Μια απολαυστική συνέντευξη με τον Αλέξη Αλεξίου για την “Τετάρτη 04.45”, την “Ιστορία 52” και το σύγχρονο ελληνικό cinema.
Η τρίτη μου cineύρεση για το Frapress.gr έγινε με τον αξιόλογο και ιδιαίτερα μετρημένο σκηνοθέτη και σεναριογράφο, Αλέξη Αλεξίου. Προσωπικά, ένιωσα να μαθαίνω πολλά στη σύντομη συνάντηση μαζί του, μια συνάντηση που περισσότερο θύμησε masterclass για σκηνοθεσία, παρά συνέντευξη.
Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του “Τετάρτη 04.45” ολοκληρωσε τον κύκλο προβολών της στην Ελλάδα, συνεχίζει το ταξίδι της σε διεθνή φεστιβάλ, ενώ το Γενάρη θα είναι διαθέσιμη σε DVD και Blu-ray.
Γεννηθήκατε στην Αθήνα, σπουδάσατε φυσική και μετά κινηματογράφο. Πείτε μου λίγα λόγια για τους σημαντικούς σταθμούς της ζωής σας που έχουν διαμορφώσει τον κινηματογραφικό σας χαρακτήρα.
Μεγάλωσα βλέποντας σινεμά από πολύ μικρός, οπότε νομίζω πως ό,τι βλέπεις, ειδικά ως παιδί σε επηρεάζει. Υπάρχει μία φράση που λέει ο Tarantino και ισχύει για πολύ κόσμο: «Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τις ταινίες που αγαπούν, και υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τις ταινίες». Εγώ ανήκω στην δεύτερη κατηγορία, μου αρέσει το σινεμά, οπότε το να δώσω μια συγκεκριμένη απάντηση είναι λίγο δύσκολο. Μου αρέσουν τόσα πολλά διαφορετικά πράγματα.
Οι σπουδές στη φυσική επηρέασαν καθόλου την τεχνοτροπία και την τεχνική σας;
Βοηθάει σίγουρα να περνάς μέσα από ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα, από έναν τρόπο σκέψης πιο επιστημονικό ή θετικό. Η φυσική και τα μαθηματικά, οι θετικές τέχνες γενικότερα έχουν ένα πολύ δομημένο τρόπο σκέψης, ο οποίος βοηθάει στη ζωή και στο σινεμά.
Το σινεμά νομίζουμε ότι είναι απλά μια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης. Απαιτεί εντούτοις πάρα πολύ σκληρή, έντονη και συγκροτημένη δουλειά και είναι λίγο σαν τα μαθηματικά. Θέλει μεθοδικότητα.
Όσοι αναφέρονται στην «Τετάρτη 04.45», κάνουν λόγο για στιλιζαρισμένο κινηματογράφο, γκανγκστερικό νουάρ και κοινωνικό σχόλιο. Ποια είναι η δική σας άποψη για την ταινία;
Είναι ένα νουάρ, ένα νέο-νουάρ ή κάποιοι έγραψαν και μετα-νουάρ, γιατί είμαστε πια στην εποχή του μετα-νουάρ. Το νουάρ εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’40 στο αμερικάνικο σινεμά. Από τη δεκαετία του ΄60 και μετά έχουμε το νέο-νουάρ, το οποίο τελειώνει κάπου στην δεκαετία του ΄80. Από τα 90’s και μετά μιλάμε για το μετα-νουάρ.
Σαφώς η ταινία έχει αυτή τη φόρμα. Από μόνη της η λέξη νέο-νουαρ ή μετα-νουαρ σημαίνει ότι έχεις μια ταινία η οποία δεν φλερτάρει με το ρεαλισμό, δεν έχει νατουραλιστική προσέγγιση αλλά μια πολύ πιο στιλιζαρισμένη φόρμα.
Από την άλλη, είναι και μια ιστορία με πολιτική χροιά, όπως συμβαίνει συχνά με τα φιλμ νουάρ, που έχουν έντονα αυτή την πτυχή. Μιλάει για αυτό που συμβαίνει σήμερα, με τον δικό της τρόπο. Έχει ένα καθαρά πολιτικό υπόβαθρο – σχόλιο για αυτό που συμβαίνει γύρω μας.
