Σωπαίνουν οι άνθρωποι μπροστά στο άγνωστο. Θέλω να πω, μιλούν πολύ, προσπαθούν να το μαντέψουν μα πράττουν ελάχιστα. Κι εμείς αγνοήσαμε τις συμβουλές των προγόνων μας και ανήμποροι να αντιδράσουμε περαιτέρω αφεθήκαμε στην ορμή με την οποία σαρώνει τα πάντα η ιστορία. Θεωρήσαμε πως ότι είναι να γίνει θα γίνει, πως είμαστε πολύ μικροί ώστε να ανατρέψουμε την κατά τα άλλα προδιαγεγραμμένη πορεία της ανθρωπότητας. Και η ανθρωπότητα απ΄τη στιγμή που νοηματικά και μόνο αποκόπτεται απ΄το άτομο ως μεμονωμένο ον, τιμωρεί. Αποβάλλει τους ξενιστές για να εξακολουθεί να υπάρχει. Σαν μία φυσική επιλογή που “εφηύρε” κάποτε κάποιος Δαρβίνος σε κάποια νησιά Γκαλαπάγκος.
Η αδελφότητα ιδρύθηκε πολλά χρόνια πριν κι όμως ακόμη διατηρεί την μυστικότητα αλλά και την οργανωτικότητά της. Οι πρώτοι από εμάς είχαν περάσει μέρος της ζωής τους στον Πλανήτη Γ κι έφεραν εδώ τις παραδόσεις και τα έθιμά τους. Τα πλοία που προσεδαφίστηκαν περιείχαν ετερόκλητες προσωπικότητες από διαφορετικές κάστες, γεγονός που εξηγεί τα επεισόδια που διαδραματίστηκαν μέσα σε αυτά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αλλά και ότι τρία από αυτά δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους. Η άτακτη φυγή ευνόησε μεν κάποιους αδύναμους, αποτέλεσε δε πάτημα για τους καιροσκόπους. Ο αρχηγός Λιούις ήταν αυτός που κατάφερε να επιβάλλει στην αρχή την τάξη. Συγκέντρωσε τους παραβάτες, εκτέλεσε τους αποστάτες και συγκάλεσε ταχύτατα απόρρητο συμβούλιο σε άγνωστο μέχρι και σε μένα χώρο με επίλεκτους αξιωματικούς και ισχυρούς άνδρες. Μεταξύ αυτών και ο παππούς μου. Όλοι μαζί συμφώνησαν να ιδρύσουν κράτος στο Σημείο Μηδέν, να επαναπροσδιορίσουν τις ελευθερίες των ανθρώπων σε μια απόπειρα να χειραγωγήσουν την βούληση αυτών. Οι ισχυροί άνδρες θα παρείχαν τις υπηρεσίες τους στον Λιούις – ο καθένας στον τομέα του – κι εκείνος με την σειρά του θα τους πρόσφερε αναρίθμητες παροχές, προστασία και διακεκριμένες κοινωνικές θέσεις.
Ακολούθησε μια σειρά από τέσσερα διατάγματα του Λιούις τα οποία “επιμελήθηκε” ο ίδιος. Απαγορεύτηκε η ελεύθερη έξοδος και οι μεγάλες συναθροίσεις, τα περισσότερα βιβλία κάηκαν – ο περιορισμένος αριθμός αυτών βρίσκονται στην βιβλιοθήκη της αδελφότητας – η εκπαίδευση θα γινόταν μόνο κατ’ οίκον απ’ όσους είχαν την άδεια απ΄τον Λιούις και τέλος η εργασία θα ήταν καταναγκαστική και δίχως περιορισμό ηλικίας με αντάλλαγμα ένα γεύμα την ημέρα για τον μέσο εργάτη. Για όποιον αντιδρούσε στα διατάγματα αυτά ακολουθείτο σύλληψη και φυλάκιση στα ορυχεία άνθρακα τα οποία και διαχειριζόταν ο παππούς μου και μετέπειτα ο πατέρας μου. Οι στρατιώτες του Λιούις ήταν προνομιούχοι, οι άνθρωποι με τις πιο γενναιόδωρες παροχές και γι’ αυτό ήταν ο φόβος και ο τρόμος του απλού λαού. Για να ήσουν λοιπόν προνομιούχος, έπρεπε να είσαι ρουφιάνος.
