Site icon Frapress

Αφιέρωμα στην στρατευμένη ποίηση: Οι Έλληνες (μέρος β’)

Νικηφόρος Βρεττάκος

γράφει η Θάλεια Μητσούλη

 

Μέσα στη σκιά του παρελθόντος, την εποχή της αμφισβήτησης και της διαμαρτυρίας, ανθίζει μία νέα γενιά ποιητών, οι οποίοι αρχικά οραματίστηκαν, έπειτα αγωνίστηκαν εντυπώνοντας κομμάτια της δράσης τους στα ποιητικά τους έργα. Ήταν άνθρωποι οι οποίοι βίωσαν τη λογοκρισία και την απόρριψη, αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους και να χαροπαλέψουν στο όνομα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, έζησαν την Κατοχή και επέλεξαν το δρόμο της αντίστασης, αλλά και ήταν παρόντες όταν το πραξικόπημα έφερε στο πολιτικό προσκήνιο το χουντικό καθεστώς του 1967. Ο φόβος, η ταπείνωση, η εξαπάτηση και η αποξένωση ήταν συναισθήματα τα οποία οδήγησαν στη σύνθεση και διαμόρφωση των ποιημάτων τους, χωρίς όμως να χαθεί η αιώνια ποιητική τους θεματολογία, έρωτας, θάνατος, κοινωνία και διαπροσωπικές σχέσεις.

Το νέο αυτό ποιητικό κίνημα ονομάστηκε στρατευμένη ποίηση, εφόσον υποστηρίχθηκε ότι είναι μια μορφή ποίησης η οποία δημιουργήθηκε με σκοπό να εξυπηρετήσει και να εκφράσει το στρατευμένο όραμα του δημιουργού της, ο οποίος την επιστρατεύεται σε μια προσπάθεια μύησης του αναγνώστη στο ιδεολογικό του τοπίο, το οποίο ήταν συνήθως πολιτικών διαστάσεων. Ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της στρατευμένης ποίησης ήταν ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Γεννημένος την Πρωτοχρονιά του 1912 στην επαρχία, σε ένα χωριό της Λακωνίας, στην ηλικία των δεκαέξι του χρόνων, κλήθηκε να δώσει στην Εμπορική Λέσχη Γυθείου δύο διαλέξεις με θέμα Χριστιανισμός-Μαρξισμός.

Με τις γνώσεις του και το πάθος του στην ενασχόληση του για την ποίηση, δεν άργησε λίγα χρόνια αργότερα να εκδώσει στο κοινό δύο ποιητικές συλλογές  το «Κάτω από σκιές και φώτα» το 1929 και το «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων» το 1933, οι οποίες εγκωμιάστηκαν από τη λογοτεχνική ελίτ της εποχής, σε αντίθεση με το τρίτο έργο του «Ο πόλεμος» το οποίο λογοκρίθηκε από το καθεστώς Μεταξά. Όταν οι Ιταλικές δυνάμεις εισέβαλαν στον ελληνικό χώρο, ο Βρεττάκος με το πέρας της υπηρεσίας του στο στράτευμα, εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και είχε ενεργή θέση στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, αφιερώνοντας κομμάτι της ζωής του στην Εθνική αντίσταση. Έδωσε το “παρών” υπογράφοντας διαμαρτυρίες έναντι αποφάσεων της κυβέρνησης, αλλά η έκδοση του λυρικού του δοκιμίου «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου» προκάλεσε τη διαγραφή του από το ΚΚΕ και την απομάκρυνση του από το περιοδικό στο οποίο υπήρξε διευθυντής.