Η ταινία στήνει έναν γκανγκστερικό κόσμο στη σύγχρονη Αθήνα. Πόσο δύσκολο ήταν να φτιαχτεί ένας τέτοιος κόσμος για το ελληνικό κοινό που δεν έχει συνηθίσει σε τέτοιες ταινίες με ελληνική γλώσσα σε ελληνικό περιβάλλον;
Θέλαμε η εικονογραφία της ταινίας να ξεφεύγει από το ρεαλισμό, γιατί είναι ο συνήθης δρόμος όταν θέλει κάποιος να αφηγηθεί μια ιστορία στην Ελλάδα. Θέλαμε να διαφοροποιηθούμε. Από την άλλη το να φτιάξεις ένα στιλιζαρισμένο νουάρ δεν σημαίνει ότι ξεφεύγεις πλήρως από την πραγματικότητα.
Το νουάρ, σαν είδος, είναι συνυφασμένο με την πόλη, με την εικόνα, την αρχιτεκτονική, τη γεωγραφία, την τοπογραφία της πόλης. Θέλαμε πολύ να είναι μια ταινία για τη σημερινή Αθήνα, μια πόλη χαοτική με ετερόκλιτη αρχιτεκτονική που όμως δύναται να μετασχηματιστεί σε ένα τοπίο καθαρά κινηματογραφικό.
Με την ταινία θέλαμε να αναφερθούμε στην αποτυχία του μοντερνισμού. Η ταινία θεματικά μιλάει για την αποτυχία μιας γενιάς. Αυτή η γενιά έχει συνδεθεί με τον μοντερνισμό, με την προσπάθεια δηλαδή να εκσυγχρονιστεί η Αθήνα και η Ελλάδα κατ’ επέκταση να γίνει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα. Αυτό είναι κάτι που το βλέπει κανείς πολύ έντονα στην αρχιτεκτονική της Αθήνας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα ελάχιστα ψηλά κτίρια της Αθήνας, όπως ο πύργος των Αθηνών, τα οποία με έναν τρόπο υπενθυμίζουν λίγο το αποτυχημένο πείραμα που πήγε να γίνει, όπως αντίστοιχα και ο ήρωας της ταινίας πήγε να φτιάξει ένα τζαζ μαγαζί με όνειρα και απέτυχε. Ανάλογο παράδειγμα είναι το πολύ εντυπωσιακό κτίριο που δεσπόζει στη σκηνή του καφενείου, οι Μύλοι του Αγ. Γεωργίου στην ιχθυόσκαλα.
Υπάρχουν τέτοια κομμάτια της Αθήνας που θα έλεγε κανείς ότι δεν είναι η κλασσική Αθήνα, αλλά μία Αθήνα που προσπάθησε κάποια στιγμή να γίνει κάτι άλλο. Το σινεμά δεν είχε ασχοληθεί με αυτά τα κομμάτια, με αυτήν την πλευρά της πόλης. Με ενδιέφερε πάρα πολύ το κομμάτι της Αθήνας το οποίο δεν έχει κινηματογραφηθεί, γιατί αν προσέξει κάνεις το ελληνικό σινεμά τα τελευταία χρόνια θα δει ότι έχει περιοριστεί καθαρά στο κέντρο της πόλης, σε αυτό τον αστικό μικρόκοσμο χωρίς να έχει ξεφύγει παραέξω. Θέλω να πω ότι το πώς κινηματογραφείς την πόλη στη συγκεκριμένη ταινία καθορίζει και την αισθητική.
Το σενάριο ολοκληρώθηκε το 2010. Παρ’ όλα αυτά η ταινία βγήκε στις αίθουσες το 2015. Ένας από τους λόγους ήταν και η βαθιά μελέτη, η εύρεση χώρων, το στήσιμο ή υπήρχαν οι γνωστές συνθήκες στην Ελλάδα που αποτρέπουν ένα δημιουργό;
Το μεγάλο κομμάτι της καθυστέρησης είχε να κάνει με τη χρηματοδότηση και την κατάσταση στη χώρα μας. Ήμασταν τυχεροί γιατί βρήκαμε αρκετά γρήγορα τα πρώτα χρήματα από το εξωτερικό, αλλά το πρόβλημα κόλλησε λόγω των συνθηκών εδώ. Επίσημοι θεσμοί, όπως το κέντρο κινηματογράφου, η ΕΡΤ που υπό κανονικές συνθήκες στηρίζουν την κινηματογραφική παραγωγή, υπολειτουργούν τα τελευταία 5 χρόνια.