Θυμάμαι ακόμη την εξέγερση στα ορυχεία που σηματοδότησε την αρχή του τέλους. Μπορεί να ήμουν μόλις 10 ετών, όμως βρέθηκα μπροστά στο συμβάν έως ότου με φυγάδεψε ο πατέρας μου μέσω μίας στοάς εκτάκτου ανάγκης. Ένα μικρό παιδί – ήταν δεν ήταν στην ηλικία μου – λιποθύμησε την ώρα που έσκαβε. Ο στρατιώτης που επιτηρούσε τον τομέα αυτό άρχισε να το χτυπά βάναυσα και όσο συνέχιζε τόσο λιγοτέρο αυτό αντιδρούσε. Ξαφνικά ένας άνδρας που δούλευε πιο δίπλα έσπασε κάπως τα δεσμά του και χίμηξε στον στρατιώτη. ‘Επεσε με τόση βία πάνω του που πριν περάσουν ελάχιστα δευτερόλεπτα τον σκότωσε με τα γυμνά του χέρια. Αμέσως ελευθέρωσε τον διπλανό του, εκείνος τον πιο δίπλα, πήραν το όπλο του νεκρού στρατιώτη και ότι εργαλείο βρήκαν μπροστά τους και η οργή του όχλου δεν σταμάτησε σε καμία σφαίρα. Η απορία μου ήταν δέκα φορές μεγαλύτερη απ΄τον όποιο τρόμο αισθάνθηκα βλέποντας τον πιθανό μου θάνατο. Γιατί άραγε αυτοί οι άνθρωποι ξεσπούσαν τόσο βάρβαρα, γιατί δεν συνέχιζαν τις δουλείες τους; Δεν γνώριζαν τάχα ότι αργά ή γρήγορα οι στρατιώτες του Λιούις θα τους εκτελούσαν με μεγάλη τους χαρά στην πλατεία προς παραδειγματισμό;
Τα χρόνια πέρασαν και με την ενηλικίωσή μου ήρθε και η πίεση να αναλάβω με τη σειρά μου τα ορυχεία ή τουλάχιστον να “διατηρήσω” κάποιο πόστο. Παρ’ όλα αυτά η απορία μου για το πείσμα εκείνων των ανθρώπων δεν είχε σβήσει. Αντιθέτως ενισχυόταν εξέγερση με την εξέγερση, διαμαρτυρία με την διαμαρτυρία. Οι αντιδράσεις πλέον ποίκιλλαν σε χαρακτήρα και σε ένταση, με τον χρόνο μεταξύ της μίας και της άλλης να μειώνεται όλο και περισσότερο κάθε φορά.
“Η μάζα πρέπει να υπακούει, ειδάλλως να αναδιαμορφώνεται”, έλεγε ο παππούς μου για να του απαντήσει ατάραχος ο πατέρας μου πως “υπομονή και είναι η φυσική της θέση αυτή του υποταγμένου”. Αυτό πάει να πει να ξεπερνά ο γιος τον πατέρα.
Ο αδερφός του αρχηγού Λιούις είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου την εκπαίδευσή μου. Τέτοια πράγματα δεν μου ‘χε συζητήσει ποτέ, μα με άφηνε για ώρες στην βιβλιοθήκη της αδελφότητας και έτσι παινεύομαι ακόμη πως είμαι απ΄τους λίγους που έχουν διαβάσει τόσα διαφορετικά βιβλία στο Σημείο Μηδέν. Ένα απόγευμα που περνούσα τον χρόνο μου εκεί μπήκε μέσα σκυθρωπός – εγώ κάπου στα 21 τότε – και μου ζήτησε να καθίσω. Αφού χαζογέλασα στην ιδέα του ότι ήμουν ήδη καθιστός με χαστούκισε και μου είπε πως ο πατέρας μου ήταν νεκρός. Μου πε πως μια ομάδα εξεγερμένων εργατών του επιτέθηκε πισώπλατα και τον έσφαξε. Υποθέτω πως απογοητεύτηκε όταν είδε στα μάτια μου θλίψη και όχι οργή. Γνωρίζω πως περίμενε να του ζητήσω ένα όπλο και να ξεχυθώ στο ορυχείο για να πάρω εκδίκηση με αίμα. Όμως ποτέ δεν μου άρεσαν τα όπλα και κυρίως ήξερα τον πατέρα μου. Κάποιοι φρουροί που άθελα τους μου εκμυστηρεύθηκαν την αλήθεια αργότερα επιβεβαίωσαν τις υποθέσεις μου. Εκείνη την ημέρα ο πατέρας μου είχε κατέβει με μια παρέα “επίλεκτων” κοντινών του ανθρώπων να φοβερίσει κάποιους έφηβους εργάτες. Σαν αποτέλεσμα εκτέλεσαν τον πατέρα του ενός μπροστά στα μάτια του. Ίσως αν ήμουν στην θέση του εφήβου αυτού να επιζητούσα την εκδίκηση. Όχι όμως έτσι.
