Το πρώτο μέρος του αφιερώματός μας μπορείτε να το βρείτε εδώ.
Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματός μας στα αλησμόνητα νησιά Ίμβρος και Τένεδος θα διαβάσατε την συνέντευξη ενός ανθρώπου και γεννήθηκε έζησε και μεγάλωσε σε αυτά τα μέρη. ”Δεν έχω κάτι να ντρέπομαι. Είμαι υπερήφανη για την πατρίδα μου. Απλά αισθάνομαι άβολα να μοιράζομαι επώνυμα τόσο ευαίσθητα θέματα”, δήλωσε η ίδια. Για λόγους εχεμύθειας, λοιπόν, η ίδια η συνεντευξιαζόμενη ζήτησε, να μην εμφανιστεί το όνομά της.
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τα παιδικά σας χρόνια;
”Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Τένεδο. Η μητέρα μου κατάγονταν από την Ίμβρο και ο πατέρας μου από την Τένεδο. Όταν παντρεύτηκαν, λοιπόν, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο νησί. Στην Τένεδο είχαν αναπτύξει τις δικές τους οικονομικές δραστηριότητες. Δεν ζούσαμε πλουσιοπάροχα αλλά αξιοπρεπώς. Μέχρι τα 16 πήγαινα σχολείο. Ήμουνα πολύ καλή μαθήτρια και αγαπούσα το σχολείο. Ονειρευόμουν κάποτε να σπούδαζα ιατρική. Παρότι η διδασκαλία των ελληνικών απαγορεύονταν και ειδικά στις πρώτες τάξεις αντιμετώπιζα δυσκολίες, κατάφερα να ανταπεξέλθω και να μάθω άριστα την γλώσσα. Βλέπετε, μέσα στο σπίτι μιλούσαμε μόνο ελληνικά και ως την ηλικία των 6 ετών δεν γνώριζα πολύ καλά τουρκικά. Παρ΄ όλα αυτά, κατάφερα να είμαι μία από τις άριστες μαθήτριες.”
Αφού ήσασταν αριστούχα, διεκδηκούσατε να σηκώσετε την σημαία στις μαθητικές παρελάσεις;
”Από άποψη βαθμολογίας ναι. Ηθικά όμως όχι. Κατ’ αρχάς, εγώ η ίδια δεν θα ήμουνα σε θέση να κάνω κάτι τέτοιο. Ήμουνα Ελληνίδα και αυτό το ένιωθα μέχρι τα βάθη της ψυχής μου. Θα ήταν τόσο ξένο και απρεπές για μένα να σηκώσω τη σημαία ενός έθνους στο οποίο δεν νιώθω ενταγμένη. Από την άλλη, ακόμα, δεν μπορούσα να σηκώσω την σημαία και για έναν πρακτικό λόγο. Είχα πάρει απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, λόγω του ότι ήμουν χριστιανή. Άρα, με ένα μάθημα λιγότερο, ερχόμουν δεύτερη στην προτεραιότητα.”
Τα τουρκικά βιβλία ιστορίας, πως παρουσιάζουν γεγονότα όπως την επανάσταση του 1821 ή διάφορες άλλες ελληνοτουρκικές διαμάχες;
‘‘Λένε πως την ιστορία την γράφει κάθε φορά ο νικητής. Εγώ διαφωνώ κάθετα σ ‘αυτό. Η ιστορία γράφεται από την σκοπιά που την βλέπει ο καθένας. Για το 1821 συγκεκριμένα, θυμάμαι πως οι Έλληνες παρουσιάζονταν ως αχάριστοι επαναστάτες χωρίς αιτία. Διδάσκονταν πως η συμβίωση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν απόλυτα ομαλή μεταξύ των διαφόρων εθνών και πως η εξουσία και ο σουλτάνος παραχωρούσε πολλά προνόμια στους Έλληνες. Ύστερα, ο Κολοκοντρώνης, ο Ανδρούτσος και ο Καραϊσκάκης είναι για τους Τούρκους ότι είναι και για τους Έλληνες ο Κεμάλ. Θεωρούνται δηλαδή ως αιμοσταγής τουρκοκτόνοι. Η πιο σημαντική διαφορετική ιστορική προσέγγιση πάντως πιστεύω πως σχετίζεται με την μικρασιατική καταστροφή. Στην Τουρκία, δίνεται ιδιαίτερο βάρος στα πεπραγμένα των Ελλήνων, πριν την αντεπίθεση του Κεμάλ. Τα συμβάντα αυτά δεν αναφέρονται καν στα ελληνικά ιστορικά βιβλία. Ενώ οι Τούρκοι μιλούν για σφαγές και βιασμούς ως τα βάθη της Ασίας, οι Έλληνες εστιάζουν στο κάψιμο και καταστροφή της Σμύρνης. Σε αυτό το θέμα πιστεύω πως η αλήθεια βρίσκεται στη μέση. Η γιαγιά μου, που έζησε στην διάρκεια των γεγονότων αυτών, μου εξιστορούσε διάφορες ιστορίες για βάναυσες ενέργειες και Ελλήνων και Τούρκων.”
