Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1888 στην Αθήνα και ήταν γιός του Λεωνίδα Λαπαθιώτη και της Βασιλικής Παπαδοπούλου. Ο πατέρας του ήταν μαθηματικός και αξιωματικός του ελληνικού στρατού, είχε έντονη πολιτική δράση και μετά από συμμετοχή του στο Κίνημα στο Γουδί έγινε υπουργός Στρατιωτικών. Η μητέρα του ήταν ανιψιά του Χαριλάου Τρικούπη και ήταν μια γυναίκα για την οποία ο ίδιος ο ποιητής έτρεφε μεγάλη αγάπη και στοργή.
Τελείωσε το σχολείο στο Ναύπλιο, όπου είχε μετακομίσει με τους γονείς του σε ηλικία 10 ετών, και ως παιδί εκδήλωσε από νωρίς ενδιαφέρον προς τις τέχνες και τις ξένες γλώσσες. Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, έκανε μαθήματα πιάνου και το ενδιαφέρον του προς την συγγραφή ήταν ήδη έκδηλο από τα εφηβικά του χρόνια. Μάλιστα ένα πρώτο του έμμετρο δράμα, το οποίο έγραψε παιδί ακόμα, επιμελήθηκε και εκδόθηκε από τον πατέρα του.
Το 1905 ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα στην Νομική σχολή της Αθήνας και, ενώ τελείωσε κανονικά τις σπουδές του, δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Στα γράμματα εμφανίστηκε επίσημα για πρώτη φορά την ίδια χρονιά, στο περιοδικού Νουμάς, ενώ το 1907 μαζί με άλλους νεαρούς λογοτέχνες της εποχής του ίδρυσαν το περιοδικό «Ηγησώ».
Η ποίηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη υπήρξε φανερά επηρεασμένη από το κίνημα του αισθητισμού, ενώ προς το τέλος της ζωής του η ποίηση του έχει πλήθος συμβολιστικών στοιχείων και μια διάχυτη μελαγχολία. Πρότυπο και επιρροή του αποτέλεσε εμφανώς ο Όσκαρ Ουάιλντ, ενώ στο έργο του συναντά κανείς και Καβαφικά στοιχεία, καθώς τον συνόδευε και μια φιλική σχέση με τον προαναφερθέντα ποιητή. Πέρα από την συγγραφή ποιημάτων ο Λαπαθιώτης ασχολήθηκε με την λογοτεχνική μετάφραση, το λογοτεχνικό δοκίμιο και την μουσική σύνθεση ενώ έγραψε και περιορισμένο αριθμό θεατρικών έργων. Έγραψε πάνω από εκατό πεζογραφήματα, δεκάδες διηγήματα, καθώς και επιφυλλίδες και κριτικά κείμενα. Η μοναδική του ποιητική συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939, ενώ μετά τον θάνατό του, ο Άρης Δικταίος εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός και το 1917 συμμετείχε στο βενιζελικό κίνημα της Εθνικής Άμυνας μαζί με τον πατέρα του, που είχε αναλάβει την οργάνωσή του. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, κατέφυγε για λίγο καιρό με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, όπου γνωρίστηκε με τον Καβάφη. Το 1937 πέθανε η μητέρα του και πέντε χρόνια αργότερα ο πατέρας του, ο θάνατος του οποίου είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή του ποιητή.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης υπήρξε ένας αρκετά προκλητικός άνδρας της εποχής του. Οι επιλογές των ρούχων του ήταν συχνά εκκεντρικές ενώ η ποίηση του μπορεί να θεωρηθεί αρκετά τολμηρή αν πάρουμε ως δεδομένο ότι είναι γραμμένη από έναν άντρα. Η ομοφυλοφιλική του τάση ήταν έκδηλη και μάλιστα ο ίδιος θεωρούσε την ομοφυλοφιλία μια ανώτερη μορφή ερωτικής σχέσης και σεξουαλικής επιλογής. Η σχέση του με τους γονείς του ήταν παρόλα αυτά καλή, έμενε μαζί τους μέχρι τον θάνατό τους και δεν μπόρεσε ποτέ να ανεξαρτητοποιηθεί από αυτούς. Μάλιστα φιλοξενούσε διάφορους νεαρούς του υποκόσμου στο πατρικό του σπίτι όσο έμενε με τον πατέρα του. Εθισμένος από τα ναρκωτικά, παρασυρμένος από τα πάθη και τις αδυναμίες του, ξεπούλησε την πατρική του περιουσία κατά την διάρκεια της κατοχής: σπίτια, πιάνο, μέχρι και την αξιοζήλευτη ιδιωτική βιβλιοθήκη του όσο – όσο. Έβγαινε βράδυ και γυρνούσε πρωί, ενώ σύχναζε στους τεκέδες της Τρούμπας. Αυτοκτόνησε στις 8 Ιανουαρίου του 1944, και κηδεύτηκε με έρανο τέσσερις μέρες μετά. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο θάνατός του οφείλεται στην παράδοση του στην ηρωίνη, άλλοι λένε ότι αυτοκτόνησε με το πιστόλι του πατέρα του.