Μετά την εκλογή του στο Δήμο Πειραιά, πραγματοποίησε ένα ταξίδι στη Μόσχα, όπου είχε προσκληθεί, στα πλαίσια της Παγκόσμιας Συνάντησης Δημοκρατικής Νεολαίας. Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Ο ένας από τους δύο κόσμους» λόγω του οποίου κατηγορήθηκε για νομική παράβαση. Η αυτοεξορία του μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 τον έκανε να εκλείψει μεν από τα ελληνικά δρώμενα, μονοπώλησε δε το ενδιαφέρον σε πολλούς λογοτεχνικούς λάτρεις του εξωτερικού, καθώς τιμήθηκε πολλάκις από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη», το οποίο εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη, το 1969. Γυρνώντας στην Αθήνα το 1974 δέχθηκε μεγάλες τιμές και τα έργα του έφτασαν το ζενίθ της επιτυχίας. Προτάθηκε τετράκις για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, τιμήθηκε από την Ακαδημία των Αθηνών, με το βραβείο Ουράνη και δώδεκα χρόνια αργότερα, ανακηρύχθηκε μέλος της. Ανακηρύχθηκε, ακόμη, επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά, αλλά και επίτιμο μέλος του «Παρνασσού». Το 1991 επισκέφθηκε το πατρικό του, όπου και ξεψύχησε από καρδιακή προσβολή την 4η Αυγούστου.

Η ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου περιέβαλε στη σφαίρα επιρροής του, ποιητικές έννοιες διαχρονικές, αλλά εκείνες που άφησαν το στίγμα τους ήταν αναφερόμενες στην κοινωνική εξισορρόπηση, ανατροπή και αντίσταση. Γνώρισε τον αγώνα πολύ καλά και διαμόρφωσε τον τρόπο γραφής του πάνω σε αυτόν, γι’ αυτό και θεωρείται από τους πρωταγωνιστές στο προσκήνιο της στρατευμένης ποίησηςΔε φοβήθηκε να εκφραστεί μέσα από τα έργα του και να διαδώσει το όραμά του με σκοπό να το δει να υλοποιείται από την κοινωνία, άλλωστε ένας πραγματικός καλλιτέχνης δε θα ρωτήσει ποτέ κάποιον γιατί γράφει ή γιατί πρέπει να γράφει ή για το τι είναι σωστό και λάθος να γράφει.

 

Κώστας Βάρναλης

γράφει η Μαγδαληνή Γκόγκου

Ο Κώστας Βάρναλης, ένας από τους ριζοσπαστικότερους Έλληνες λογοτέχνες και ποιητές, γεννήθηκε το 1883 στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας και σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όταν το 1919 μετέβη στο Παρίσι, άρχισε να μελετά σε βαθύτερο επίπεδο το μαρξισμό και το διαλεκτικό υλισμό. Εργάστηκε ως καθηγητής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών μέχρι το 1926 έτος κατά το οποίο αποπέμφθηκε, λόγω ενός δημοσιεύματος του ποιήματός του “Το φως που καίει” από την εφημερίδα Εστία. Το 1935 εκπροσώπευσε, μαζί με το Δημήτρη Γληνό, την Ελλάδα στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα. Έπειτα, υπέστη την τιμωρία της εξορίας, μαζί με άλλους αριστερούς στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Ο Βάρναλης ήταν Κομμουνιστής, και στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ. Το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο γραμμάτων και τεχνών Λένιν από την ΕΣΣΔ. Δικαιολογημένα του αποδίδονται οι τίτλοι “λυρικός και σατιρικός ποιητής” και “ποιητής του λαού” ενώ η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι η δημοτική. Μεταξύ των δημοφιλέστερων ποιητικών συνθέσεων και συλλογών του είναι τα ακόλουθα: “Το φως που καίει”, “Οι πόνοι της Παναγιάς”, “Οργή λαού”, οι “Σκλάβοι Πολιορκημένοι” ενώ για μία ενδεικτική αναφορά στο πεζογραφικό του έργο παραθέτουμε την “Αληθινή Απολογία του Σωκράτη” και το “Ημερολόγιο της Πηνελόπης”. Ο αριστερός, εξίσου μεγάλος ποιητής και αγωνιστής της Ελλάδας, Γιάννης Ρίτσος, είχε μιλήσει για το Βάρναλη:

“Ποιητή, σ΄ είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας

με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου

σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει.

