Προτού να γράψει το έγκλημα και τιμωρία, προτού να συλλάβει τον Ρασκόνλικοφ, την Ναστάζια Φιλίποβνα, τον Αλιόσα Καραμαζόφ, τον Νικολάι Σταβρόγκιν, τους πιο καταδικασμένους χαρακτήρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, προτού να μας συστήσει τον αενάως βασανιζόμενο άνθρωπο του Υπογείου, προτού να εκτίσει τετραετή ποινή σε καταναγκαστικά έργα, προτού να ταξιδέψει, προτού να αναγνωριστεί, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, άσημος δόκιμος στην στρατιωτική ακαδημία αναμετρήθηκε στα είκοσι τέσσερα του χρόνια πρώτη φορά με το χαρτί γράφοντας τους Φτωχούς. Εκδομένο το 1846, το πρώτο αυτό μυθιστόρημα απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και αποτέλεσε το εισιτήριο του νεαρού τότε Ντοστογιέφσκι στα – διαπνεόμενα από το πνεύμα του Πούσκιν και του Γκόγκολ- λογοτεχνικά πράγματα της χώρας. Πρώιμο δείγμα μιας μεγαλοφυούς γραφής, μυθιστόρημα στο οποίο εύκολα ανιχνεύει κανείς σε ακατέργαστο επίπεδο την φιλοσοφία και το βάθος της ντοστογιεφσκικής σκέψης, οι Φτωχοί μας εισάγουν στο κλίμα μιας φτωχογειτονιάς της Αγίας Πετρούπολης, περιγράφοντας με ενάργεια και ρεαλισμό τον αγώνα για την επιβίωση, τις αγωνίες, τον πόνο και τις συγκινήσεις απλών ανθρώπων της ρώσικης μεγαλούπολης.
Πρωταγωνιστές δυο άνθρωποι του φτωχόκοσμου, ο υπαλληλάκος Μακάρ Ντεβρούσκιν και η πολύ νεότερη ορφανή προστατευόμενη του, η Βάρενκα. Ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι δομημένο σε επιστολική μορφή, μέσω των επιστολών που ανταλλάσσουν τα δυο αυτά πρόσωπα σκιαγραφείται η ιδιότυπη, βαθιά συγκινητική σχέση τους, αλλά και το παρελθόν και οι επιδιώξεις τους, η ταραγμένη καθημερινότητα τους, η σκληρή τους προσπάθεια να διατηρήσουν την αξιοπρέπεια τους μέσα στην ανέχεια που τους τυλίγει. Μέσα από τα γράμματα τους παρουσιάζονται και οι χαρακτήρες που πλαισιώνουν την ζωή τους, η περιθωριοποιημένη οικογένεια των γειτόνων που χάνουν ένα παιδί τους από την πείνα, ο επηρμένος μορφωμένος άντρας του πάνω ορόφου που φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας, η ευκατάστατη συγγενής της Βάρενκα που χρησιμοποιεί την ατυχία και την ορφάνια της μικρανιψιάς της για να επιδείξει την υποκριτική χριστιανική αλληλεγγύη της. Ο Μακάρ Ντεβρούσκιν, συνηθισμένος άνθρωπος μέτριας ευφυΐας και περιορισμένης μόρφωσης, αναδεικνύεται σε τραγικό ήρωα εξαιρετικού ψυχικού μεγαλείου. Ορμώμενος από τον καταλύτικο-και καθαρά πλατωνικό- έρωτα του για την Βάρενκα, ο μεσήλικας υπάλληλος ξοδεύει όλο του το υστέρημα για να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής της, και καθώς εκείνη κάνει λόγο για να δουλέψει σε κάποιο ξένο σπίτι μακριά του, ξοδεύει τους τρέχοντες μισθούς του, δανείζεται, αμελεί τις οικονομικές υποχρεώσεις του, βάζει τα ρούχα του ενέχυρο, στερείται βασικά αγαθά για να την κρατήσει κοντά του, αποκρύπτοντας πάντα στα γράμματα του με τον αφελή, καθησυχαστικό του τόνο, το μέγεθος της δικής του ανέχειας. Αυτή