το έσχατο τούτο στήριγμα να κατακρημνιστεί και να κατρακυλήσεις στο κενό Σε μια χώρα του ονείρου υπόγεια
Ξαναπέφτω λοιπόν κι εγώ στα παιδικά μου χρόνια
Τα βιβλία είναι ακόμα πορφυρά και επίχρυσα
Δεν υπάρχει παρά μονάχα μία γραμμή για το μέλλον
Εκεί ανάμεσα στ’ αναρριχητικά φυτά δασών οικείων
Ανάβαμε φωτιές με σπασμένα κλαδιά ξερά κι η πυξίδα έδειχνε ακόμα το Βορρά
Αρκεί οι βαστάζοι να μην εξεγείρονταν
Αρκεί οι κοιμώμενοι να μην ξυπνούσαν
Σώμα μου σε φωνάζω μ’ ένα όνομα που τα χείλη έχουνε λησμονήσει από την πρώτη μέρα της δημιουργίας
Το σώμα μου το σώμα μου είν’ ένας κόκκινος χορός είν’ ένα μαυσωλείο μια πιστολιά στα περιστέρια πίδακας πυρετός
Ποτέ ξανά δεν θα τραβήξω τον νέον αυτόν