Οπότε εκεί οφείλεται η καθυστέρηση, αλλά ταυτόχρονα επειδή δεν μπορείς να κάτσεις να περιμένεις, μπήκαμε σε μια διαδικασία αργής και μεθοδικής προετοιμασίας. Το να περιμένεις τόσο πολύ πάντως δεν είναι υγιές.
Άλλαξαν σκηνοθετικά ή καλλιτεχνικά κάποιες πτυχές της ταινίας, επειδή υπήρχε χρόνος;
Σίγουρα δουλεύεις και βελτιώνεις κάποια πράγματα σε σχέση με το σενάριο. Το ψάξιμο των χώρων σου δίνει ιδέες, όπως επίσης και η τριβή με τους συνεργάτες. Μπαίνεις σε μια συζήτηση όλο αυτό το διάστημα, όσο περιμένεις το πράσινο φως από την παραγωγή για να προχωρήσεις. Υπάρχει μια δημιουργική διαδικασία. Καλό όμως είναι οι ταινίες να γίνονται σε ένα πιο κανονικό χρονικό πλαίσιο.
Ποιοι είναι οι τρόποι, ένας νέος κινηματογραφιστής στην Ελλάδα να ολοκληρώσει το έργο του; Ξένες παραγωγές, χαμηλότερο budget;
Τα πράγματα, δυστυχώς, ήταν πάντα προβληματικά σε σχέση με το κομμάτι του κινηματογράφου εδώ. Εννοώ σε οικονομικό επίπεδο. Ποτέ δεν υπήρχαν λεφτά για να γίνουν ταινίες σωστά, πόσο μάλλον τώρα. Αυτό που υπάρχει αυτή τη στιγμή είναι ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το εξωτερικό και ίσως μια ευκαιρία να στηθούνε συμπαραγωγές, κάτι που πριν μερικά χρόνια ήταν δυσκολότερο.
Υπάρχει ενδιαφέρον για το τι συμβαίνει στο ελληνικό σινεμά απ’ έξω, ίσως περισσότερο από όσο δείχνουν οι μέσα, το οποίο είναι λίγο οξύμωρο.
Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη λύση για ένα νέο κινηματογραφιστή. Κάποιος που προσπαθεί να κάνει μια πρώτη ταινία καλό θα ήταν να κάνει κάτι μικρό και όσο το δυνατόν ελεγχόμενο. Αν καταφέρει να δώσει το στίγμα του με μια ταινία μικρή σε κόστος και παραγωγή, ίσως να μπορέσει να βρει λεφτά μέσα από μια συμπαραγωγή με το εξωτερικό.
Γενικά, όμως, ο τρόπος που γίνονται ταινίες στην Ελλάδα είναι αρκετά ανορθόδοξος. Δεν υπάρχει κάποιο σύστημα ή κάποια λογική. Συνήθως, ξεκινάμε τις ταινίες χωρίς να υπάρχουν τα λεφτά, το οποίο είναι παρανοϊκό και δεν γίνεται πουθενά στον κόσμο. Στην πορεία, αφού κάνεις τα πρώτα γυρίσματα, ψάχνεις να βρεις πώς θα ολοκληρώσεις την ταινία. Κάπως έτσι έκανα και την «Ιστορία 52».
Υπάρχουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στις δύο ταινίες σας «Ιστορία 52» και «Τετάρτη 04.45»;
Θεωρώ ότι είναι κομμάτια ενός παραπλήσιου σύμπαντος. Θεματικά έχουν πολλές συγγένειες. Έχεις δύο ανδρικούς χαρακτήρες και στις δύο ταινίες , οι οποίοι παλεύουν με τον εαυτό τους και εγκλωβίζονται στο σύμπαν του μυαλού τους.