η συγκινητική θυσία έχει ως αποτέλεσμα την σταδιακή απώλεια της υπόληψης του, την κατακραυγή της κοινωνίας για το άνομο πάθος του, την κατακρεούργηση της αξιοπρέπειας του από δανειστές και τοκογλύφους, δεν στέκεται, ωστόσο, αρκετή για να κρατήσει την νεαρή κοπέλα δική του, καθώς εκείνη επιλέγει να παντρευτεί τον στριφνό γαιοκτήμονα Μπίκοβ που υπόσχεται να της προσφέρει μια ψυχρά υπολογισμένη ζωή ανέσεων και παντελούς έλλειψης αγάπης στην ρώσικη στέπα. Η Βάρενκα δεν είναι αγνώμων, είναι παρά την επιλογή της, ή μάλλον εξαιτίας αυτής, και αυτή ένα τραγικό πρόσωπο. Μεγαλωμένη με στερήσεις και σκληρότητα, θύμα της εκμετάλλευσης του φύλου και της χαμηλής κοινωνικής της θέσης, δεν προσπαθεί να αντλήσει οφέλη από τον ευαίσθητο έρωτα του υπαλλήλου, αντίθετα δείχνει να τον νοιάζεται βαθιά, ανησυχεί για την κατάπτωση του και τον συνδράμει με τις πενιχρές της οικονομίες στην μεγάλη του οικονομική δυσχέρεια. Η συναίνεση της στον γάμο με τον Μπίκοβ δεν δίνεται χωρίς ψυχικό κόστος, είναι μια συνειδητή καταδίκη σε μια άχαρη ζωή, προϊόν μονάχα της ρεαλιστικής αποτίμησης της ζοφερής πραγματικότητας, απέλπιδα προσπάθεια διαφυγής από έναν κόσμο φτωχών. Όπως γράφει η ίδια η Βάρενκα στον Μακάρ Ντεβρούσκιν «Η δυστυχία είναι αρρώστια κολλητική. Οι δυστυχισμένοι και οι φτωχοί πρέπει να αποφεύγουνε ο ένας τον άλλον, για να μην αρρωστήσουν ακόμη χειρότερα»
Στις πολυάριθμες επιστολές σκιαγραφείται ένας αγωνιώδης, επίμονος αγώνας για ζωή. Τα χρήματα έρχονται και για τους δυο πρωταγωνιστές σε δεύτερη μοίρα, κομβικής σημασίας ρόλο διαδραματίζει η διάσωση της αξιοπρέπειας, αυτή η λεπτή γραμμή που χωρίζει τους μετέχοντες στην κοινωνία- έστω στο χαμηλότερο της στρώμα- από τους παρίες και απόκληρους τους, μια διαφορά συνιστάμενη σε απλά πράγματα, όπως η δυνατότητα για ένα φλιτζάνι τσάι με λίγη ζάχαρη, η αγορά παπουτσιών και πανωφοριού. Χαρακτηριστικά ο Ντεβρούσκιν γράφει στην αγαπημένη του «Γιατί εδώ που τα λέμε, αν φορείς χλαίνη το κάνεις για τα μάτια του κόσμου, και τα παπούτσια ακόμη, για τον ίδιο λόγο τα φορείς. Τα παπούτσια σε μια τέτοια περίπτωση, μανίτσα μου, ψυχούλα μου γλυκιά, μου χρειάζονται για να κρατήσω την τιμή και να διατηρήσω την καλή μου υπόληψη, αν βγεις με τρύπια παπούτσια, την έχασες και την τιμή και την υπόληψη σου, πίστεψε με».
Με την ανθρώπινη, πονεμένη γραφή του, την βαθιά ψυχογράφηση των πρώιμων αυτών τραγικών ηρώων, το τέχνασμα της επιστολικής δομής, τις ενδιαφέρουσες πινελιές όπως η λαχτάρα των δύο πρωταγωνιστών για τη λογοτεχνία , την έμμεση κοινωνική κριτική, οι Φτωχοί αποτελούν ένα μυθιστόρημα που οι λάτρεις του Ντοστογιέφσκι αξίζει να διαβάσουν για να παρακολουθήσουν την απαρχή μιας μεγαλοφυούς φιλοσοφίας, ενώ για τους μη μυημένους το μυθιστόρημα αυτό ενδείκνυται σαν μια πρώτη γνωριμία με το έργο του μεγάλου Ρώσου κλασσικού.
* Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη σε μετάφραση του εξαιρετικού Άρη Αλεξάνδρου.(1990)