«Αν σου ζητούσα να κάνεις μια ευχή, με την οποία θα γινόσουν ευτυχισμένη, τι ευχή θα έκανες;», ρωτάει.
«Θα ευχόμουν να γινόμασταν και οι δύο πεταλούδες!», του απάντησα. Και χαμογέλασα.
Κάνουμε λάθη. Είναι αυτό που μας κάνει ξεχωριστούς. Το λάθος! Τι ειρωνεία! Τα ζώα είναι ξεχωριστά επειδή έχουν ουρές, τα ψάρια επειδή ζουν στο νερό κι εμείς οι άνθρωποι επειδή κάνουμε λάθη. Πόσο τέλειο θα ήταν να μπορούσαμε επιτέλους να σταματήσουμε να κάνουμε λάθη. Και να είμαστε αλάνθαστοι, ναι.
Έτσι δε θα πληγώναμε τους άλλους. Και τον εαυτό μας. Και δε θα ήμασταν αυτοκαταστροφικοί. Και δε θα ήμασταν επιρρεπείς σε κάθε είδους ανθρώπινη βλακεία. Σε βλακείες όπως όταν μαντεύουμε το μέλλον. Ή όταν βάζουμε τον εγωισμό μας πάνω από όλα. Ή όταν επιδεικνύουμε πόσο άξιοι είμαστε.
Ή όταν δεν ακολουθούμε το ένστικτό μας για να κάνουμε αυτό που θέλουμε.
Τι θέλουμε;
Τι θέλουμε;
Τι. Θέλουμε.
Κανείς δεν ξέρει τι θέλει στη ζωή του.
Πώς να ξέρει, όταν δεν ξέρει τι είναι. Ποιος είναι.
«Γιατί να γίνουμε πεταλούδες;», με ρώτησε.
Και μετά γνωρίζεις κάποιον που θα σου πει τι είσαι. Είσαι όμορφη. Είσαι αστεία. Είσαι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί. Είσαι η ζωή μου.
Ξέρεις τι είσαι. Έχεις αρχίσει να προσδιορίζεσαι. Ξέρεις επιτέλους προς τα που να κατευθυνθείς για να μάθεις ποιος είσαι πλέον. Αποκτάς μια ταυτότητα.
Και όσο περνάει ο καιρός, την υπερασπίζεσαι γιατί την αναπτύσσεις στο καλύτερό της σημείο.
Γύρισα να τον κοιτάξω. Πόσο μου αρέσει όταν γυρνάω και βλέπω ότι με κοιτάει ήδη. Έγειρα το κεφάλι μου πάνω στον ώμο του. Δε θα μπορούσα να είμαι αλλού αυτή τη στιγμή.
Και μετά κάνεις το λάθος.
Πάντα φταις εσύ, γιατί, ως άνθρωπος, υπέκυψες. Δεν μπορούσες να αντισταθείς στον άνθρωπο που θα σου έδινε μια ταυτότητα. Σε αυτόν που θα προσδιόριζε επιτέλους τι είναι αυτό που είσαι.
Τώρα τι είσαι;
Είσαι όμορφη; Ισχύει ότι είσαι αστεία; Τελικά μάλλον δεν είσαι ό,τι καλύτερο του έχει συμβεί.
Και -ηλίθια!- ποτέ δεν ήσουν η ζωή του!
Αλλά τι είσαι;
Είναι γελοίο το ότι ξέρω ότι είμαι άνθρωπος. Γιατί κάνω λάθη, φυσικά…
«Ξέρεις ότι ο μέσος όρος ζωής μιας πεταλούδας είναι 3 με 10 μέρες;», τον ρώτησα.
Δεν το μετάνιωσα όμως. Έγινα ό,τι με έκανε. Μου άρεσα και γι’ αυτό δεν το μετάνιωσα. Αλλά τώρα;
Που απέμεινα ένα δημιούργημα χωρίς δημιουργό;
«Κι εσύ θες να γίνουμε πεταλούδες, αντί να γίνουμε βρικόλακες και να ζήσουμε αιώνια;», με ρώτησε.
Η διαφορά του δημιουργού από το δημιούργημά του, είναι ότι το δημιούργημα μπορεί να σκαλιστεί και να εξελιχθεί μέχρι να γίνει τέλειο. Ο δημιουργός πάντα θα ψάχνει για το ακόμα καλύτερο, μέχρι να γυρίσει στα παλιά αυθεντικά του έργα. Γιατί τα πρώτα του έργα τον οδήγησαν στην κορυφή που βρίσκεται. Γιατί αυτά θα αγαπάει πάντα αληθινά.
Και το δημιούργημά του μπορεί να κάνει λάθη, αλλά έχει γνωρίσει την αγάπη. Και την απόρριψη. Και την αποτυχία.
Γι’ αυτό θα βρει και τη δική του ταυτότητα.
Και μέσα από τα λάθη, στο τέλος θα κάνει κάτι σωστά.
Πόσο τέλειο θα ήταν να μπορούσαμε να κάνουμε πάντα λάθη. Γιατί αυτό είναι ο άνθρωπος. Χωρίς τα λάθη, δεν μπορεί να κάνει τίποτα σωστά.
Γέλασα. «Εύχομαι να γινόμασταν πεταλούδες. Και να ζούσαμε μόνο τρεις μέρες. Το καλοκαίρι. Θα μπορούσα να γεμίσω τρεις τέτοιες μέρες με εσένα με τόση ευτυχία, που και 50 χρόνια να ζούσαμε μαζί, δε θα τα καταφέρναμε ποτέ να γίνουμε τόσο ευτυχισμένοι».