Μετά απ΄αυτό τα μέτρα ασφαλείας έγιναν σκληρότερα στο ορυχείο και οι συνθήκες ακόμη πιο απάνθρωπες. Ο παππούς μου είχε πια γεράσει και με τον πατέρα μου εκλιπόντα ήμουν ο μόνος που θα μπορούσε να αναλάβει τα ηνία. Το ότι δεν δεχόμουν σήμαινε πως ατίμαζα την οικογένεια μου και αν το ορυχείο περνούσε σε άλλη οικογένεια, τίποτα δεν θα μας ξεχώριζε πια απ΄τον απλό λαό.
Έτσι ο παππούς μου, στα τελευταία του τότε, με κάλεσε εσπευσμένα στο γραφείο του. Κάτι περίεργο συνέβαινε όμως. Κανένας φρουρός, λιγοστά φώτα, μόνο πέντε άντρες με ρούχα εργατών έξω απ΄την πόρτα. Ομολογώ πως δεν έχω τρομάξει περισσότερο στη ζωή μου. Έσκυψα το κεφάλι και πλησίασα το πόμολο ευχόμενος να μην μου απευθύνουν τον λόγο. Και περιέργως έτσι έγινε. Καμία αντίδραση. Όταν άνοιξα την πόρτα είδα τον παππού μου, καθισμένο στο γραφείο του, με ακουμπισμένα τα δυο του χέρια στο γερασμένο του κεφάλι κι έναν σωματώδη κύριο στην πολυθρόνα απέναντί του πλάτη σε μένα.
“Άργησες”, είπε ο παππούς μου.
“Δεν πειράζει, άσ’ το παιδί”, έκανε ο κύριος καθώς σηκωνόταν και στρεφόταν χαμογελαστός προς το μέρος μου. Δεν είχα συναντήσει τον αρχηγό Λιούις ποτέ επί προσωπικού, πόσο μάλλον σ’ ένα δωμάτιο με μόνο ένα ακόμη άτομο. Σίγουρα δεν τον φανταζόμουν τόσο πρόσχαρο. Δώσαμε τα χέρια και κάτσαμε δίπλα δίπλα με τον παππού μου να μας παρατηρεί.
“Θες λίγο ουίσκι;”, με ρώτησε δίνοντας μου ένα έτοιμο σερβιρισμένο ποτήρι με το σπάνιο αυτό ποτό.
“Ευχαριστώ”, είπα και το πήρα χωρίς καν να πω ναι. Ακουλουθεί η συζήτηση που ανταλλάξαμε.
“Δεν μου λες μικρέ…Πιστεύεις πως σήμερα όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι; Θα ‘θελα την γνώμη σου σε αυτό” , με ρώτησε ήρεμα σαν να περίμενε με ενδιαφέρον μια απάντησή μου.
“Όχι κύριε…”
“ Και πιστεύεις ότι θα ‘πρεπε να είμαστε ίσοι;”
“Ναι κύριε…”
“Και άραγε έχει το δικαίωμα ένας άνθρωπος να αφαιρεί τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου; “
“Όχι κύριε…”
“Ούτε αν αυτός ο άνθρωπος έχει το δίκιο με το μέρος του; “
“Δεν ξέρω κύριε…”
Στο σημείο αυτό ο παππούς μου είχε ήδη γίνει κατακόκκινος κι εγώ κατάλευκος. Κι ο αρχηγός Λιούις με το ίδιο απαράλλακτο χρώμα επέμεινε.
“Είσαι ξεχωριστός μικρέ; “
“Έτσι νομίζω κύριε…”
“Και πως θες να λες ότι θα ‘πρεπε να είμαστε ίσοι τότε; “
“Έχουμε αυτό το κοινό κύριε, ότι διαφέρουμε. Αυτό μας καθιστά ίσους. “
“Τι λογική είναι αυτή μικρέ; Αναγνωρίζεις ότι διαφέρουμε, ότι κάποιος είναι καλύτερος από κάποιον άλλον και παρ’ όλα αυτά μου μιλάς για ισότητα;“
“Ναι κύριε…”
“Γιατί μικρέ;“
“Γιατί η ισότητα δεν έχει να κάνει με την ποιότητα. Έχει να κάνει με το δικαίωμα όλων στην ζωή. Κύριε…”
Σηκώθηκε, ανασκουμπώθηκε και στάθηκε από πάνω μου.
