Μια άσχετη – σχετική εισαγωγή
Το σινεμά για μένα είναι μια σοβαρή ασχολία. Το κινητό μου βρίσκεται πάντα στο αθόρυβο από τη στιγμή που θα μπω στην αίθουσα, τα «προσεχώς» και τις διαφημίσεις ΠΡΕΠΕΙ να τις προλάβω όλες, και δεν παίρνω ποτέ ποπ κορν – μα ποτέ. Μισώ επίσης και τα πατατάκια. Αυτό όμως που μισώ πιο πολύ είναι οι άνθρωποι που θορυβούν· δεν υπάρχει κάποια πρωτοτυπία στο συγκεκριμένο παράπονο αλλά είναι πολύ σημαντικό, και με κάνει να αναρωτιέμαι γιατί κανείς να πληρώσει 3,75 τη βραδιά του 1+1 (τόσο το πήγαν οι π@@στηδες από 3,50) για να ανοίγει σακουλάκια και να παίζει παιχνιδάκια. Σημείωση: βρομερέ τύπε με τη ριγέ μπλούζα και τα γυαλάκια, καθόμουν πίσω σου την Τετάρτη στο Macbeth των 20:00. Έτσι και σε ξαναπετύχω να παίζεις αυτό το γελοίο μούφα-Age of Empires στο κινητό σου κατά τη διάρκεια ταινίας, θα το πω στον ταξιθέτη – είχα σκοπό να απειλήσω με κάτι πιο φαντασμαγορικό αλλά μην ξεχνάμε ότι το Frapress πρεσβεύει τον πολιτισμό. Αν παρ’ όλα αυτά γνωρίζετε έναν βρομερό τύπο που του αρέσουν οι μπλούζες με χοντρές ρίγες αλά Οβελίξ, προωθήστε του πάραυτα το ανωτέρω απόσπασμα.
Στο θέμα μας. Το Macbeth είναι μια ωραία ταινία. Για όσους δεν γνωρίζουν την υπόθεση της ομώνυμης τραγωδίας του Shakespeare, με λίγα λόγια το έργο πραγματεύεται την πορεία του βαρόνου Macbeth και της συζύγου του από την πρώιμη δίψα για εξουσία στο (SPOILER SPOILER SPOILER SPOILER) θάνατο και των δύο. Όταν ο βαρόνος, μετά από μια θριαμβευτική νίκη του υπέρ του βασιλιά της Σκωτίας, συναντά τρεις προφήτισσες, μαγεύεται από τα λόγια τους που του υπόσχονται ότι θα αποκτήσει κάποτε τη θέση του βασιλιά. Μαζί με τη γυναίκα του, τη Λαίδη Μάκβεθ, η οποία επίσης παρασύρεται από τη δίψα για δύναμη και τον ενθαρρύνει, καταστρώνουν και εκτελούν ένα σχέδιο δολοφονίας του βασιλιά – ο οποίος αγαπούσε και τους δύο. Τότε ο Μάκβεθ τον διαδέχεται στο θρόνο, όπου τον κατατρώνε οι τύψεις και οι φόβοι του ότι τα σχέδιά του θα γυρίσουν εναντίον του και θα χάσει την εξουσία. Χρησιμοποιεί κάθε είδους ανήθικα μέσα για να διατηρήσει τη θέση του και την ψυχική γαλήνη του, αλλά δεν το καταφέρνει ποτέ.
Η ταινία συνολικά είναι μια πολύ αισθαντική και ισορροπημένη διασκευή. Ο σκηνοθέτης (Justin Kurzel) είναι προφανές πως ξέρει τι κάνει. Χρησιμοποιεί περίτεχνα τα τοπία της Σκωτίας για να δημιουργήσει την απόκοσμη ατμόσφαιρα ενός θρίλερ, η οποία κυριαρχεί από την αρχή μέχρι το τέλος, και εκμεταλλεύεται τη θερμότητα των χρωμάτων για να περάσει τα ανάλογα συναισθήματα – στην αρχή, τα τοπία είναι ντυμένα από μια γκρίζα αχλύ, ενώ στο φινάλε ολόκληρη η σκηνή φωτίζεται από ένα θερμό κόκκινο της φωτιάς, όταν ο Μάκβεθ έρχεται αντιμέτωπος με τις προφητείες που θα είναι η οριστική καταστροφή του. Τολμώ να πω ωστόσο πως ο σκηνοθέτης είχε λίιιγο περισσότερες ιδέες απ’ όσες θα έπρεπε, και δεν βρήκε αρκετό χώρο για να τις αναπτύξει.
Εδώ πρέπει να σημειώσω πως ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας είναι πραγματικός καλλιτέχνης. Όλα τα κάδρα είναι ένα κι ένα, επιβλητικά, ατμοσφαιρικά και καλοδουλεμένα.
Η δε ηθοποιία του Michael Fassbender είναι αρτιότατη, όπως και της Marion Cotillard. Και οι δύο έχουν μια πηγαία ευγένεια στις φυσιογνωμίες τους, κάτι που για τους ρόλους τους ήταν απαραίτητο, και μια ικανότητα να κρατάνε το συναίσθημα του πόνου στο προσκήνιο χωρίς θεατρινισμούς και υπερβολές. Ίσως χρειάζεται λίγη κριτική στο σχετικά ανέκφραστο και επίπεδο πρόσωπο του Fassbender, ο οποίος έκανε απότομες μεταστροφές από την οργή στην ηρεμία και τούμπαλιν, χωρίς κάποιο ενδιάμεσο συναίσθημα.
Η μονοτονία είναι πανταχού παρούσα σε όλο το φιλμ, αφού και η μουσική, σε μια προσπάθεια ίσως να αποφευχθεί το κιτς των κλασικών ορχηστρικών θεμάτων του κινηματογράφου, θυμίζει κάτι από το καλόγουστο συγκεχυμένο χάος που έγραψε ο Hans Zimmer για το Interstellar, και είναι μάλλον ακατάλληλη για τα δυνατά συναισθήματα και την επική διάσταση του Macbeth. Προσωπικά μου αρέσει όταν η ταινία με παίρνει απ’ το χεράκι για να μου αφηγηθεί την ιστορία της και συνοδεύεται και από την ανάλογη μουσική. Ένα χαρακτηριστικό κομμάτι σε αυτή την κατηγορία ας πούμε είναι το Imperial March – καταπληκτικό.
Δεν αντέχω να μη σχολιάσω το γεγονός ότι οι στίχοι του Shakespeare έμειναν αυτούσιοι ως σενάριο της ταινίας. Από την άλλη βέβαια δεν ξέρω και πώς να το σχολιάσω, διότι τα μάτια και η αισθητική μου αντίληψη δεν είναι τόσο πεπαιδευμένα για να καταλάβω αν ήταν μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική επιλογή που αποτελούσε “signature” για την ταινία, ή αν απλά έβλεπα το αντίστροφο των memes που προσθέτουν σύγχρονους διαλόγους κάτω από κλασικούς πίνακες. Το αντίστροφο αυτού ας πούμε:
Γνώμες πάνω στο θέμα ευπρόσδεκτες στα σχόλια.
Ολ ιν ολ, η ταινία ήταν μια πλούσια αισθητική απόλαυση, με γενναιόδωρα στυλιζαρισμένη σκηνογραφία και φωτογραφία που δεν ενοχλεί, κάθε άλλο, αλλά άτεχνες συναισθηματικές διακυμάνσεις που υστερούν σε επίπεδο ψυχικής ταύτισης. Είναι μια ταινία που σε ταξιδεύει, αλλά δεν σε μαγεύει όσο θα μπορούσε.