Η διαφορά είναι ότι στην «Ιστορία 52», ο ήρωας εγκλωβίζεται στο διαμέρισμά του, που είναι προέκταση του μυαλού του. Στην «Τετάρτη 04.45» ο ήρωας βγαίνει έξω από το διαμέρισμα και πλέον η πόλη είναι η προέκταση του ψυχισμού του. Στην πρώτη ταινία το πρόβλημα είναι συναισθηματικής φύσης, στη δεύτερη επαγγελματικής, αλλά στην ουσία παρακολουθούμε την πάλη του άντρα με τον εαυτό του και με όλα αυτά που θεωρεί σημαντικά.
Αυτό φαντάζομαι ότι είναι και η κόλαση. Ένα μέρος όπου τιμωρείσαι αιώνια για αυτά που έχεις κάνει.
Είναι οι ιστορίες δύο ανθρώπων που ζούνε την προσωπική τους κόλαση και τιμωρία, συνεχίζοντας να αναλογίζονται και να αυτοτιμωρούνται για τις πράξεις τους κάνοντας ξανά τα ίδια λάθη. Είναι ένας φαύλος κύκλος. Ιστορίες για ανθρώπους παγιδευμένους σε έναν ατέρμονο κύκλο λάθος επιλογών.
Πού έχει ταξιδέψει ως τώρα η «Τετάρτη 04.45» και ποιοι είναι οι επόμενοι σταθμοί της;
Η ταινία βγήκε το Μάρτη του 2015 στις ελληνικές αίθουσες. Θεωρώ ότι πήγε αρκετά καλά. Η αίσθηση μου είναι ότι άρεσε στον κόσμο. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις σίγουρα, αλλά αυτή είναι η αίσθησή μου. Έκανε πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη στο φεστιβάλ της Tribeca. Συνέχισε στο φεστιβάλ της Jeonju στη Νότια Κορέα, ένα πολύ ωραίο φεστιβάλ. Μεταξύ άλλων πήγε στο Karlovy Vary, στο φεστιβάλ του Λονδίνου, πρόσφατα τον Οκτώβρη.
Θα ακολουθήσει η συμμετοχή στο φεστιβάλ του Gothenburg, που είναι το μεγαλύτερο φεστιβάλ της Σκανδιναβίας. Θα βγει στις Γερμανικές αίθουσες μέσα στο χειμώνα. Είμαι περίεργος να δω τι ανταπόκριση θα έχει εκεί, όπου δυστυχώς οι Γερμανοί ντουμπλάρουν τις ταινίες. Θα παιχτεί σε λίγες κόπιες στην αυθεντική έκδοση, αλλά δυστυχώς οι περισσότεροι θα τη δούνε με γερμανικό ντουμπλάζ.
Υπάρχουν σχέδια για το μέλλον;
Το σινεμά «είδους» με ενδιαφέρει πάρα πολύ, τόσο σαν θεατής όσο και σαν δημιουργός. Είναι κάτι που λείπει από το ελληνικό σινεμά και σε ένα βαθμό και από το ευρωπαϊκό. Είναι πολύ λίγες οι χώρες, οι οποίες έχουν μια παράδοση και προσπαθούν να κάνουν ταινίες είδους.
Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, όμως , διότι χρειάζεται κάποιες υποδομές. Απαιτεί συγκεκριμένο επίπεδο παραγωγής, το οποίο δεν είναι δεδομένο στην ελληνική πραγματικότητα. Για να αλλάξει όλο το σύστημα παραγωγής και διανομής στην Ελλάδα πρέπει να συμβούν πολλά. Χρειάζονται να επενδυθούν χρήματα στις ταινίες αλλά και να βγουν χρήματα από τις ταινίες.
Αυτή τη στιγμή δε συμβαίνει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Κανείς πραγματικά δεν ενδιαφέρεται να επενδύσει, γιατί απλά δεν θεωρεί ότι θα πάρει πίσω τα λεφτά του. Γίνονται πάρα πολύ μικρές δουλειές, οι οποίες επίσης δεν φέρνουν πίσω τα λεφτά τους. Είναι μια προβληματική συνθήκη. Από την άλλη, η ελληνική αγορά είναι μικρή, για να μπορέσει μια ταινία να βγάλει πραγματικό κέρδος.
Απέχουμε πάρα πολύ από το σημείο που ο Έλληνας θα πάει να δει μαζικά μια ταινία σαν την «Τετάρτη 04.45» και από το σημείο που μια ταινία όπως η «Τετάρτη» θα γίνει εμπορική επιτυχία εντός και εκτός τειχών.