ΚΛΕΙΣΕ ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ (ΕΡΩΤΙΚΟ)
Κλείσε τα παράθυρα μη βλέπουν οι γειτόνοι,
και την πόρτα σφάλισε και σβήσε το κερί,
η αγκαλιά μου επύρωσε, σαν τη φωτιά, και λιώνει,
για σφιχταγκαλιάσματα κι όλο καρτερεί.
Κλείσε, μη μας βλέπουν λοξά οι ματιές του κόσμου,
δωσ’ μου το χειλάκι σου, που είν’ απαλό, νωπό,
Έχω κάτι ολόγλυκο, για σένα, απόψε, φως μου,
έχω κάτι ολόγλυκο, σα μέλι, να σου πω.
Έλα πέσε πάνω μου και μην κοιτάς με τρόμο.
Το κερί μας έσβησε, δε μας θωρεί κανείς,
Ξέχασε πως βρίσκονται κι άλλες ψυχές στο δρόμο,
κι έλα να κυλήσουμε σε πέλαγα ηδονής.
Έλα, ως τα μεσάνυχτα θα σε φιλώ στο στόμα,
έλα, κι είναι οι πόθοι μου τρελοί, τόσο τρελοί,
που το γλυκοχάραμα θα μας προλάβει ακόμα
στο πρώτο μας αγκάλιασμα, στο πρώτο μας φιλί.
Κι όταν σε ρωτήσουνε, τη χαραυγή, οι γειτόνοι,
για ποιο λόγο σφάλησες, αχ!, πες τους, να χαρείς,
πες τους, πως, στην κάμαρα, φοβάσαι άμα νυχτώνει,
κι έπεσες και πλάγιασες νωρίς, τ’ ακούς; νωρίς.
Το ποίημα “Κλείσε τα παράθυρα” του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη είναι (όπως δηλώνει και ο δεύτερος -λιγότερο γνωστός- τίτλος του) ένα ποίημα “ερωτικό”. Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση φαίνεται πως απευθύνεται στο αντικείμενο του πόθου του ποιητικού υποκειμένου. Η ποιητική αφήγηση μας τοποθετεί σε ένα δωμάτιο όπου βρίσκονται δυο εραστές κάποια βραδινή ώρα (καθώς υπάρχει αναμμένο κερί στον χώρο) και το ερωτικό κάλεσμα του υποκειμένου κρύβει μια μορφή ενοχής για την επικείμενη συνεύρεσή τους, ακόμα και την παρουσία τους στο ίδιο μέρος. Η κοινωνική κατακραυγή φαίνεται πως είναι κάτι που απασχολεί τον πρωταγωνιστή του ποιήματος και προσπαθεί να αποφύγει κάθε γνωστοποίηση της συνεύρεσης με τον εραστή του μέσω κλειστών παραθύρων, σβηστών κεριών και δικαιολογιών για την σκόπιμη αποτροπή της ενδεχόμενης εξωτερικής παρατήρησης στην ιδιωτική τους κλίνη. Τα δύο άτομα πρόκειται (κατ’ ευχήν του ποιητικού υποκειμένου) να συνευρεθούν ερωτικά, ενώ η συνεύρεση αυτή πέραν της σαρκικής απόλαυσης φαίνεται ότι λαμβάνει χώρα κάτω από υψηλή συναισθηματική φόρτιση των δύο εραστών. Το χρονικό διάστημα της γνωριμίας των δύο προσώπων είναι απροσδιόριστο στο αναγνωστικό κοινό, μπορεί όμως κανείς να καταλήξει (ίσως εσφαλμένα) ότι δεν πρόκειται για μια συνάντηση της στιγμής αλλά για ένα ειδύλλιο που κρύβει ένα μεγάλο, χρονικά και ποσοτικά, συναισθηματικό φορτίο πίσω του. Αυτό μπορεί να εκτιμηθεί από τις γλυκιές εκφράσεις του ποιητικού υποκειμένου, την λυρικότητα του λόγου του, και όλα αυτά να τοποθετούνται σε ένα αβρό πλαίσιο δίνοντας την εντύπωση μιας ποιοτικής και λεπτής σχέσης μεταξύ τους – χαρακτηριστικό που σπάνια συναντά κανείς στις βιαστικές ερωτικές συνευρέσεις. Το όλο σκηνικό μάλιστα προδίδει ένα απόκοσμο περιβάλλον, απομονωμένο από την πεζή πραγματικότητα που το πλαισιώνει, με τα σβηστά κεριά και τα κλειστά παράθυρα, και μια προστακτική που επιβάλλει να λησμονήσουν ότι βρίσκονται κι άλλες ψυχές στον δρόμο. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ταξιδεύει τους αναγνώστες του σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον πλούσιο σε συναισθηματισμούς και γλυκόλογα, μέσω ενός ποιητικού μονολόγου που εκφράζεται σε ένα καθαρά ερωτικό κλίμα και με μια έκδηλη τρυφερή διάθεση του ποιητικού υποκειμένου για τον σύντροφο του. Οι αβροί τόνοι δίνουν την αίσθηση του ονειρικού και του φευγαλέου. Συγκινητικό και σχολιαστικό για την δεκτικότητα του κόσμου σε διάφορες (ή και διαφορετικές πιθανότατα) ερωτικές εκδηλώσεις την εποχή της συγγραφής του.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν επηρεασμένος από τον αισθητισμό. Ο αισθητισμός πρεσβεύει την λατρεία της ομορφιάς, την λυρικότητα του καλλιτεχνικού προϊόντος, την φιληδονία, την μαζική χρήση συμβόλων και την συναισθησιακή ισχύ, δηλαδή την εναρμόνιση μεταξύ λέξεων, χρωμάτων και μουσικής. Στο ποίημα “Κλείσε τα παράθυρα” ο Λαπαθιώτης φαίνεται να συμμερίζεται τα χαρακτηριστικά του προαναφερθέντος κινήματος (ας θυμηθούμε ότι ο αισθητισμός χαρακτηρίζεται και ως ακραία μορφή του συμβολισμού). Συναντά κανείς έντονο το λυρικό στοιχείο ενώ η φιληδονία φαίνεται να διέπει το ποίημα στην ολότητά του. Το ποιητικό υποκείμενο προτείνει στο αντικείμενο του πόθου του να ενεργήσει με τέτοιον τρόπο ώστε να το ίδιο να βιώσει την επιθυμητή ηδονή. Επιπλέον το σβηστό φως των κεριών, τα σφαλησμένα παράθυρα, οι απτικές και οπτικές εικόνες, οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές που ενεργοποιούν τις αισθήσεις του αναγνώστη προτείνουν ή και επιβάλλουν ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ανάγνωσης του ποιήματος πολύ κοντά στα πρότυπα των αισθητιστών. Επιπρόσθετα, η ομοιοκαταληξία φροντίζει την ομορφιά της προφορικής ανάγνωσης του ποιήματος και δίνει τον επιθυμητό ρυθμό ενώ το κερί και το φεγγάρι αποτελούν τα κυριότερα σύμβολα. Η μουσικότητα και η υποβλητικότητα του στίχου και η συσχέτιση αντικειμένων και ψυχικών καταστάσεων ενισχύουν την ένταξη ποιήματος στο πλαίσιο για το οποίο γίνεται λόγος. Η γλώσσα του ποιήματος είναι δημοτική με χρήση εικόνων, παρομοιώσεων και μεταφορών. Το ρηματικό πρόσωπο που κυριαρχεί στο ποίημα είναι το β’ ενικό, το οποίο προσδίδει στο καλλιτεχνικό προϊόν μια θεατρικότητα και το κάνει να μοιάζει με ποιητικό μονόλογο. Το ποίημα αποτελείται από πέντε στροφές, η κάθε μία με τέσσερις στίχους και η ομοιοκαταληξία του είναι πλεχτή (ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και ο δεύτερος με τον τέταρτο). Συγκροτείται κυρίως από οπτικές εικόνες και έχει κινηματογραφική τεχνική. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η προφορικότητα του, καθώς δεν μοιάζει καθόλου με εσωτερικές σκέψεις γραμμένες σε χαρτί ή κάποια φιλοσοφική διάθεση και νοητική κατάσταση αποτυπωμένη σε έμμετρη ποίηση. Αντιθέτως το ποίημα (με όλα τα καλαίσθητα μέσα έκφρασής του) μοιάζει με λόγια που πρέπει να αρθρωθούν ή που έχουν αρθρωθεί. Αυτό κατορθώνεται κυρίως μέσω της επιλογής του ρηματικού προσώπου.
