Ένα πρωί, ξέρεις, απ’ αυτά τα πρωινά που μόλις έχεις γυρίσει σπίτι και προλαβαίνεις και βλέπεις την ανατολή τρώγοντας χθεσινή κρύα πίτσα… Ένα τέτοιο πρωινό το περάσαμε μαζί. Μπήκαμε στο σπίτι γελώντας, και γελάσαμε ακόμη περισσότερο καλύπτοντας την πείνα μας με μισοφαγωμένα κομμάτια πίτσας που είχανε ξεμείνει. Μα όταν αντικρίσαμε απ’ το παράθυρο την ανατολή, σταματήσαμε να γελάμε. Σταματήσαμε και να μιλάμε ακόμη. Δεν είμασταν αγκαλιά. Δεν κρατιόμασταν απ’ τα χέρια. Στην μια άκρη ο ένας, στην άλλη άκρη ο άλλος. Κι όμως εκεί που κοιτούσαμε τον ήλιο που ξεπρόβαλε, άκουσα την καρδιά σου. Και ξέρω πως άκουσες και τη δική μου.
Ένα μεσημέρι, ξέρεις, απ’ αυτά τα τεμπέλικα μεσημέρια που το μόνο που θέλεις μα κάνεις είναι να ξαπλώσεις στο γρασίδι και να λιάζεσαι με τις μυρωδιές της άνοιξης… Ένα τέτοιο μεσημέρι το περάσαμε μαζί. Δεν πολυμιλούσαμε και δεν ανταλλάξαμε ματιές, ούτε καν απ’ αυτές τις γεμάτες νόημα και ανείπωτα λόγια. Αρκούσε μόνο, να νιώθει ο ένας την παρουσία του άλλου, σε απόσταση μερικών εκατοστών, να ακούμε τις ανάσες μας, καθώς το αεράκι μας χάιδευε απαλά, και να ονειρευόμαστε.
Ένα δειλινό, ξέρεις, απ’ αυτά τα δειλινά που ο ουρανός βάφεται κόκκινος κι εσύ θέλεις να βουτήξεις, να κολυμπήσεις και να αφεθείς στο νερό μαζί με τον ήλιο που είναι λες κι αυτός βυθίζεται στη θάλασσα. Ένα τέτοιο δειλινό το περάσαμε μαζί. Είχαμε ξεμείνει ώρες στην παραλία, είχαμε βαρεθεί και λέγαμε να φύγουμε. Μα μετά από μερικές στιγμές, ο ήλιος άρχισε να δύει και να γίνεται ένα με τη θάλασσα. Βουτήξαμε σχεδόν ταυτόχρονα, λες κι αυτό ήταν ένα σύνθημα που περιμέναμε, και κολυμπήσαμε για αρκετή ώρα και γρήγορα. Ήταν σα να θέλαμε να φτάσουμε τον ήλιο, να τον αγγίξουμε και να χαθούμε μαζί του στη θάλασσα. Κολυμπούσαμε και ήταν σα να μου έλεγε η σκέψη σου ‘Θα τα καταφέρουμε, θα δεις’, και σαν να σου έλεγε η δική μου ‘Θα τα καταφέρουμε, είμαστε μαζί’.
Ένα βράδυ, ξέρεις, απ’ αυτά τα βράδια που το μόνο που θέλεις είναι να κάτσεις στο μπαλκόνι πίνοντας ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, κοιτώντας τον ουρανό που είναι γεμάτος με μικρά λαμπερά αστέρια. Ένα τέτοιο βράδυ το πέρασα μόνη μου. Κάθισα στο μπαλκόνι μου και ξεκίνησα να γράφω ιστορίες. Ιστορίες που επιμένουν σ’ ένα άλλο κόσμο, σ’ έναν διαφορετικό απ’ αυτόν της πραγματικότητας. Και μια στιγμή, καθώς σταμάτησα να γράφω, το βλέμμα μου πλανήθηκε στον ουρανό-τον γεμάτο αστέρια- και θυμήθηκα ένα ποίημα που είχα δει κάποια στιγμή σ’ ένα βιβλίο που είχες αφήσει πάνω στο κομοδίνο σου, και που μόλις τώρα μπόρεσα πια να καταλάβω:
Επιμένω σ’ έναν άλλο κόσμο.
Τον έχω τόσο ονειρευτεί,
Τόσο πολύ έχω σεργιανήσει μέσα του
που πια
είναι αδύνατο να μην υπάρχει…
(Χ. Λάσκαρης)