“Δεν έχει δικαιώματα πάνω στη ζωή του, αυτός που δεν έχει κάνει τίποτα για να συνεχίσει να την δικαιούται”.
“Μάλιστα κύριε…”
“Είμαστε εδώ για να προσφέρουμε υποδομές και βάσεις. Κι αυτοί τις καταστρέφουν. Αγωνιζόμαστε για την τάξη και την ευημερία, την ανάπτυξη και το μέλλον μέσα απ΄αυτή κι εκείνοι στέκονται αγκαλιά με το παρελθόν. Η ιστορία όμως προχωράει και εμείς πρέπει να προχωρήσουμε μαζί της μικρέ. Είναι ευθύνη μας, ευθύνη του παππού σου, ευθύνη δικιά μου, ευθύνη δικιά σου. Θες η ιστορία να αγνοεί πλήρως την υπαρξή σου; Αρνήσου λοιπόν το ορυχείο! Εμπρός κάντο! “
“Αυτό θα ήθελα κύριε…”, απάντησα.
“Τότε από σήμερα δουλεύεις για μένα…Από σήμερα θα αρχίσεις να συγγράφεις τα απομνημονεύματα μου. Από σήμερα δεν υπάρχεις αφού εσύ επέλεξες να ζήσεις ως ανώνυμος. Από σήμερα είσαι απλά και μόνο η πένα μου, το μέσο για να μείνω έγω στην ιστορία. Εγώ που σε αντίθεση με σένα, είχα και έχω το θάρρος να αναλάβω την ευθύνη. Λυπάμαι…”, είπε στον παππού μου. “Πάρτε τον! “, φώναξε και στο δωμάτιο μπήκαν τότε οι πέντε άντρες που περίμεναν υπομονετικά απ’ έξω. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν με βγάλουν σηκωτό από ‘κει μέσα είναι το απογοητευμένο βλέμμα του παππού μου και τον Λιουις να κατεβάζει με μια γουλιά το ουίσκι που μου είχε προηγουμένως προσφέρει.
Πάνε 25 χρόνια από εκείνη την νύχτα κι εγώ παραμένω έγκλειστος στα ιδιαίτερα γραφεία του αρχηγού Λιούις. Οι πέντε πρώτοι τόμοι έχουν τελειώσει και διδάσκονται στα στρατιωτικά σχολεία. Ο Λιούις έχει καμπουριάσει, τον βλέπω κάθε δεύτερη μέρα για κάποια λεπτά. Έχει όμως να φανεί καιρό τώρα. Εδώ και κάποιες μέρες ακούω αναταραχές και εκρήξεις απ΄τον δρόμο. Μα δεν είναι τα όπλα των στρατιωτικών μας δυνάμεων. Οι φρουροί έχουν να απαντήσουν στα καλέσματα μου για φαγητό από προχθές το βράδυ. Όλα αυτά μόνο συνηθισμένα δεν είναι.Γι’ αυτό κι ένιωσα την ανάγκη για πρώτη φορά στη ζωή μου να γράψω για εμένα. Τόσα χρόνια, τόσο μελάνι, τόσες λέξεις κι επιχειρήματα για να εκθειάζω κάτι για το οποίο δεν ήμουν σίγουρος ποτέ, να εκφράζομαι μέσα από μια κατάσταση που ποτέ στην ουσία δεν αποδέχτηκα. Κι άλλη έκρηξη. Ακούγεται μεγάλο πλήθος. Μου κάνει εντύπωση, ο Λιούις μένει σε αυτό το κτήριο και ποτέ άλλοτε πυρομαχικά δεν είχαν πέσει εδώ πέρα. Νιώθω το χρέος αυτή τη διαφορετική μέρα να δηλώσω πάλι ξεχωριστός, όπως τότε, και να συνεχίσω να γράφω για μένα. Για να με κρίνει η ιστορία που τόσο αγαπάμε και άλλο τόσο φοβόμαστε την ορμή της. Έχω κι εγώ δικαίωμα να μην παραμείνω ανώνυμος. Έχω κι εγώ δικαίωμα στην ζωή.
Κάποιος είναι στην πόρτα…