Πως θα περιγράφατε γενικότερα την ζωή σας στο νησί;
”Η συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων στην Τένεδο γενικά ήταν ομαλή. Ήμασταν χωρισμένη σε δυο μαχαλάδες, στο ελληνικό και στον τούρκικο. Γενικά δεν απαγορευόνταν ο ένας να πατήσει στα μέρη του άλλου, αλλά κατά κύριο λόγο, ο καθένας σύχναζε στον μαχαλά της εθνικότητάς του. Για παράδειγμα, εγώ είχα πολλές Τουρκάλες φίλες που έρχονταν σπίτι μου ή πήγαινα εγώ στα δικά τους. Απλά υπήρχε κάτι σαν άγραφος νόμος που γενικά εφαρμοζόταν. Η κάθε εθνικότητα φρόντιζε να διατηρεί τους μεταξύ της δεσμούς. Δηλαδή δεν ήταν ηθικά αποδεκτό Έλληνας να παντρευτεί Τουρκάλα ή το αντίστροφο. Ρατσιστικά επεισόδια, όμως, ανάμεσα σε Τούρκους δεν συνέβαιναν ποτέ ή θα συνέβαιναν πολύ σπάνια. Στο νησί όλοι αισθανόμασταν Τενεδιοί. Το νησί ήταν πατρίδα όλων μας, είτε ήμασταν χριστιανοί, είτε μουσουλμάνοι, είτε Έλληνες, είτε Τούρκοι. Τα αίματα, πάντως, είχαν αρχίσει να ανάβουν τα τελευταία μόνο χρόνια, όταν οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας βρίσκονταν σε ιδιαίτερη ένταση. Και αναφέρομαι στην περίοδο πριν τα κυπριακά, δηλαδή. Η κατάσταση είχε αρχίσει να δυσκολεύει. Όχι λόγω των ντόπιων, αλλά των ξένων που έφερναν στο νησί μας.”
Όταν ηρθατε στην Ελλάδα πως καταφέρατε να ανταπεξέλθετε;
”Ήμουν ακόμα πολύ μικρή όταν ήρθα στην Ελλάδα. Έπρεπε να βρω δουλειά για να μπορέσω να συντηρήσω τον εαυτό μου. Υπήρχαν άνθρωποι που με δέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες κι άλλοι πάλι όχι. Την αντιμετώπιση γενικά που είχα τον πρώτο καιρό δεν θα την περιέγραφα ως την θερμότερη. Πολλοί μας αποκαλούσαν ”Τουρκόσπορους” και μας αντιμετώπιζαν ρατσιστικά, ως μετανάστες κι όχι ως πρόσφυγες. Μπορώ να πω πως περισσότερο ρατσισμό βίωσα από τους Έλληνες παρά από τους Τούρκους. Έβλεπα στα μάτια των ανθρώπων κάτι ανάμεσα σε ζήλια και φόβο, και αναρωτιόμουνα ”γιατί;”. Δεν ξέρω γιατί τους ήταν τόσο δύσκολο να κατανοήσουν πως ήμουν Ελληνίδα σαν κι αυτούς και πιστεύω πως εγώ αισθανόμουν πολύ περισσότερο Ελληνίδα από ότι εκείνοι. Γιατί εγώ είχα πάντα την Ελλάδα μέσα στην ψυχή μου. Ήταν κομμάτι της ταυτότητάς μου. Δεν ξέρω αν εκείνοι που με έβλεπαν ρατσιστικά καταλάβαιναν το μεγαλείο της ελληνικότητας.”
Έχετε καταφέρει να ξαναπάτε ποτέ στην Τένεδο;
”Όχι. Και η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω αν θα άντεχα να πάω. Βλέπετε, όταν φύγαμε πουλήσαμε τα πάντα για ελάχιστα χρήματα. Δεν ξέρω αν θα άντεχα να δω τα σπίτι μου και να μην μπορώ να μπω μέσα. Να πάω στα μέρη που έπαιζα μικρή και να νιώθω ξένη, ξένη στον τόπο που γεννήθηκα. Πολλοί συμπατριώτες μου έχουν ανάλογα συναισθήματα από όσο ξέρω και μαθαίνω. είναι πολύ δύσκολο να πας στην πατρίδα σου ως επισκέπτης.”
Δεδομένων όλων αυτών, δεν έχετε αισθανθεί ποτέ μίσος για τους Τούρκους ή για την Τουρκία σαν χώρα;
”Όχι ακριβώς για την Τουρκία, αλλά για τις τουρκικές κυβερνήσεις. Αυτές, μαζί με τις ελληνικές, μέσω της απραξίας τους, κατηγορώ που με ανάγκασαν να φύγω από τον τόπο μου. Αλλά και πάλι, δεν μου αρέσει η λέξη ”μίσος”. Θυμό, οργή και πικρία ναι, αλλά όχι μίσος. Το μίσος θεωρώ πως γεννά τον εθνικισμό, τον οποίο απεχθάνομαι από όπου κι αν προέρχεται. Ο εθνικισμός με έκανε να φύγω από τον τόπο μου. Η δίψα των κρατών για επεκτατισμό και για εξουσία. Ποίος μπορεί, άραγε, να ορίσει ένα κομμάτι γης σε ποιον ανήκει; Ένας τόπος ανήκει σ’ αυτούς που γεννήθηκαν εκεί. Σ’ αυτούς που αγαπούν, νοιάζονται και πονούν για αυτόν το μέρος. Σ αυτούς που τον νιώθουν πατρίδα τους, κι όχι σ’ αυτούς που ορίζουν τα σύνορα και οι συνθήκες.”