Γιατί μια καλή ταινία να μην είναι και εμπορική;
Η εμπορική ταινία προϋποθέτει ένα σύστημα παραγωγής. Δεν είναι κάτι που γεννιέται από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά χτίζεται, χωρίς να είναι κακό αυτό. Είναι κομμάτι ενός βιομηχανικού συστήματος.
Είναι αστείο να νομίζει κανείς ότι ξαφνικά μια ταινία έρχεται από το πουθενά και θα σπάσει τα ταμεία. Δεν γίνεται στη σημερινή εποχή. Σε μια εποχή, που το σύστημα παραγωγής και διανομής είναι προκαθορισμένο, μονοπωλιακό και ελεγχόμενο, δεν μπορεί μια ταινία από το πουθενά να παιχτεί στις αίθουσες, να διαφημιστεί όπως πρέπει και να επικοινωνήσει όπως πρέπει.
Παλιότερα, ο κινηματογράφος ήταν ένα λαϊκό μέσο διασκέδασης. Ο κόσμος πήγαινε μαζικά στον κινηματογράφο, γιατί ήταν η μόνη διασκέδαση. Μετά εμφανίστηκε η τηλεόραση και αντικατέστησε το σινεμά. Η παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών σταμάτησε να είναι τόσο μαζική. Απέκτησε έναν άλλο χαρακτήρα το σινεμά. Έγινε event. Τις ταινίες «γεγονότα» μπορεί να τις επιβάλει ως τέτοιες μόνο το αμερικάνικο σινεμά, από τη σύλληψη, μέχρι την κατασκευή και τη διανομή τους.
Η μικρή ταινία, ως λαϊκό θέαμα, δεν υφίσταται πια, παρά μόνο στον κόσμο της τηλεόρασης. Είναι πολύ συγκεκριμένες οι ταινίες που θα τραβήξουν το ελληνικό κοινό: Κωμωδίες και δράματα τα οποία θυμίζουν τηλεοπτικές παραγωγές. Αλλά αυτό συμβαίνει και σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που δεν έχουν δυνατή κινηματογραφική βιομηχανία.
Για να αποκτήσεις εθνικό σινεμά θέλει ένα σχέδιο, μια πολιτική. Για μένα καλό παράδειγμα είναι η Νότια Κορέα, η οποία είναι μια πολύ πρόσφατη δημοκρατία, όπως και η Ελλάδα. Κι αυτή βγήκε μέσα από εμφυλίους και δικτατορίες. Το κορεάτικο κράτος είναι ακόμα πιο νέο από το Ελληνικό κράτος της Μεταπολίτευσης.
Η χώρα αυτή κάποια στιγμή κατάλαβε ότι για να φτιάξει εθνική ταυτότητα και να βάλει το στίγμα της στον παγκόσμιο χάρτη πρέπει να αναπτύξει το σινεμά της. Βέβαια, βοηθήθηκε από το γεγονός ότι είχε μια ισχυρή οικονομική άνθηση που επέτρεψε μια επιθετική πολιτική επένδυσης στο εθνικό σινεμά. Κατάφερε μέσα σε πολύ λίγα χρόνια να φτιάξει μια μικρή βιομηχανία και να κάνει το σινεμά ένα εμπορικό προϊόν τόσο εγχώριο, όσο και παγκόσμιο.
Χωρίς να κοιτάμε τεχνικά χαρακτηριστικά, ούτε σκηνοθετικές προσεγγίσεις, ποια ταινία σας έχει σημαδέψει;
Δύσκολη η απάντηση. Δεν είναι μια. Είναι πολλές. Θυμάμαι το σινεμά ως κάτι μαγικό. Η πρώτη ταινία που θυμάμαι να βλέπω στην αίθουσα και να φοβάμαι είναι ο “ΕΤ: Ο Εξωγήινος”. Παρότι ήταν μια παιδική ταινία, ήμουν πολύ μικρός, για να καταλάβω τι έβλεπα. Είναι πολλές οι ταινίες που βλέπεις μικρός και σε σημαδεύουν. Η πρώτη φορά που σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο, είναι όταν άρχισα να βλέπω καλό ελληνικό σινεμά.