Σ΄ είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή δίπλα στ΄ αφτί

για ν΄ αφουγκράζεσαι πίσω απ΄ τα τείχη

τη στρογγυλή βουή του ιστορικού αναπότρεπτού ήλιου.

Αυτό τον ήλιο μας έδειξες.”

(Γιάννης Ρίτσος – Αυγή 8-12-1956)

Τάσος Λειβαδίτης

γράφει η Φένια Τσιαλούκη

«Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στην νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ’τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
»

Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι ένας από τους ποιητές που η ζωή του με το έργο του συμβάδισαν σε μεγάλο βαθμό. Θεωρείται ο κατεξοχήν ποιητής της εργατιάς που προσπαθούσε με το έργο του να μιλήσει στην καρδιά των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, των ανθρώπων που πάλευαν καθημερινά για ένα κομμάτι ψωμί και που δεν είχαν την απαιτούμενη καλλιέργεια για να κατανοήσουν κάτι περίπλοκο και αλληγορικό. Παράλληλα, υπήρξε ένας μαχητικός διανοούμενος μέχρι το θάνατο του (έγραφε για πολλά χρόνια στην εφημερίδα «Αυγή»). Ο Λειβαδίτης, λοιπόν, υπήρξε ένας από τους λίγους Έλληνες ποιητές που έγραφε έχοντας ως σκοπό να διαβαστεί από όλους και ιδιαίτερα από απλό κόσμο που δεν ήξερε γράμματα: «τα βιβλία μου, στέρεα και απλά/θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια/ανάμεσα στο ψωμί/και τα εργαλεία του λαού» (Ποιητική) 

Γεννημένος στην Αθήνα το 1922, μεγάλωσε στο Μεταξουργείο και δεν άργησε να εκδηλώσει το ενδιαφέρον του για τα γράμματα και την ποίηση. Το 1940 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Νομική Αθηνών και δεν τις ολοκλήρωσε ποτέ. Ρίχτηκε με σθένος στον αγώνα και ενεπλάκη με τις αριστερές δυνάμεις της χώρας, γεγονός που τον οδήγησε και στην εξορία την τετραετία 1948-1952 στο Μούδρο και στη συνέχεια στη Μακρόνησο, στον Αι-Στρατή και στις φυλακές Χατζηκώστα. Έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για το Ντοστογιέφσκι, ο οποίος άσκησε καθοριστική επιρροή στο έργο του. Η ποιητική συλλογή  «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»(1953) του χαρίζει το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία και παράλληλα τον οδηγεί στο δικαστήριο καθώς θεωρείται «κήρυγμα ανατρεπτικό». Η δίκη λαμβάνει, ωστόσο, πανελλήνιες διαστάσεις και ο ποιητής υπερασπιζόμενος την τέχνη του καταφέρνει να αθωωθεί. Ένα απόσπασμα από τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή:

«ό άνεμος μπερδεύει τις χειρονομίες τα γεγονότα, τα αίματα

μετατοπίζει τα σύνορα κουρελιάζει τους γεωγραφικούς χάρτες

αναποδογυρίζει το άγαλμα της Ελευθερίας και στη θέση του

μπήγει ένα τεράστιο ξύλινο σταυρό

παρασέρνει τα σύννεφα, τα έθνη, τις πυρκαγιές

φυσάει

φυσάει παράξενα απόψε ο άνεμος αλλάζοντας το σχέδιο του κόσμου.»