Το ποίημα είναι βαθύτατα ερωτικό και προτείνει την μεταφορά από την πεζή καθημερινότητα και το εγκόσμιο στο ονειρικό και το απόκοσμο. Το ταξίδι δηλαδή που προτείνει ο πρωταγωνιστής του ποιήματος στον σύντροφο του είναι το ίδιο ταξίδι που διανύει -θέλοντας και μη- ο ερωτευμένος άνθρωπος. Αφήνει δηλαδή την πραγματικότητα γύρω του (ίσως όχι με τόσο κυριολεκτικό τρόπο όσο αυτόν του ποιήματος) και παρασύρεται σε μια κατάσταση αποστασιοποιημένη από τον ρεαλισμό, με οδηγό την μαγεία του ερωτικού πόθου. Ο έρωτας του ποιήματος εκφράζεται, κατά κύριο λόγο, μέσα από τρυφερά λόγια και τόσο-όσο παρασυρμένα από μια ρηχότερη αλλά ειλικρινή και ουσιαστική διάθεση. Διαβάζοντάς το κανείς, πιθανότατα αναζητά την δικιά του απεύθυνση και παρασύρεται από τον συναισθηματισμό του ακραία φορτισμένου λόγου. Μάλιστα η ατμόσφαιρα που δημιουργείται με το φως του κεριού (αργότερα σβηστού), τα κλειστά παράθυρα και τις περιγραφές του ερωτικού χορού των δύο σωμάτων δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο σκηνικό που σε παρασύρει σε μια συγκεκριμένη, και αντίστοιχη με τα δικά σου αντικρίσματα, πραγματικότητα. Δεδομένης της ομοφυλοφιλίας του ποιητή θα μπορούσε κανείς να εικάσει (όπως κι εγώ εικάζω) ότι η κοινωνική κατακραυγή και η ανάγκη της κρυφής σχέσης των δύο ανθρώπων του ποιήματος αφορμάται από το γεγονός ότι πρόκειται για άτομα του ίδιου φύλου, πράγμα κατακριτέο στην τότε, και όχι πλήρως ανεκτό στην σημερινή, πραγματικότητα. Ωστόσο θα ήταν άδικο να περιορίσουμε το ποίημα σε ένα πλαίσιο ομόφυλου έρωτα καθώς δεν είναι ο μόνος που τυγχάνει περιθωριοποίησης από τον κοινωνικό περίγυρο ή δέκτης κοινωνικού σχολιασμού. Την ανάγκη να κλείσει τα παράθυρα για να μην βλέπουν οι γειτόνοι θα μπορούσε να την έχει ένα πλήθος ανθρώπων που ο έρωτας τους κατακρίνεται από τον ευρύτερο κοινωνικό μέχρι τον στενά οικογενειακό περίγυρό τους. Μάλιστα ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι οι ιδιαίτερα προσωπικές στιγμές κάθε ανθρώπου δικαιούνται να παραμένουν αυστηρά ιδιωτικές, πράγμα που μας προτείνει μια καθολική δυνατότητα ταύτισης, απαλλαγμένη από τον προαναφερθέν κατακριτέο χαρακτήρα. Εν τέλει, την ανάγκη να κλείσει τα παράθυρα θα μπορούσε να έχει κάθε ερωτευμένος άνθρωπος που νιώθει ότι ο ονειρικός, σχεδόν θεϊκός χαρακτήρας, της ερωτικής του σχέσης απειλείται από την ρηχότητα του κόσμου που τον περιβάλλει, με την ανάγκη να προστατέψει το πολύτιμο αυτό κεκτημένο του από τις λοξές ματιές των ανθρώπων έξω από αυτό το συναίσθημα.