Όταν βλέπεις ταινίες που μιλάνε τη γλώσσα σου, σκέφτεσαι αν θα μπορούσες εσύ ο ίδιος να κάνεις κάτι αντίστοιχο.
Όταν είδα την “Ευριδίκη” και “Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα” του Νικολαΐδη, “Τα χρώματα της Ίριδας”, το “Βαριετέ” και τους “Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας” του Παναγιωτόπουλου, τον “Εξόριστο στην Κεντρική Λεωφόρο” του Ζερβού ανακάλυψα ότι υπάρχει καλλιτεχνικό ελληνικό σινεμά. Παρεξηγημένο σινεμά, της δεκαετίας του 70’ και του 80’, που ήταν πολύ καλό.
Σε ποιο στάδιο της δημιουργίας αισθάνεστε πλήρης;
Όταν έχεις κάτι στο χαρτί και νιώθεις ότι λειτουργεί και μπορεί να γίνει ταινία, λίγο πριν τη διαδικασία αναζήτησης των χρημάτων και των συντελεστών, είναι μια καλή φάση της δημιουργίας. Μια ακόμα καλή φάση είναι αυτή του μοντάζ. Αφού δηλαδή έχει ολοκληρωθεί το δυσκολότερο, πιο αγχωτικό, πιεστικό και εξοντωτικό κομμάτι, που είναι το γύρισμα. Όταν είσαι στο μοντάζ και συναρμολογείς την ταινία είναι μια πολύ ωραία διαδικασία, αφού χωρίς άγχος, με ηρεμία συνειδητοποιείς ότι αυτό που είχες στο χαρτί είναι μια πραγματικότητα.
Η διανομή είναι μια ιδιαίτερη φάση της ταινίας. Η ταινία πλέον φεύγει από τα χέρια του δημιουργού και τα συναισθήματα είναι περίεργα. Το υγιές σε αυτή τη φάση είναι να βοηθήσεις την ταινία όπως μπορείς και να την αφήσεις να πάρει το δρόμο της.
Ποια φύση σας υπερισχύει; Σκηνοθέτης ή σεναριογράφος;
Πολύς κόσμος γκρινιάζει για τα σενάρια στην Ελλάδα. Είναι πολύ δύσκολο όταν βλέπεις μια ταινία που δεν λειτουργεί να πεις τι φταίει. Αυτό που φταίει είναι ότι δεν λειτουργεί η αφήγηση. Η αφήγηση είναι το σενάριο και η σκηνοθεσία. Υπεύθυνος, όμως για την αφήγηση είναι ο σκηνοθέτης. Άρα είναι πολύ δύσκολο να πεις ότι φταίει το σενάριο, ο σκηνοθέτης ή η παραγωγή που δεν τους στήριξε.
Το γράψιμο είναι δύσκολο. Θεωρώ ότι για να γράψεις κάτι πολύ καλό, θέλει πολύ χρόνο. Συχνά βασανίζεσαι με τον εαυτό σου. Γράφεις, ξαναγράφεις, παλεύεις, αλλά παλεύεις με τον εαυτό σου. Στη σκηνοθεσία παλεύεις με όλους τους άλλους. Είναι πιο ψυχοφθόρο να παλεύεις με τον εαυτό σου, παρά με τους άλλους. Όταν παλεύεις με τους άλλους ξέρεις ποιος είναι ο “εχθρός” σου. Η σκηνοθεσία είναι πιο πρακτική διαδικασία και βγαίνει λιγότερο επώδυνα. Το όνειρο κάθε σκηνοθέτη είναι να τον προσεγγίσει κάποιος παραγωγός με ένα πολύ ωραίο σενάριο και με χρήματα για να το κάνουν ταινία, κάτι που όμως δεν συμβαίνει εύκολα στην Ελλάδα.
Δεν είναι πάντα υγιές να είσαι ο σεναριογράφος και ο σκηνοθέτης. Από τη μια είναι ολοκληρωτικό, από την άλλη είναι πολύ ψυχοφθόρο. Οι ταινίες γίνονται πολύ προσωπικές και η επιτυχία ή η αποτυχία γίνεται πολύ προσωπική. Πολλαπλασιάζεται ο βαθμός της έκθεσης απέναντι στην κριτική. Δεν είναι εύκολο.