Ο Τάσος Λειβαδίτης, συνοπτικά, γράφει ποίηση απαλλαγμένη από γλωσσικές φανφάρες και πομπώδεις στοχασμούς και απευθύνεται άμεσα στο λαό, μέσα στα ποιήματα του εξιστορεί τις περιπέτειες που έζησε τόσο κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου όσο και κατά τη Διάρκεια του εμφυλίου, αναφέρεται συνέχεια σε «συντρόφους». Το απάνθρωπο στοιχείο του εγκλεισμού που βίωνε μέσα στο στρατόπεδο έρχονται  σε σύγκρουση με την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα που τον συνέδεε με τους συγκρατούμενους του. Επιπλέον, η Αθήνα αποτελεί πάντα μια ιδιαίτερη πατρίδα, είναι η πόλη της καρδιάς του (εκτός από τα χρόνια της εξορίας πέρασε όλη τη ζωή του εκεί) και δεν κουράζεται ποτέ να αναφέρεται σε αυτήν και τα ιδιαίτερα τοπία της μερικές φορές με κάποια νοσταλγία και άλλοτε με θλίψη και απογοήτευση. Ο έρωτας αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο έργο του και αποτελεί μία πηγή ευτυχίας για τον ποιητή, ο έρωτας είναι το καταφύγιο του σε δύσκολες στιγμές της εξορίας.

«και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι

και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.

 Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.

 Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από  τη στιγμή

που βρίσκουν μια θέση

στη ζωή των άλλων

Παρόλο που συμμετείχε στους πολέμους που βρίσκονταν σε εξέλιξη τότε και στην «κίνηση ιδεών» που υπήρχε, δεν σταμάτησε στιγμή να αντιτάσσεται με πάθος στον παραλογισμό των πολεμικών συγκρούσεων και στην απώλεια των ανθρώπινων ζωών:

«Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις

Χτύπα με αλλού

Μη σημαδέψεις την καρδιά μου.

Κάπου μέσα της βαθιά ζει το παιδικό  σου πρόσωπο.

Μη το λαβώσεις.»

Ουσιαστικά παράγει έργο που συμβαδίζει με τα πολιτικά τεκταινόμενα και δε διστάζει να μιλήσει άνευ συμβολισμών και σχημάτων λόγου και να είναι απλός στο λόγο του. Η τότε επικαιρότητα σε συνδυασμό με τα βιώματα του τροφοδοτούν τη θεματολογία του έργου του. Η επανάσταση για την ανατροπή του υπάρχοντος κόσμου και την ανοικοδόμηση ενός καλύτερου και πιο δίκαιου και ο αδιάκοπος αγώνας για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο αποτελούν το βασικό άξονα της ποίησης του Τ. Λειβαδίτη στην πρώτη ποιητική περίοδο της ζωής του. Εκείνο που είναι αξιοθαύμαστο αν εξετάσει κανείς συνολικά το έργο του Λειβαδίτη είναι  η ποικιλία που υπάρχει: δεν είναι ένας κατεξοχήν στρατευμένος ποιητής, αλλά κάθε φορά η ποίηση του μεταβάλλεται και μεταμορφώνεται, όσο μεγαλώνει γίνεται πιο βαθιά και στοχαστική, εκφράζει φιλοσοφικές ανησυχίες για το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο λόγος του είναι πάντα βαθιά ανθρώπινος, συμμερίζεται τους καημούς και τους προβληματισμούς ενός καθημερινού ανθρώπου της βιοπάλης και ποτέ δεν προσπαθεί να ξεχωρίσει από το πλήθος. Η ποίηση είναι για εκείνον «ένα αίνιγμα από συνηθισμένα λόγια» και φοβάται μήπως υπήρξε «ένας ιδεολόγος χωρίς εισιτήριο». Στα δύσκολα χρόνια της Δικτατορίας αποσύρεται, αποτραβιέται από τον κόσμο και αφήνει την τελευταία του πνοή στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο τον Οκτώβριο του 1988. Πολλά γνωστά του ποιήματα μελοποιήθηκαν κυρίως από το Μίκη Θεοδωράκη και το Μάνο Λοίζο. (Δραπετσώνα-1960, Βρέχει στη φτωχογειτονιά-1960 κτλ)

 

 

Σχόλια

Exit mobile version